Με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (απόφαση 5180/2024) ανέστειλε εκτέλεση διαταγής πληρωμής και πλειστηριασμού. Σύμφωνα με την απόφαση υφίσταται μη ύπαρξη δυνατότητας αναστολής πλειστηριασμού με την γενική διάταξη 731ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε καταγγελία δανείου από υπάλληλο της τράπεζας χωρίς επίδειξη πληρεξουσίου εγγράφου. Ολόκληρη η απόφαση η οποία δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνου Νικολαρόπουλου, είναι η ακόλουθη:

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 5180/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Σταματίνα Λαού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κλήρωσης χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Σεπτεμβρίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αιτουσών : 1) ., κατοίκου Χολαργού Αττικής, οδός ., ΑΦΜ . και 2) ., κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, οδός ., ΑΦΜ ., τις οποίες εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Αναστασία Χαλκιώτη.

Της καθ’ ης η αίτηση : εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και το διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.ΔΑΔ.Π.», που εδρεύει στην Αθήνα, Λεωφόρος Μεσογείων, αριθμ. 109-111, ΑΦΜ ., ενεργούσας επ’ονόματι και για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «SUNRISE I ΝΡL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, George’s Dock ΙFSC,4ος όροφος, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία (δικαιούχος εταιρεία) κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.», εδρεύουσας στην Αθήνα, οδός Αμερικής, αριθμ. 10 και νομίμως εκπροσωπούμενης, που είχε καταστεί καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» μετά τη διάσπαση της τελευταίας, η οποία ήταν ειδική διάδοχος του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», την οποία (διαχειρίστρια εταιρεία) εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίν Ντραγκόβ, συνεργάτης της δικηγορικής εταιρείας «Ε. ΣΥΜΒΟΥΛΑΚΗΣ, Δ. ΤΣΑΓΚΟΥ, Α. ΣΥΜΒΟΥΛΑΚΗ, ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ».

Οι αιτούσες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 8-3-2024 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2024 και ./2024 αντίστοιχα και προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 24-4-2024, οπότε η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων μερών ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 3 ΚΠολΔ η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής. Το Δικαστήριο όμως που την εξέδωσε μπορεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ να χορηγήσει αναστολή με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση για την ανακοπή. Η παραδοχή της αίτησης αναστολής προϋποθέτει καταρχήν εμπρόθεσμη άσκηση της κατ’άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπής. Αμφισβητείται όμως αν προϋποθέτει περαιτέρω πιθανολόγηση της ευδοκίμησης ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής σε συνδυασμό με την εκτίμηση του κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος, δηλαδή του κινδύνου δημιουργίας αμετάκλητων καταστάσεων, ανεπίδεκτων παραμερισμού μετά την ενδεχόμενη αίσια έκβαση της δίκης για την ανακοπή ή αν αντίθετα απαιτείται εκτίμηση ότι δεν είναι προφανώς αβάσιμη ή απαράδεκτη η ανακοπή. Κατά την ορθότερη όμως άποψη την οποία δέχεται και το Δικαστήριο αυτό πρέπει να πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής, διότι ο παράγων της βλάβης δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί εντελώς ανεξάρτητα από την πιθανολόγηση της ανακοπής (ΜΠΖακ 35/2019 ΗΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με τις εκεί παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 60 του ν. 4842/2021 (ΦΕΚ ΑΊ 90/13-10-2021), το Μέρος Α’ του οποίου υπό τον τίτλο «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» ισχύει από 1-1-2022 και κατά τα ρητώς οριζόμενα στο άρθρο 120 αυτού, τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ και προστέθηκε (εκ νέου) άρθρο 938 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 60 του ως άνω νόμου προστέθηκε, εκ νέου, άρθρο 938 ΚΠολΔ, το οποίο έχει ως εξής : «1. Με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων, ως προς την οποία εφαρμόζεται η παρ. 2, όπως επίσης με εξαίρεση την κατάσχεση κινητών που υπόκεινται σε φθορά, με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση, αφού δοθεί εγγύηση. Η αίτηση ασκείται στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 933 και 936 δικαστήριο που δικάζει κατά τα άρθρα 686 επ. 2. Ειδικώς επί κατάσχεσης ακινήτου δεν εφαρμόζεται η παρ. 1, η δε άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός εάν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με ή χωρίς εγγύηση, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. 3. Στις προηγούμενες περιπτώσεις είναι δυνατή η έκδοση σημειώματος, με το οποίο εμποδίζεται η εκτέλεση μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης αναστολής ή επί του ενδίκου μέσου. 4. Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. 5. Η αναστολή των παρ. 1 και 2 ή η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο μέχρι να εκδοθεί η οριστική απόφαση επί της ανακοπής ή η απόφαση επί του ενδίκου μέσου». Κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. γ’ του ως άνω νόμου «Το άρθρο 938 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως προστίθεται με το άρθρο 60 του παρόντος, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Η Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω νόμου αναφέρει σχετικώς με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 938 ΚΠολΔ τα εξής : «Η καθολική κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ στην έμμεση εκτέλεση από το ν. 4335/2015 (Α’86) αντισταθμίστηκε, εν μέρει, από την εκδίκαση της ανακοπής του άρθρου 933, σε χρόνο προγενέστερο της διενέργειας του πλειστηριασμού, συγχρόνως, όμως, δημιούργησε σημαντικά ερμηνευτικά και πρακτικά ζητήματα, ιδίως στην ανακοπή του άρθρου 936, αλλά και στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί διχογνωμία στη θεωρία και τη νομολογία σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής αίτησης αναστολής της εκτέλεσης και στην αναζήτηση διεξόδου να υποστηρίζονται διάφορες θεωρητικές κατασκευές (όπως άρθρο 731). Ενόψει αυτών, με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων στην έμμεση εκτέλεση και στα υποκείμενα σε φθορά κινητά, επαναφέρεται η δυνατότητα αναστολής σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Ειδικά στην έμμεση αναστολή σε ακίνητα η αναστολή είναι δυνατή μόνο από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, όπως προέβλεπε και ο ν . 4335/2015 (εδάφιο τρίτο περ. β παρ. 1 άρθρου 937) (ΕΑ 105/2024, ΕΑ 21/2024, ΕΑ 13/2024, ΕΑνατΚρ 19/2024 ΗΤΝΠ Ν ΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη γενόμενη δεκτή από το παρόν Δικαστήριο ως ορθότερη άποψη, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της γενικής διάταξης του άρθρου 731 ΚΠολΔ περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης στο πλαίσιο της δίκης της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, καθόσον η υποστηριχθείσα από μέρος της θεωρίας και νομολογίας θέση, κατά την οποία είναι δυνατή η αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας βάσει άλλων διατάξεων, όπως ιδίως των άρθρων 731 και 732 ΚΠολΔ, έστω και υπό τη μορφή της απαγόρευσης της διενέργειας συγκεκριμένης πράξης, δεν ευσταθεί, διότι οι διατάξεις αυτές δεν δύνανται να αντικαταστήσουν ή να αποκλείσουν την εφαρμογή των ειδικών διατάξεων των άρθρων 937 και 938 ΚΠολΔ, αντίθετη δε ερμηνεία χωρεί contra legem και καθιστά τις τελευταίες ειδικές διατάξεις άνευ αντικειμένου (ΕΑ 21/2024, ΕΔωδ 43/2023 ΗΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτησή τους οι αιτούσες ζητούν να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’αριθμ. ./2022 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της υπ’αριθμ. ./19-2-2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στην Αθήνα ., καθόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση των από 19-5-2022 και 8-3-2024 ασκηθεισών αντίστοιχα ανακοπών τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που ενσωματώνονται στο δικόγραφο και περαιτέρω ανεπανόρθωτη βλάβη των απουσών, κατά τα ειδικότερα αναγραφόμενα στο δικόγραφο. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως καθ’ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 3, 933 παρ. 1, 938 παρ. 1 και 686 επ. ΚΠολΔ. Ωστόσο, κατά τα εκτεθέντα και στις οικείες νομικές σκέψεις της παρούσας, η κρινόμενη αίτηση, κατά το σκέλος που αξιώνεται με αυτήν η αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου, τυγχάνει μη νόμιμη, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 938 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά το ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ληφθέντος υπόψη ότι, όπως μνημονεύεται στην εν λόγω έκθεση κατάσχεσης, η από 13-11-2023 επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στις 27-11-2023, ήτοι σε κάθε περίπτωση μετά την 1-1-2022, σε περίπτωση κατάσχεσης ακινήτων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αναστολή εκτέλεσης δύναται να χορηγηθεί μόνο από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατόπιν άσκησης έφεσης κατά της απορριπτικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Περαιτέρω, κατά τα εκτεθέντα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, δεν δύναται να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 731 ΚΠολΔ περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, διότι με τον τρόπο αυτό θα επήρχετο contra legem καταστρατήγηση της προεκτεθείσας νομικής διάταξης του άρθρου 938 ΚΠολΔ περί χορήγησης αναστολής εκτέλεσης. Αντιθέτως, κατά το σκέλος που αξιώνεται με την κρινόμενη αίτηση αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 3 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της ασκηθείσας ανακοπής, με βάση την οποία ζητείται εν προκειμένω αναστολή εκτέλεσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επισημειωμένου ότι η εν λόγω ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στις αιτούσες στις 5- 5-2022 (βλ. υπ’αριθμ. .Γ/5-5-2022 και .Γ/5-5-2022 σχετικές εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .), ενώ η κατ’αυτών ανακοπή ασκήθηκε στις 25-5-2022 (βλ. υπ’αριθμ. ./25-5-2022 σχετική έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά .), ήτοι μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την επίδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

Η καταγγελία, που είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης, η οποία απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο (άρθρο 167 ΑΚ), μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή και η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ κατά το οποίο, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση δια της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για το λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Το πρόσωπο εξάλλου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Σε περίπτωση που το ως άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλο χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 ΑΚ, η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά. Επί νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσωπήσεώς του. Από τις ανωτέρω δε σκέψεις συνάγεται ότι, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί διαφορετικά έχει το δικαίωμα αυτός προς τον οποίο γίνεται να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα, και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας, που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων ότι έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντας), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσκόμιση συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη (ΑΠ 825/2023, ΑΠ 1944/2022, ΑΠ 1311/2022 δημοσιευμένες στην ηλεκτρονική σελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 139/2026, ΕΑ 2768/2022 ΗΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ανακοπής τους κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής οι αιτούσες βάλλουν κατά του κύρους της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής επικαλούμενες ότι η από 7-10-2016 καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης από την «Τράπεζα Πειραιώς» πάσχει ακυρότητας, διότι δεν υπεγράφη από τον νόμιμο εκπρόσωπο της δανείστριας τραπεζικής εταιρείας, αλλά από μία υπάλληλό της, επ’ονόματι …, ενώ παράλληλα δεν συγκοινοποιήθηκε με αυτήν πληρεξούσιο ή εξουσιοδότηση προς την ως άνω υπάλληλο. Ότι ως εκ τούτου, ελλείψει έγκυρης καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, δεν υφίσταται η σχετική προϋπόθεση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Με το περιεχόμενο αυτό, ο κρινόμενος λόγος είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 167, 216, 217 και 226 επ. ΑΚ και συνακόλουθα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.



Από όλα δε τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα εξής : με την υπ’αριθμ. …- 12/6/2009 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» και των αιτουσών, της μεν πρώτης ως οφειλέτριας, της δε δεύτερης ως εγγυήτριας, η ως άνω δανείστρια τραπεζική εταιρεία χορήγησε στην πρώτη αιτούσα καταναλωτικό δάνειο ΑΤΕ SMART με σκοπό την αναχρηματοδότηση οφειλών ύψους 40.000 ευρώ, υπό τους ειδικότερους διαλαμβανόμενους σε αυτήν όρους και συμφωνίες. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 7 της σύμβασης ορίστηκε ότι σε περίπτωση που καθυστερείται η εξόφληση οποιοσδήποτε δόσης, η τράπεζα θα έχει το δικαίωμα μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την υπερημερία του οφειλέτη να καταγγείλει τη σύμβαση και να αναζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανείου, το οποίο συμφωνήθηκε ότι θα καθίσταται από την καταγγελία ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και θα επιβαρύνεται με επιτόκιο υπερημερίας. Στο πλαίσιο αυτό, λόγω υπερημερίας ως προς την εξόφληση των εν προκειμένω αναληφθεισών δανειακών υποχρεώσεων, η ως άνω δανείστρια τραπεζική εταιρεία με την από 7-10-2016 εξώδικη δήλωση – καταγγελία – πρόσκληση προέβη σε καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης. Η εν λόγω δε καταγγελία υπεγράφη από την …, αναφορικά με την οποία δεν προέκυψε ότι είχε εκπροσωπευτική εξουσία έναντι της δανείστριας τραπεζικής εταιρείας. Τελικά, κατόπιν αίτησης της καθ’ης, ενεργούσας ως διαχειρίστριας απαιτήσεων της εταιρείας «SUNRISE I ΝΡL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.», που είχε καταστεί ειδική διάδοχος του τελούντος υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Περαιτέρω, οι αιτούσες από την επίδοση της καταγγελίας δεν εναντιώθηκαν προς την δανείστρια τραπεζική εταιρεία ή την καθ’ης για το κύρος της καταγγελίας λόγω της αμφισβήτησής τους ως προς την ύπαρξη πληρεξουσιότητας του ως άνω φυσικού προσώπου, που υπέγραψε αυτήν (καταγγελία), αλλά αντιθέτως πρόβαλαν τον εν λόγω ισχυρισμό για πρώτη φορά με την ασκηθείσα ανακοπή τους κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Η υπαίτια αυτή βραδύτητα που υπέδειξαν οι αιτούσες στο να αποκρούσουν για το λόγο αυτό την επιδοθείσα σε αυτές εξώδικη καταγγελία έχει ως συνέπεια, κατά τα εκτεθέντα και στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ότι η εν λόγω καταγγελία δεν είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη (ανεξάρτητα δηλαδή από το εάν υφίσταται πράγματι η σχετική πληρεξουσιότητα ή όχι), αλλά ότι πρέπει να ερευνηθεί εάν υπάρχει το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο ή εάν έχει εγκριθεί η διενέργεια της καταγγελίας από την ως άνω υπάλληλό της. Ωστόσο η καθ’ης, που σημειωτέον φέρει και το βάρος απόδειξης του κύρους της καταγγελίας, δεν προσκόμισε έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η αντιπροσωπευτική εξουσία του ως άνω φυσικού προσώπου που υπέγραψε την καταγγελία, ήτοι ότι αυτό έδρασε είτε ως υποκατάστατο του διοικητικού συμβουλίου της δανείστριας τραπεζικής εταιρείας είτε ως εντολοδόχος τρίτος αυτής δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης, ενώ περαιτέρω δεν προέκυψε τυχόν μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας εκ μέρους είτε των νομίμων εκπροσώπων της δανείστριας τραπεζικής εταιρείας είτε της καθ’ης, επισημειωμένου ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η καθ’ης δεν παραστάθηκε με τον νόμιμο εκπρόσωπό της και δεν δήλωσε ότι εγκρίνει την εν λόγω καταγγελία. Κατ’ακολουθία, με την ως άνω από 7-10-2016 εξώδικη δήλωση της δανείστριας τραπεζικής εταιρείας δεν υπήρξε έγκυρη καταγγελία της ένδικης σύμβασης, γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν παρήχθησαν εξ αυτής έννομα αποτελέσματα, καθόσον δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός συμβατικός όρος που παρείχε στην δανείστρια το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τις αιτούσες ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του ανεξόφλητου δανείου, που επιδικάσθηκε διά της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ως εκ τούτου, αφού η καταγγελία της σύμβασης ήταν άκυρη, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (βλ. ad hoc ΕΑ 2768/2022 ΗΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο σημείο δε αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι προς απόκρουση του κρινόμενου λόγου ανακοπής η καθ’ης αναφέρει στο σημείωμά της μόνο ότι αυτός δεν ευσταθεί, διότι οι αιτούσες δεν πρόβαλαν τις αντιρρήσεις τους περί έλλειψης πληρεξουσιότητας χωρίς υπαίτια βραδύτητα, ήτοι χωρίς να επικαλείται περαιτέρω στοιχεία αποδεικτικά της τυχόν χορηγηθείσας ή εγκριθείσας πληρεξουσιότητας για τη διενέργεια της καταγγελίας από το ως άνω φυσικό πρόσωπο. Συνεπώς, πιθανολογείται η ευδοκίμηση του πρώτου λόγου της ασκηθείσας ανακοπής των αιτουσών κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, παρελκούσης μετά ταύτα ως άνευ αντικειμένου της διερεύνησης των λοιπών λόγων ανακοπής.

Κατ’ ακολουθία, πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση του πρώτου λόγου της ασκηθείσας ανακοπής των αιτουσών που αφορά την προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. ./2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι τυχόν εκτέλεση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στις αιτούσες, αφού δυνάμει αυτής, ως εκτελεστού τίτλου, έχει κατασχεθεί ακίνητο ιδιοκτησίας τους και δη η υπό στοιχεία Α1 οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, κείμενη στο Δήμο Αθηναίων, στη θέση «Παγκράτι» ή «Σκοποβολή» και επί της διασταύρωσης των οδών … (πρώην ..), αναφορικά με την οποία επισπεύδεται από την καθ’ης στις 25-9-2024 αναγκαστικός πλειστηριασμός (βλ. υπ’αριθμ. ./2024 σχετική έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .), διαδικασία που θέτει υπό διακινδύνευση τα οικονομικά συμφέροντα των αιτουσών και συνακόλουθα θεμελιώνει περίπτωση χορήγησης της αιτηθείσας αναστολής. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και συνακόλουθα να ανασταλεί προσωρινά ως προς τις αιτούσες η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και δη μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 19-5-2022 και με γενικό και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2022 και ./2022 αντίστοιχα ανακοπής των απουσών κατά της καθ’ης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναφορικά με την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η αίτηση πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος της, σε βάρος των απουσών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 84 παρ. 2 του ν. 4194/2013 («Κώδικας περί Δικηγόρων») και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

– ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων μερών.

– ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την κρινόμενη αίτηση.

– ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ προσωρινά ως προς τις αιτούσες την εκτέλεση της υπ’ αριθμ. ./2022 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δη μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 19-5-2022 και με γενικό και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2022 και ./2022 αντίστοιχα ανακοπής των απουσών κατά της καθ’ης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

– ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των απουσών τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η αίτηση, που ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

– ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 23-9-2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ