«Ο ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας στην ενδυνάμωση της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας (1974-2024)», αποτέλεσε το θέμα της ομιλίας του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) στην ημερίδα που διοργάνωσαν την 1η Νοεμβρίου 2024 η Προεδρία της Δημοκρατίας και η Βουλή των Ελλήνων, με θέμα «Ενδυναμώνοντας τη Δημοκρατία. 50 χρόνια από την ελληνική επανεπικύρωση της ΕΣΔΑ και 75 χρόνια από την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης».

Στην ομιλία του κατά την εκδήλωση, η οποία πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Γερουσίας της Βουλής, ο πρόεδρος του ΣτΕ ανέφερε τα εξής: «Το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως κάθε πολίτευμα, είναι σύστημα εξουσίας, η θεμελιώδης όμως διαφορά του, έναντι των άλλων πολιτευμάτων, έγκειται στο ότι βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική αντίθεση με την εξουσία, διότι ενεργεί ανασταλτικά στη σύμφυτη τάση της να καθίσταται αυθαίρετη. Η τήρηση του Συντάγματος εκ μέρους των οργάνων του κράτους συναρτάται με τη λειτουργία θεσμών αμοιβαίου ελέγχου και περιορισμού τους, τούτο δε προϋποθέτει την κατανομή άσκησης της κρατικής εξουσίας σε διάφορα όργανα σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η οποία διαθέτει, εκτός από τη δημοκρατική της διάσταση, ένα πολιτικά φιλελεύθερο (δικαιοκρατικό) περιεχόμενο, το οποίο εκδηλώνεται κυρίως με την μορφή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης Η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας αποτελεί συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού και της ελληνικής συνταγματικής παράδοσης, έχει δε ως πηγή τη διδασκαλία του Μοντεσκιέ.


Ο δικαστής νομιμοποιείται ευθέως από το Σύνταγμα να κρίνει τη συνταγματικότητα και να ερμηνεύει τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι θεσπίζονται από τη Βουλή που εκφράζει, στην συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, τη λαϊκή θέληση. Ευθεία νομιμοποίηση από το Σύνταγμα αντλεί ο δικαστής και όταν οι κανόνες δικαίου τυγχάνουν ευρύτατης αποδοχής ή αποδοκιμασίας εκ μέρους της πλειοψηφίας του λαού. Η νομιμοποίηση του δικαστή δεν εμπεριέχει κατ’ανάγκη το στοιχείο της συναίνεσης των αποφάσεών του εκ μέρους του λαού, δηλαδή δεν λειτουργεί η ουσιαστική νομιμοποίηση, όπως στην περίπτωση της βουλής και της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα δικαιώματα των μειονοτήτων, όπου ο δικαστής δεν νοείται να αποδεχθεί τη θέληση ή τις πιέσεις της πλειοψηφίας κατά την ερμηνεία των σχετικών κανόνων, διότι δεν είναι υπόλογος απέναντι στη λαϊκή πλειοψηφία, αφού κάτι τέτοιο θα αναιρούσε τον συνταγματικό του ρόλο και θα άφηνε απροστάτευτο ένα μέρος της κοινωνίας. Ο δικαστής οφείλει να προσβλέπει στην ορθότητα της δικανικής κρίσης και όχι σε λαοφιλή απήχησή της στην κοινή γνώμη. Μοχθεί για να ορθοτομεί. Όχι για να γίνεται αρεστός σε δεδομένο ακροατήριο, είτε στους κυβερνώντες είτε στο πλήθος. Από την άλλη ο δικαστής δεν απονέμει δικαιοσύνη εν κενώ στο πλαίσιο ενός κλειστού, πολιτικά παθητικού και ουδέτερου συστήματος, αλλά ασκεί το συνταγματικό του καθήκον σε ένα ανοιχτό πολιτικό σύστημα, στο οποίο οι ηθικές και πολιτικές αξίες μεταβάλλονται, αυτή δε τη δυναμική οφείλει να συλλαμβάνει και να αποτυπώνει κατά την επίλυση των διαφορών. Άλλωστε η δημοκρατία δεν είναι μόνο το κράτος της πλειοψηφίας, είναι επίσης το κράτος θεμελιωδών αξιών τις οποίες ούτε η πλειοψηφία μπορεί να θίξει.


Το Σύνταγμα καθιερώνει αρχές οι οποίες καθιστούν στους πολίτες διαφανή την άσκηση της ανατεθειμένης στα δικαστήρια πολιτειακής εξουσίας. Οι αρχές αυτές είναι της δημοσιότητας, της αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων και της υποχρεωτικής δημοσίευσης της γνώμης της μειοψηφίας, οι οποίες νομιμοποιούν την άσκηση της κρατικής εξουσίας, κατά το μέρος που ανατίθεται στα δικαστήρια, απέναντι στην κοινωνία και τον πολίτη. Οι δικαστικές αποφάσεις, ως πολιτειακές πράξεις, δεν επιβάλλονται έχοντας ως αποκλειστική βάση την εξουσιαστική ισχύ του κράτους, ως καταναγκαστικού μηχανισμού, αλλά στηρίζονται σε δικαιικό λόγο, ο οποίος αποτυπώνεται στη δικαστική απόφαση, με τη δημόσια συμμετοχή των διαδίκων ενώπιον ακροατηρίου, που είναι νομικά θεμελιωμένος.


Το Συμβούλιο της Επικρατείας στα πενήντα χρόνια της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας εξέδωσε σημαντικές αποφάσεις που συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του δημοκρατικού πολιτεύματος και τη διατήρηση της χώρας στους κόλπους της φιλελεύθερης και δημοκρατικής ευρώπης. Τρεις είναι οι ιστορικές φάσεις που ξεχωρίζουν στη διαδρομή αυτή: η φάση της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, η φάση του εκσυγχρονισμού και η φάση της οικονομικής και πανδημικής κρίσης.
Για την πρώτη φάση αξιομνημόνευτη είναι η απόφαση της Ολομέλειας 3700/1974 που παρείχε ευρύτατα περιθώρια στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ειδικότερα έκρινε ότι η κατά την 24.7.1974 σχηματισθείσα πολιτική Κυβέρνηση, μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος της 21.4.1967, ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας κατόπιν ομόφωνης απόφασης του πολιτικού κόσμου και των ενόπλων δυνάμεων και άσκησε την εξουσία υπό την καθολική συναίνεση του Λαού, προς τον σκοπό της αντιμετώπισης των εξωτερικών κινδύνων και της ταχείας αποκατάστασης της δημοκρατικής συνταγματικής τάξεως. Υπό τις εξαιρετικές αυτές συνθήκες η κυβέρνηση είχε εκ καταγωγής την εξουσία όπως μέχρι τη σύγκληση της βουλής θεσπίζει κανόνες δικαίου απλής ή και αυξημένης τυπικής ισχύος, περιβληθείσα πρωτογενή συντακτική εξουσία για την άσκηση της οποίας μπορούσε να εκδίδει χωρίς νομικό περιορισμό συντακτικές πράξεις, προς ρύθμιση των αναφυομένων ζητημάτων. Η έκδοση των συντακτικών πράξεων ανάγεται στην πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης μη υποκειμένης στον δικαστικό έλεγχο.


Η δεύτερη φάση του θεσμικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού αρχίζει από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και φθάνει έως την πρώτη δεκαετία του 2000 δηλαδή τις παραμονές της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας διαμόρφωσε πλούσια νομολογία για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος δικαίου η οποία από τη δεκαετία του ‘90 εμπλουτίζεται σημαντικά από τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ που ενισχύουν τους ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς του Δικαστηρίου. Την ίδια περίοδο το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέδωσε αποφάσεις που δεν ήταν δημοφιλείς στο πολιτικό σύστημα και την κοινή γνώμη, μεταξύ των οποίων οι αποφάσεις της Ολομέλειας για την μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Αντιδημοφιλείς επίσης ήταν αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στο πεδίο του περιβαλλοντικού δικαίου ( αντισυνταγματικότητα νομιμοποίησης αυθαίρετων κτισμάτων καθώς και μεταφοράς συντελεστή δόμησης), καθότι θέτουν περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία και την ιδιοκτησία με σκοπό τον ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και την βιώσιμη ανάπτυξη.


Η τρίτη φάση αρχίζει το 2009-2010 και φθάνει έως το 2021 κατά την οποία η χώρα διέρχεται βαθιά οικονομική κρίση και στη συνέχεια υφίσταται τις συνέπειες της πανδημίας. Η απόφαση της Ολομέλειας 668/2012 δέχθηκε τη συνταγματικότητα του «Memorandum of Understanding» («Μνημόνιο Συνεννόησης»). Στο κείμενο αυτό περιελήφθησαν τα μέτρα τριετούς προγράμματος, που είχε καταρτισθεί από τις ελληνικές αρχές μετά από συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η θεσπισθείσα με τους ν. 3833/2010 και 3845/2010 περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Τα μέτρα δε αυτά, λόγω της φύσεώς τους, συμβάλλουν αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Η ιστορική αυτή απόφαση δέχθηκε τις αρνητικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης, πολιτικών κομμάτων και μερίδας της επιστημονικής κοινότητας αλλά συνέβαλε αποφασιστικά στην παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και γενικότερα στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια.
Κατά την εξεταζόμενη περίοδο το Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές νομοθετικές ρυθμίσεις όταν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως η σώρευση επιβαρύνσεων κατά των ίδιων θιγόμενων ομάδων λόγω επιβολής αλλεπάλληλων μέτρων ή η προσβολή δικαιωμάτων σχετικών με την παροχή υπηρεσιών ζωτικής σημασία ( π.χ. νερό), διατηρώντας έτσι μια ισορροπία προς όφελος της κοινωνικής ειρήνης και ευρυθμίας.


Στην περίοδο της πανδημίας αυτοπεριοριστική ήταν η στάση του Δικαστηρίου όσον αφορά τα μέτρα της κυβέρνησης για την προστασία της δημόσιας υγείας και τα μέτρα που λαμβάνονταν για την αντιμετώπιση της μεταδοτικότητας του covid 19. Χαρακτηριστικές είναι οι αποφάσεις για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων σε δομές υγείας, για την τετραήμερη απαγόρευση δημοσίων συναθροίσεων, για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υπαλλήλων των ειδικών μονάδων της πυροσβεστικής, για την απαγόρευση συναθροίσεων σε θρησκευτικούς χώρους λατρείας κλπ. Με τη στάση αυτή το Δικαστήριο συνέβαλε στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας αναγνωρίζοντας την κύρια ευθύνη του νομοθέτη, ως πολιτικά υπόλογου, για την άσκηση αρμοδιοτήτων με προεχόντως τεχνικό και διαχειριστικό χαρακτήρα.


Η ισορροπία του πολιτεύματος επιβάλλει ο δικαστής να κινείται εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του, να μην υποκαθιστά τον νομοθέτη, αλλά να ελέγχει τις επιλογές του όχι ως προς την ουσιαστική τους ορθότητα παρά μόνον για τυχόν αντίθεσή τους προς το Σύνταγμα προσεγγίζοντας τους κανόνες του με μεθοδολογική συνέπεια. Η ερμηνεία του Συντάγματος υπόκειται σε κανόνες, οφείλει να κινείται εντός ορίων, να εμπνέεται από αρχές και δεν εξαρτάται από τις υποκειμενικές προτιμήσεις του ερμηνευτή ούτε είναι δυνατό να διαφοροποιείται ανάλογα με περιστασιακές επιδιώξεις των κρατούντων ή των ερμηνευτών του. Ο δικαστής κινείται σε πεδίο λεπτών ισορροπιών και η κρίση του διαμορφώνεται με βάση νομικά εργαλεία λαμβανομένης υπόψη, κατά την εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών και γενικών αρχών, της σύγχρονης κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας δεδομένου ότι η δικαστική κρίση δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι αξιολογικά ουδέτερη ενόψει των σταθμίσεων που εμπεριέχει, οι οποίες προϋποθέτουν, ως ένα σημείο τουλάχιστον, κοινωνικές και πολιτικές εκτιμήσεις.


Στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα στα οποία η κοινοβουλευτική πλειοψηφία συμπίπτει με την κυβερνητική βούληση, η δικαστική λειτουργία συνιστά την μείζονα εγγύηση του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων μας».

Πηγή: www.adjustice.gr