H υποχρέωση εμβολιασμού αφορά το πάσης φύσεως προσωπικό που απασχολείται στις δομές υγείας (ιατρικό, παραϊατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό και υποστηρικτικό). Λήξη ισχύος παρ.8 άρθρου 206 Ν.4820/2021. Ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης, παρά την ανάκληση της προσβαλλομένης πράξεως. Αρχική επαναξιολόγηση του μέτρου, κατ’ άρθρο 206 παρ.8 Ν.4820/2021, έως τις 31-10-2021. Η διατήρηση του μέτρου της αναστολής καθηκόντων της αιτούσας, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων: α) 94 Ν. 4850/2021, β) 1 παρ. 2 Ν. 4876/2021 και γ) δευτέρου παρ. 2 Ν.4917/2022, με τις οποίες ορίσθηκε ότι παρατείνεται η επαναξιολόγηση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας έως την 31η.12.2021, 31η.3.2022 και έως την 31η.12.2022, αντίστοιχα, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας (Αποφάσεις ΟλΣτε 1684/2022 και ΣτΕ 2332/2022). Κατά τον χρόνο δημοσίευσης των ως άνω νόμων, παρότι είχε παρέλθει σημαντικό κατά τις περιστάσεις χρονικό διάστημα από την θέσπιση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, δεν είχε διενεργηθεί επαναξιολόγηση του μέτρου και, συνεπώς, δεν προκύπτει πλέον η αναγκαιότητα και η προσφορότητα της διατήρησής του, δεδομένο που καθιστά μη νόμιμη τη διατήρηση του ειδικού διοικητικού μέτρου της αναστολής καθηκόντων των αιτούντων λόγω του μη εμβολιασμού τους ήδη από 1.11.2021. Το δικαίωμα σε προηγούμενη ενημέρωση και στην παροχή συναίνεσης δεν είναι απόλυτο, αλλά υποχωρεί όταν επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνιστάμενους, μεταξύ άλλων, στην προστασία της δημόσιας υγείας, εφόσον τούτο προβλέπεται από τον νόμο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Μη παραβίαση δικαιώματος στην ισότητα, κατ’ άρθρο 4 παρ.1 Σ. Μη παραβίαση δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, κατ’ άρθρο 20 παρ.2 Σ και άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2690/1999. Μη παραβίαση άρθρου 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Η επιβολή του μέτρου της αναστολής καθηκόντων δεν έχει κυρωτικό χαρακτήρα, ούτε και αντίκειται στις διατάξεις του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και του Ν. 3528/2007. Το μέτρο της αναστολής καθηκόντων χωρίς καταβολή αποδοχών, προβλέπεται από τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 206 Ν. 4820/2021, οι οποίες υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης, όπως είναι αυτές του άρθρου 104 Υ.Κ. ΓΚΠΔ: Η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν αποτελεί την μοναδική νομική βάση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας τους, ακόμη και όταν αυτή αφορά σε δεδομένα υγείας. Τα ειδικά αυτά δεδομένα μπορούν να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όταν τούτο είναι απαραίτητο, όπως για σκοπό δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας. Καταργεί τη δίκη κατά το μέρος που αφορά στην αναστολή των καθηκόντων της αιτούσας για το χρονικό διάστημα 11.11.2022 έως 31.12.2022, οπόταν επανήλθε στην εργασία της, λόγω νόσησης. Δεκτή εν μέρει η αίτηση, κατά το μη καταργούμενο μέρος από 1.11.2021 έως 10.11.2022. Δείτε αναλυτικά την απόφαση ( 252/2024) του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά η οποία δημοσιεύεται επιμελεία των δικηγόρων Αθηνών Νικολάου Ι. Καραβέλου και Μαρίας Δ. Αρδαβάνη:

Αριθμός Απόφασης: Α252/2024

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τμήμα Α1 ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Σεπτεμβρίου 2023 με δικαστές τους Γεωργία Ρεξίνη, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ, Ασημίνα Νικολακοπούλου και Νικούλα Μαρούλη, Εφέτες Δ.Δ., και γραμματέα τον Άγγελο Ανδρεαδάκη, δικαστικό υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την αίτηση ακύρωσης και αναστολής με ημερομηνία κατάθεσης 27.10.2021 (ΑΚ …)

τ η ς …, κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με το δικηγόρο Νικόλαο Καράβελο, που τον διόρισε στο ακροατήριο

κ α τ ά :

του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ-ΤΖΑΝΕΙΟ», το οποίο εδρεύει στον Πειραιά (επί των οδών Ζαννή και Αφεντούλη) και παραστάθηκε με τη δικηγόρο Ελένη Ποτήρη που την διόρισε με απόφαση το Διοικητικό Συμβούλιο του Νοσοκομείου, και η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 ν.4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της

Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η ακύρωση της: α. …/1.9.2021 αποφάσεως του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ» και β. της …/1.9.2021 πράξεως της Διευθύντριας του καθού Νοσοκομείου.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως, από την Εισηγήτρια, Νικούλα Μαρούλη, Εφέτη Δ.Δ.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και επικαλέσθηκε ειδικό έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφτηκε κατά το νόμο

  1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής … και το οικείο από 26.10.2021 αποδεικτικό εξοφλήσεως),
  2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα (μόνιμη υπάλληλος του καθού Νοσοκομείου, ειδικότητας ΠΕ Βιολόγων), επιδιώκει την ακύρωση: α. της …/1.9.2021 αποφάσεως του Διοικητή του καθού Νοσοκομείου, καθό μέρος την αφορά και β. της …/1.9.2021 πράξεως της Διευθύντριας του καθού με θέμα «Ενημέρωση για την αναστολή καθηκόντων». Ειδικότερα, με την προαναφερόμενη απόφαση του Διοικητή (α΄ προσβαλλόμενη) αποφασίσθηκε η θέση της αιτούσας σε αναστολή καθηκόντων από 1.9.2021 για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 206 παρ. 6 υποπαρ. α και β του ν. 4820/2021. Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση αναφέρεται ότι κατά το χρόνο αναστολής των καθηκόντων, ο οποίος δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας, δεν καταβάλλονται αποδοχές, καθώς και ότι με τη συμπλήρωση 14 ημερών από την ολοκλήρωση του εμβολιασμού, η αναστολή αίρεται με όμοια απόφαση. Εξάλλου, με το 294/1.9.2021 έγγραφο της Διευθύντριας του καθού με θέμα «Ενημέρωση για την αναστολή καθηκόντων» (β΄ προσβαλλόμενη), η αιτούσα ενημερώθηκε για το περιεχόμενο της προαναφερόμενης 243/2021 απόφασης του Διοικητή του καθού. Ειδικότερα, στο ως άνω έγγραφο αναφέρονται τα εξής: «Σε συνέχεια και κατ΄ εφαρμογή της ανωτέρω υπ΄αριθμ. …/1.9.2021 απόφασης του Διοικητή, σας ενημερώνουμε ότι έχετε τεθεί σε αναστολή καθηκόντων από 1.9.2021, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4820/2021 (ΦΕΚ 130/Α/23-7-21) άρθρο 206 παρ. 6 υποπαρ. α,β. Σας ενημερώνουμε ότι ο χρόνος αναστολής δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και δεν καταβάλλονται αποδοχές, για το αντίστοιχο διάστημα. Η αναστολή αίρεται με όμοια απόφαση, μετά τη συμπλήρωση δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ολοκλήρωση του εμβολιασμού».
  3. Επειδή, η αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπό β´ προσβαλλόμενης πράξης ασκείται απαραδέκτως, διότι η πράξη αυτή στερείται εκτελεστότητας, ως έχουσα ενημερωτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, ως προς την ανωτέρω πράξη, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (πρβλ. ΣτΕ 2773/2022, 3726/2010, 2219/1993 Ολ. κ.α).
  4. Επειδή, στο άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 ορίζεται ότι: «Καταργείται … η δίκη αν μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιονδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης». Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, προς αποτροπή της διεξαγωγής άσκοπων δικών, ο δικονομικός κανόνας της κατάργησης της δίκης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη έπαυσε να ισχύει μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Δεδομένου, όμως, ότι στις περιπτώσεις αυτές, η προσβαλλόμενη πράξη παύει να ισχύει για το μέλλον, μη ανατραπείσα εξ υπαρχής, με την ανωτέρω διάταξη προβλέπεται, περαιτέρω, ότι οι τυχόν βλαπτικές για τον αιτούντα δυσμενείς διοικητικής φύσεως συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά τον χρόνο ισχύος της πράξης και διατηρούνται μετά την παύση της ισχύος της, μη δυνάμενες να αρθούν παρά μόνο με την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, συνιστούν λόγο συνέχισης της δίκης, εάν ο αιτών τις επικαλεσθεί και τις αποδείξει, προκειμένου να επιτύχει, με την ακύρωση της πράξης, την άρση των εν λόγω συνεπειών (Σ.τ.Ε. 22/2024, 1904/2021, 665/2021 Ολομ., 1295/2020, 1075/2019 επταμ., 2815/2018, 1046/2018, 2049/2017 κ.ά.).
  5. Επειδή, από 1.1.2023 έπαυσε η ισχύς της παρ. 8 του άρθρου 206 του ν.4820/2021, περί επαναξιολόγησης της υποχρεωτικότητας εμβολιασμού, που είχε παραταθεί με τις διατάξεις του άρθρου 94 του ν. 4850/2021, του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 4876/2021 και του άρθρου δεύτερου παρ. 2 του ν. 4917/2022, έως την 31η.12.2022. Ωστόσο, παρά τη λήξη ισχύος, κατά τα ανωτέρω, της προσβαλλόμενης πράξεως, η αιτούσα έχει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 32π.δ. 18/1989 για το χρονικό διάστημα από 1.9.2021 έως 10.11.2022. Και τούτο διότι, όπως προβλήθηκε στο ακροατήριο και αναπτύσσεται με το υπόμνημα που κατέθεσε η αιτούσα εντός της χορηγηθείσης από το Δικαστήριο προθεσμίας, η προσβαλλόμενη πράξη εξακολουθεί να καταλείπει στην αιτούσα δυσμενή συνέπεια, από την άποψη της βαθμολογικής και μισθολογικής της εξέλιξης, καθόσον σύμφωνα με την περ. α΄ της παρ. 6 του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 ο χρόνος αναστολής άσκησης των καθηκόντων της δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας (ΣτΕ 2489/2022). Περαιτέρω, όμως, όσον αφορά στο χρονικό διάστημα από 11.11.2022 έως 31.12.2022συντρέχει λόγος κατάργησης της δίκης, καθώς μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως ήρθη η δυσμενής για την αιτούσα συνέπεια με την …/14.11.2022 απόφαση του Διοικητή του καθού Νοσοκομείου, με την οποία αποφασίσθηκε η άρση του επίδικου ειδικού διοικητικού μέτρου της αναστολής καθηκόντων λόγω νόσησης της αιτούσας για χρονικό διάστημα 6 μηνών από τη νόσηση.
  6. Επειδή, στο άρθρο 206 υπό τον τίτλο «Υποχρεωτικότητα εμβολιασμού», του ν.4820/2021 «Οργανικός Νόμος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και άλλες ρυθμίσεις» (Α΄ 130/23.7.2021), κατ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, ορίζονται τα εξής: «1α. … 2. Για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, εμβολιάζεται υποχρεωτικά κατά του κορωνοϊού COVID-19 όλο το προσωπικό (ιατρικό, παραϊατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό και υποστηρικτικό) σε ιδιωτικές, δημόσιες και δημοτικές δομές υγείας (διαγνωστικά κέντρα, κέντρα αποκατάστασης, κλινικές, νοσοκομεία, δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, μονάδες νοσηλείας, Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας και Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας). 3. Ως προσωπικό των δομών των παρ. 1 και 2 νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο που παρέχει προς τον φορέα λειτουργίας τους υπηρεσίες ή εκτελεί έργο με επαχθή αιτία ή εθελοντικά με φυσική παρουσία εντός των δομών αυτών, καθώς και κάθε φυσικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες, με φυσική παρουσία εντός των ίδιων δομών, σε νομικό πρόσωπο, με το οποίο είναι συμβεβλημένος ο φορέας λειτουργίας των δομών. 4. Δεν υπέχουν την υποχρέωση των παρ. 1 και 2 όσοι έχουν νοσήσει και για διάστημα έξι (6) μηνών από τη νόσηση και όσοι έχουν αποδεδειγμένους λόγους υγείας που εμποδίζουν τη διενέργεια του εμβολίου. Οι λόγοι υγείας του πρώτου εδαφίου, στη βάση ειδικής λίστας εξαιρέσεων που προσδιορίζει η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, εγκρίνονται από τριμελείς επιτροπές ανά υγειονομική περιφέρεια, οι οποίες αποτελούνται από ιατρούς του Εθνικού Συστήματος Υγείας και πανεπιστημιακούς ιατρούς. Ειδικώς τα άτομα με αναπηρία που αδυνατούν να υποβληθούν στη διαδικασία του εμβολιασμού για αντικειμενικούς λόγους, που σχετίζεται με την πραγματική τους κατάσταση, ως συνέπεια των παθήσεών τους, όπως οι βαριές περιπτώσεις αυτισμού και επιληψίας, δύνανται να εξαιρούνται από την υποχρέωση εμβολιασμού, με αιτιολογημένη εισήγηση του θεράποντος ιατρού τους και κατόπιν έγκρισης από τις επιτροπές του δεύτερου εδαφίου. 5. Για την εφαρμογή των παρ. 1 και 2 απαιτείται η επίδειξη Ψηφιακού Πιστοποιητικού COVID- 19 της Ε.Ε. (EU Digital COVID Certificate EUDCC) του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/953 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2021 και του άρθρου πρώτου της από 30.5.2021 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α87), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4806/2021 (Α95) με πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του φυσικού προσώπου-κατόχου του όσον αφορά στον εμβολιασμό ή στη νόσηση από τον κορωνοϊό COVID-19, ή βεβαίωσης εμβολιασμού της παρ. 5 του άρθρου 55 του ν. 4764/2020 (Α256), ή βεβαίωσης θετικού διαγνωστικού ελέγχου της παρ. 1 του άρθρου 5 της υπαρ. 2650/10.4.2020 (Β 1298) κοινής απόφασης των Υπουργών Υγείας και Επικρατείας, ή ισοδύναμου πιστοποιητικού ή βεβαίωσης τρίτης χώρας. Το πιστοποιητικό ή η βεβαίωση του πρώτου εδαφίου ελέγχεται από τον εργοδότη ή τον υπεύθυνο της μονάδας μέσω της ειδικής ηλεκτρονικής εφαρμογής της παρ. 1α του άρθρου 33 του ν. 4816/2021 (Α118), τηρουμένων και των λοιπών διατάξεων του ανωτέρω άρθρου. 6. Ο εκάστοτε εργοδότης ή υπεύθυνος μονάδας οφείλει να ενημερώνει τους εργαζόμενους με κάθε πρόσφορο μέσο για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν άρθρο. ... Στην περίπτωση της παρ. 2, το υπόχρεο προσωπικό πρέπει να έχει λάβει την πρώτη ή τη μοναδική δόση έως την 1η Σεπτεμβρίου 2021, με εξαίρεση τους φοιτητές και σπουδαστές που πρέπει να έχουν λάβει την πρώτη ή τη μοναδική δόση έως την 30ή Σεπτεμβρίου, η δε ολοκλήρωση του εμβολιαστικού κύκλου πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και στον προβλεπόμενο χρόνο. Στην περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής, επέρχονται οι ακόλουθες συνέπειες: α) Ειδικώς στην περίπτωση εργαζομένων σε φορείς του δημοσίου τομέα, υπό την έννοια της περ. (α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α 143), που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος, με απόφαση του επικεφαλής του φορέα επιβάλλεται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, το ειδικό διοικητικό μέτρο της αναστολής καθηκόντων για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Κατά τον χρόνο αναστολής καθηκόντων, ο οποίος δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, δεν καταβάλλονται αποδοχές. Με την πραγματοποίηση της πρώτης ή της μοναδικής δόσης η αναστολή αίρεται με όμοια απόφαση του φορέα, υπό την προϋπόθεση της ολοκλήρωσης του εμβολιαστικού κύκλου, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και στον προβλεπόμενο χρόνο [παρ. 6 περ. α΄, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 67 του ν. 4886/2022 (Α΄ 12/24.1.2022), η οποία, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου, ισχύει αναδρομικά από την ημερομηνία επιβολής του ειδικού διοικητικού μέτρου της αναστολής άσκησης καθηκόντων σε κάθε εργαζόμενο]. Στους εργαζόμενους, στους οποίους έχει επιβληθεί το μέτρο της αναστολής άσκησης καθηκόντων και μέχρι την άρση αυτού δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιασδήποτε υπηρεσιακής μεταβολής, η άσκηση ή η χορήγηση άδειας για την άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή, καθώς και η χορήγηση πάσης φύσεως αδειών. Στους εργαζόμενους αυτούς, για το χρονικό διάστημα που τελούν σε αναστολή, ισχύουν οι περιορισμοί και τα ασυμβίβαστα σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. 7.α) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Εσωτερικών, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, δύνανται να εξειδικεύονται και να επεκτείνονται οι κατηγορίες των προσώπων που υποχρεούνται σε εμβολιασμό, να καθορίζονται η διαδικασία και ο χρόνος διενέργειας του εμβολιασμού, καθώς και τυχόν προτεραιοποίηση, η παρακολούθηση και ο τρόπος ελέγχου της συμμόρφωσης με την υποχρέωση, οι ειδικότεροι όροι προστασίας των προσωπικών δεδομένων και προβλέπεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος. Με την ίδια ή όμοια απόφαση δύνανται να εξειδικεύονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις, να καθορίζονται οι αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή του παρόντος και τα αρμόδια όργανα ελέγχου και επιβολής κυρώσεων, η διαδικασία ελέγχων και βεβαίωσης των παραβάσεων, η διαδικασία και ο τρόπος επιβολής κυρώσεων, βεβαίωσης και είσπραξης διοικητικών προστίμων, ο τρόπος, ο χρόνος και οι συνέπειες άρσης των κυρώσεων και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος. β) Με απόφαση του Υπουργού Υγείας εξειδικεύονται οι περιπτώσεις και η διαδικασία απαλλαγής από την υποχρέωση εμβολιασμού για ιατρικούς λόγους και καθορίζονται άλλες αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρ. 4. 8. Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου επαναξιολογείται έως τις 31.10.2021». Στην συνέχεια, με το άρθρο 94 του ν. 4850/2021 (Α΄ 208/5-11-2021) προβλέφθηκε ότι η ανωτέρω παρ. 8 του άρθρου 206 του ν.4820/2021 περί επαναξιολόγησης της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού covid-19, για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, τροποποιείται, ως προς την ημερομηνία της επαναξιολόγησης, και η παρ. 8 του άρθρου 206 διαμορφώθηκε ως εξής: «8. Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου επαναξιολογείται έως την 31η.12.2021». Ακολούθησε ο ν. 4876/2021 (Α΄ 251/23-12-2021), στο άρθρο 1 παρ. 2 του οποίου ορίστηκε ότι «Η ισχύς της παρ. 8 του άρθρου 206 του ν. 4820/2021, περί επαναξιολόγησης της υποχρεωτικότητας εμβολιασμού, παρατείνεται έως την 31η.3.2022». Τέλος, ο ν.4917/2022 (Α΄ 67/31.3.2022) προέβλεψε στο άρθρο δεύτερο παρ. 2 ότι «Η ισχύς της παρ. 8 του άρθρου 206 του ν.4820/2021, περί επαναξιολόγησης της υποχρεωτικότητας εμβολιασμού, παρατείνεται έως την 31η.12.2022». Εξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 206 παρ. 7 περ. β΄ του ανωτέρω ν. 4820/2021, εκδόθηκε η Δ1α/Γ.Π.οικ. 50933/13.8.2021 απόφαση του Υπουργού Υγείας και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας (Β΄ 3794/13.8.2021) σχετικά με τη διαδικασία και τους λόγους απαλλαγής από την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 αυτής ορίζεται ότι: «Η παρούσα εφαρμόζεται σε όλα τα φυσικά πρόσωπα που υπόκεινται σε υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά τους ορισμούς του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 (Α΄ 130), ως προς τα οποία συντρέχουν οι περιοριστικά προβλεπόμενοι λόγοι εξαίρεσης από τον εμβολιασμό, του άρθρου 2 αυτής» και στο άρθρο 2 ότι: «1. Εξαιρούνται από την εφαρμογή του υποχρεωτικού μέτρου του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού COVID-19 τα φυσικά πρόσωπα, ως προς τα οποία συντρέχουν οι ακόλουθοι λόγοι: α)… β) … γ) … δ) …ε) … 3. … 4. Αρμόδιες για τη λήψη της απόφασης απαλλαγής από την υποχρεωτικότητα διενέργειας εμβολιασμού είναι τριμελείς υγειονομικές επιτροπές ανά υγειονομική περιφέρεια, που συνιστώνται με απόφαση των διοικητών τους … οι οποίες αποτελούνται από ιατρούς του Εθνικού Συστήματος Υγείας και πανεπιστημιακούς ιατρούς με τους αναπληρωτές τους. Οι υγειονομικές επιτροπές δύνανται, κατά την κρίση τους, να ζητούν και να λαμβάνουν υπόψη τους γνώμη αρμόδιου κατά ειδικότητα ιατρού, εφόσον δεν μετέχει ήδη στη συγκρότηση της επιτροπής, ιατρός αντίστοιχης ειδικότητας. 5. Προς τις επιτροπές αυτές διαβιβάζονται, σύμφωνα με την τοπική τους αρμοδιότητα ανά υγειονομική περιφέρεια, οι αιτήσεις εξαίρεσης από την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού αποκλειστικά μέσω του αρμόδιου προϊσταμένου προσωπικού του αντίστοιχου δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα απασχόλησης που υπάγεται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 206 του ν. 4820/2021.…».Ακόμη κατ’ εξουσιοδότηση του αυτού ως άνω άρθρου 206 παρ. 7 περ. α΄, εκδόθηκε η Δ1α/ΓΠ.οικ.52796/27.8.2021 κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Εσωτερικών και Επικρατείας (Β΄ 3959), σχετικά με την παρακολούθηση και τον τρόπο ελέγχου της συμμόρφωσης με την υποχρέωση εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού COVID-19, οι διατάξεις της οποίας εφαρμόζονται για όλα τα φυσικά πρόσωπα που υπόκεινται σε υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά τους ορισμούς του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 και της κείμενης νομοθεσίας, καθώς και για όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές δομές που έχουν την υποχρέωση ελέγχου συμμόρφωσης της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού (άρθρο 1 παρ.1).
  7. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί με την 1684/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού του εν γένει προσωπικού των δομών υγείας επιδιώκει σκοπό συνταγματικής τάξεως, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της δημόσιας υγείας, για την επίτευξη του οποίου ο νομοθέτης έχει λάβει υπόψη τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της θέσπισής του έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα. Επομένως, το μέτρο τούτο δικαιολογεί τον περιορισμό που επιβάλλεται στα δικαιώματα ιατρικού αυτοκαθορισμού, αυτονομίας και ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του προσωπικού των δομών υγείας. Περαιτέρω, ο περιορισμός αυτός προβλέπεται από ειδικές διατάξεις νόμου (άρθρο 206 του ν. 4820/2021), οι οποίες ορίζουν, συγχρόνως, ότι εξαιρούνται από το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού όσοι έχουν νοσήσει και για διάστημα έξι (6) μηνών από τη νόσηση, καθώς και όσοι έχουν αποδεδειγμένους λόγους υγείας που εμποδίζουν τη διενέργεια του εμβολίου (άρθρο 206 παρ. 4 του ν. 4820/2021), προβλέπονται δε και διαδικασία και αναλυτικοί λόγοι εξαίρεσης από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό (βλ. άρθρο 2 της Δ1α/Γ.Π.οικ. 50933/13.8.2021 απόφαση του Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, ΦΕΚ Β΄ 3794/13.8.2021). Η δε χρήση ηπιότερων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως η υποχρεωτική χρήση μάσκας και η συχνή διενέργεια διαγνωστικών ελέγχων, ενόψει του χώρου εργασίας και της φύσεως των καθηκόντων του απασχολούμενου στις δομές υγείας προσωπικού, που επιβάλλει τη συχνή επαφή του με ασθενείς, που αποτελούν ιδιαιτέρως ευπαθή ομάδα, δεν αποτελεί κατά την κρίση του νομοθέτη επαρκές μέτρο για την ανάσχεση της πανδημίας. Περαιτέρω, κατά τον καθορισμό των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, για την λήψη των οποίων σταθμίζονται ιατρικής φύσεως δεδομένα, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας και των λαμβανομένων μέτρων στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, ο νομοθέτης (κοινός και κανονιστικός) διαθέτει, ως προς την καταλληλότητα και την αναγκαιότητά τους, ευρύ περιθώριο εκτίμησης που, κατά τα ανωτέρω, οφείλει να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (βλ. Σ.τ.Ε. 1684/2022 Ολομ., σχετικά με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων σε δομές υγείας, 1400/2022 Ολομ., σχετικά με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υπηρετούντων στις Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών του Πυροσβεστικού Σώματος, 1284/2022 Ολομ., σχετικά με την απαγόρευση μετακινήσεων για την άσκηση θήρας και 1147/2022, σχετικά με την υποχρέωση χρήσης μη ιατρικής μάσκας). Συνεπώς, ο εμβολιασμός δεν αποτελεί προδήλως απρόσφορο και μη αναγκαίο ούτε προδήλως δυσανάλογο μέτρο για την επίτευξη του ως άνω σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Εξάλλου, το γεγονός ότι η υποχρέωση εμβολιασμού αφορά κάθε κατηγορία προσωπικού που απασχολείται στις δομές υγείας, όπως καθορίζεται στον νόμο και που περιλαμβάνει και προσωπικό που δεν έρχεται σε άμεση επαφή με ασθενείς, δεν επιδρά στο κύρος της ρύθμισης εφόσον, πάντως, εκ των πραγμάτων, το προσωπικό αυτό συνεργάζεται με όσους έρχονται σε άμεση επαφή με τους ασθενείς (πρβ. Conseil d’ État απόφαση 455623/30-8-2021). Ακόμη, ειδικώς το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, έχει δεοντολογική υποχρέωση να μεριμνά ώστε να μην καταστεί φορέας μετάδοσης του ιού, με αποτέλεσμα να τον διασπείρει στους ασθενείς, οι οποίοι του έχουν εμπιστευθεί την αποκατάσταση της υγείας τους. Στο πλαίσιο αυτό της αυξημένης ευθύνης ώστε να μην διαψευσθεί η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του εν λόγω προσωπικού, και των ασθενών, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό οφείλει να αποδέχεται εντονότερους περιορισμούς στο δικαίωμα ιατρικού αυτοπροσδιορισμού, ο δε υποχρεωτικός εμβολιασμός, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ασφαλή επιτέλεση του έργου των ιατρών και των νοσηλευτών, σε συνδυασμό με τη γενικώς ισχύουσα υποχρέωση επίδειξης της αναγκαίας κοινωνικής αλληλεγγύης. Επομένως, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός του προσωπικού των δομών υγείας με τέσσερα (4) συγκεκριμένα εμβόλια που έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας υπό αίρεση με εκτελεστικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ύστερα από γνώμη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των Κανονισμών 762/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 και 507/2006 της Επιτροπής της 29ης Μαρτίου 2006 δεν προσκρούει σε καμία συνταγματικής ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή ( ΣτΕ 465 – 469/2023 Ολ , 400/2023, βλ. και ΣτΕΟλομ. 1400/2022). Περαιτέρω, το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού του προσωπικού των μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας, με το οποίο επέρχονται αναγκαίως σοβαροί περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων των εν λόγω εργαζομένων, έχει κριθεί συνταγματικό: α) ενόψει των κρατούντων κατά την λήψη του επιδημιολογικών και επιστημονικών δεδομένων και β) υπό την προϋπόθεση της επαναξιολόγησής του σε εύλογο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, με την ανωτέρω 1684/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι η κρίση περί συνταγματικότητας του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων σε μονάδες παροχής υπηρεσιών υγείας «συναρτάται με τα ισχύοντα κατά τον χρόνο λήψης των επίδικων μέτρων επιστημονικά και επιδημιολογικά στοιχεία. Υφίσταται, επομένως, λόγω της φύσεως του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού και των συνεπειών του, υποχρέωση συνολικής επαναξιόλογησής του από τον νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, με τη λήψη υπόψη ιδίως, των διαρκώς ανανεούμενων επιστημονικών παραδοχών για την αξία, την αποτελεσματικότητα και τις συνέπειες των εμβολίων κατά του κορωνοϊού και την πορεία και την εξέλιξη της πανδημίας, καθώς και των συνεπειών από τη θέση σε αναστολή καθηκόντων των εργαζομένων στη λειτουργία των δομών υγείας», ειδικότερα δε ως προς την αναστολή καθηκόντων και των εντεύθεν συνεπειών αυτής, κρίθηκε ότι δεν ισχύουν επ’ αόριστον αλλά «μέχρι την επαναξιολόγηση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η οποία, πάντως, πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Εξάλλου, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1763/2023 Ολ. σκ. 25), ο υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν προσκρούει στις διατάξεις της ΕΣΔΑ, της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοηθική (Σύμβαση του Οβιέδο), της Παγκόσμιας Διακήρυξης για τη Βιοηθική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της UNESCO και του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, δοθέντος ότι το δικαίωμα σε προηγούμενη ενημέρωση και στην παροχή συναίνεσης δεν είναι απόλυτο, αλλά υποχωρεί όταν επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενους, μεταξύ άλλων, στην προστασία της δημόσιας υγείας, εφόσον τούτο προβλέπεται από το νόμο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.
  8. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας το διοικητικό μέτρο της αναστολής καθηκόντων για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, λόγω μη συμμόρφωσής της προς την υποχρέωση εμβολιασμού της, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 206 του ν. 4820/2021. Ήδη, με την υπό κρίση αίτηση, όπως αναπτύσσεται με το υπόμνημα, η αιτούσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανυπόστατη, καθώς ουδέποτε της κοινοποιήθηκε. Της γνωστοποιήθηκε μόνο η ύπαρξη και ο αριθμός πρωτοκόλλου της, μέσω ενός μεταγενέστερου ενημερωτικού εντύπου με τίτλο «ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ». Η κοινοποίηση, όμως, της ανωτέρω πράξης δεν αποτελεί, κατά τις διατάξεις βάσει των οποίων εκδόθηκε, στοιχείο του υποστατού της, ώστε να επηρεάζει το κύρος της, αλλά απλό μέσο γνωστοποίησής της και, κατ’ ακολουθία, η παράλειψη κοινοποίησης ή η εσφαλμένη κοινοποίηση δεν συνιστά πλημμέλεια της πράξης αυτής και δεν επιδρά επί του κύρους της, αλλά μόνον επί της ενάρξεως της προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτής, όμως, εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα εκπροθέσμου (βλ. σχετ. ΣτΕ 402/2007, 4027/2004, 2994, 2147/2003, 2160/1998 κ.ά). Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
  9. Επειδή, περαιτέρω, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης. Όπως, όμως, έχει κριθεί, η συνταγματική διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2690/1999 (Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις, Α΄ 45), με τις οποίες κατοχυρώνεται και ρυθμίζεται η άσκηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, δεν έχουν έδαφος εφαρμογής σε περιπτώσεις δυσμενών διοικητικών πράξεων, οι οποίες εκδίδονται βάσει αντικειμενικών προϋποθέσεων, ασυνδέτως προς οποιαδήποτε υποκειμενική συμπεριφορά του προσώπου, του οποίου τα συμφέροντα θίγουν (ΣτΕ 609/2021 σκ. 11, 1168/2017 σκ. 14). Περαιτέρω, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγουμένης ακρόασης πριν από την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξης απαιτείται και παράλληλη αναφορά των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης, αν είχε κληθεί (ΣτΕ 609/2021 σκ. 11, 1168/2017 σκ. 14, 4447/2012 Ολομ. σκ. 7). Εν προκειμένω, η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, συνιστά άσκηση δέσμιας αρμοδιότητας και, συνεπώς, δεν απαιτείται η τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγουμένης κλήσης σε ακρόαση, δεδομένου ότι η αναστολή καθηκόντων αποφασίζεται ασυνδέτως προς οποιαδήποτε υποκειμενική συμπεριφορά, με μόνη τη συνδρομή της προβλεπομένης στον νόμο αντικειμενικής προϋπόθεσης, δηλαδή της μη τήρησης της υποχρέωσης εμβολιασμού, εφόσον δεν συντρέχει λόγος απαλλαγής (πρβλ. ΣτΕ 598/2020 σκ. 15, 869/2018 Ολομ. σκ. 7) · ταύτα δε, ανεξαρτήτως του ότι η αιτούσα δεν προσδιορίζει τους ισχυρισμούς που θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης, αν είχε κληθεί σε ακρόαση. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί (Ολ. ΣτΕ 1763/2023 σκ. 33).
  10. Επειδή, επίσης, η αιτούσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, καθώς η απλή εντολή απομάκρυνσής της από την εργασία δεν αποτελεί ορθώς δικαιολογημένη πράξη της Διοίκησης, στην οποία θα έπρεπε να αναφέρονται επακριβώς και αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους της επιβλήθηκε αυτό το σκληρό μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων της, ώστε να μπορεί σε δεύτερο χρόνο να αποκρούσει και να ανατρέψει τους λόγους αυτούς. Από την προσβαλλόμενη, όμως, πράξη προκύπτει τόσο ο λόγος λήψης του ειδικού διοικητικού μέτρου της αναστολής καθηκόντων όσο και οι διατάξεις, κατ΄ εφαρμογή των οποίων η πράξη αυτή εκδόθηκε, ενώ εξάλλου από καμία διάταξη νόμου δεν συνάγεται ότι η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμπεριλάβει στο σώμα της προσβαλλόμενης πράξης ειδική αιτιολογία για κάθε προβαλλόμενο ενώπιόν της ισχυρισμό (πρβλ. ΣτΕ 1940/2022 σκ. 34, 223/2022 σκ. 9, 153/2024).
  11. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί με αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. και σκ. 7 της παρούσας), είναι απορριπτέοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχουσα ως έρεισμα το άρθρο 206 του ν.4820/2021, με το οποίο θεσπίζεται ο υποχρεωτικός εμβολιασμός του προσωπικού των δομών υγείας, έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ.1, 5, 4 και 25), τα άρθρα 2 και 5 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής (Σύμβαση του Οβιέδο), τα άρθρα 1 και 3 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. τα άρθρα 2 παρ.1, 3 και 8 της Ε.Σ.Δ.Α, τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), τον Δεκάλογο της Νυρεμβέργης, την Οικουμενική Διακήρυξη για τη βιοηθική και τα ανθρώπινα δικαιώματα της UNESCO, τη Διακήρυξη της Λισαβώνας, διότι, παραβιάζει την αρχή της αυτοδιάθεσης του προσώπου και της ελεύθερης συναίνεσης του για τη διεξαγωγή ιατρικών πράξεων και την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.ΣτΕ 1684/2022, 469, 1763/2023, ΣτΕ 400/2023). Ειδικώς ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης των άρθρων 1 και 3 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε, αυτός είναι απορριπτέος διότι το επίμαχο μέτρο θεσπίστηκε στο πλαίσιο εθνικής πολιτικής εμβολιασμού και όχι κατ’ εφαρμογή ενωσιακής νομοθεσίας, οπότε ο Χάρτης δεν τυγχάνει εφαρμογής (ΣτΕ 1684/2022 Ολ. 469/2023 Ολ.πρβλ. ΔΕΕ διάταξη [ordonnance] της 17-7-2014, υποθ. C-459/13). Εξάλλου, απορριπτέος είναι ο λόγος περί παραβίασης των διατάξεων του Κανονισμού 2021/953 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης της 14ης Ιουνίου 2021, ο οποίος, κατά την αιτούσα απαγορεύει κάθε διάκριση, άμεση ή έμμεση, μεταξύ εμβολιασμένων και προσώπων που δεν έχουν εμβολιαστεί επειδή επέλεξαν να μην το πράξουν ή δεν έχουν εμβολιαστεί για ιατρικούς λόγους. Και τούτο, διότι δεν συνοδεύεται από την επίκληση πραγματικού ικανού να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει περιορισμό της άσκησης από την αιτούσα θεμελιώδους ενωσιακής ελευθερίας, στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να θεμελιώσει σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, ενόψει και του ότι η διαμόρφωση της δημόσιας πολιτικής στον τομέα της υγείας και, ειδικότερα, της εθνικής στρατηγικής για τη νόσο covid-19 και η διαχείριση και οργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών και της ιατρικής περίθαλψης εμπίπτουν στην αρμοδιότητα και ευθύνη των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης [Σ.τ.Ε. 400/2023 σκ.8, 1400/2022 Ολομ., 1386/2021 επταμ., πρβλ. ΣτΕ 1755/2023, σκ.10]. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί (βλ. Ολ. ΣτΕ 496/2023), το μέτρο της αναστολής καθηκόντων και της μη καταβολής του μισθού για τον χρόνο ισχύος του δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο, διότι η αναστολή καθηκόντων και οι εντεύθεν συνέπειες αυτής, αφ’ ενός αποβλέπουν στην τήρηση της νόμιμης υποχρέωσης εμβολιασμού, ώστε αυτή να μην μείνει κενό γράμμα, αφ’ ετέρου ισχύουν όχι επ’ αόριστον αλλά μέχρι την επαναξιολόγηση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η οποία, πάντως, πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Περαιτέρω, είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος ο λόγος ότι με το μέτρο της αναστολής καθηκόντων παραβιάζεται το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος …», διότι η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει τη λήψη υγειονομικών μέτρων ως προϋπόθεση για την παροχή εργασίας, όταν τούτο επιβάλλεται για την προστασία της δημόσιας υγείας και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η δε επιβολή του μέτρου της αναστολής καθηκόντων δεν έχει, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, κυρωτικό χαρακτήρα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1386/2021). Τούτο δε, ανεξαρτήτως του ότι η αιτούσα στερείται εννόμου συμφέροντος προς επίκληση του κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 22 του Συντάγματος δικαιώματος στην εργασία, φορείς του οποίου είναι οι απασχολούμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και όχι οι μόνιμοι υπάλληλοι (βλ. Σ.τ.Ε. 1755/2023 σκ.9, 2353/2020, 2151/2015 Ολομ. κ.ά.). Σύμφωνα δε με όσα έχουν ήδη κριθεί (ΣτΕ 496/2023, Ολ., 1400/2022), απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η υποχρέωση εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας παραβιάζει την απορρέουσα από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, διότι αντίστοιχη υποχρέωση δεν θεσπίζεται για άλλες κατηγορίες εργαζομένων, όπως είναι αυτές που συνάπτονται άμεσα με χώρους υπερμεταδόσεως της νόσου, ούτε για τους ασθενείς και τους συνοδούς αυτών, τους προμηθευτές φαρμάκων και άλλες ομάδες του πληθυσμού με τους οποίους οι εργαζόμενοι σε δομές υγείας έρχονται σε επαφή. Και τούτο, διότι το ως άνω προσωπικό δεν τελεί υπό τις αυτές συνθήκες με τους λοιπούς επαγγελματίες και τα λοιπά πρόσωπα που αναφέρονται ανωτέρω, ενόψει, ιδίως, των συνεπειών που μπορεί να έχει ο μη εμβολιασμός στην εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης δημόσιας υπηρεσίας,λαμβανομένου υπόψη της στενής και σχεδόν καθημερινής επαφής με πάσχοντες που χρήζουν φροντίδας και περιθάλψεως και οι οποίοι κινδυνεύουν περισσότερους από τους λοιπούς πολίτες σε περίπτωση ασθενείας (ΣτΕ 1755/2023, σκ. 11). Τα ανωτέρω, εξάλλου, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η υποχρέωση εμβολιασμού αφορά κάθε κατηγορία προσωπικού που απασχολείται στις δομές υγείας, όπως καθορίζεται στον νόμο και που περιλαμβάνει και προσωπικό που δεν έρχεται σε άμεση επαφή με ασθενείς, εφ’ όσον, πάντως, εκ των πραγμάτων, το προσωπικό αυτό συνεργάζεται με όσους έρχονται σε άμεση επαφή με τους ασθενείς (ΣτΕ 1684/2022Ολ, σκ. 19, 1755/2023 σκ.7). Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη κριθεί (ΣτΕ 1763/2023 Ολ.), απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο προβαλλόμενος με την υπό κρίση αίτηση λόγος περί παραβίασης του Γενικού Κανονισμού Προσωπικών Δεδομένων. Και τούτο διότι, η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων δεν αποτελεί τη μοναδική νομική βάση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας τους, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η αιτούσα, ακόμη και όταν αυτή αφορά σε δεδομένα υγείας. Αντιθέτως, κατά τα ειδικά αυτά δεδομένα μπορούν να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όταν τούτο είναι απαραίτητο, όπως εν προκειμένω, για σκοπό δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας. Περαιτέρω, ο λόγος ακυρώσεως περί παράβασης του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως έχει κριθεί (Ολ. ΣτΕ 1764/2023, σκ. 23), από τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοηθική (Σύμβαση του Οβιέδο) και του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, προκύπτει ότι ο αυτοπροσδιορισμός του ανθρώπου αποτελεί θεμελιώδη αρχή, η οποία διέπει το δίκαιο, άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξία του ανθρώπου και το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Ειδικότερη έκφανση της παραπάνω αρχής αποτελεί, στο πεδίο της ιατρικής φροντίδας, η παροχή συναίνεσης του ασθενούς πριν από την πραγματοποίηση ιατρικών πράξεων, η οποία προϋποθέτει την προηγούμενη ενημέρωση του ενδιαφερόμενου. Ωστόσο, το δικαίωμα σε προηγούμενη ενημέρωση και στην παροχή συναίνεσης δεν είναι απόλυτο, αλλά υποχωρεί όταν επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνιστάμενους, μεταξύ άλλων, στην προστασία της δημόσιας υγείας, εφόσον τούτο, όπως εν προκειμένω, προβλέπεται από τον νόμο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας [βλ. ιδίως άρθρο 26 της Σύμβασης του Οβιέδο, που στοιχεί προς τους περιορισμούς που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, καθώς και την προεκτεθείσα επισήμανση, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Σύμβασης, ως προς το άρθρο 5 του σχεδίου της (μετέπειτα άρθρο 26 της Σύμβασης), ότι η περίπτωση των υποχρεωτικών εμβολιασμών που μπορεί να πραγματοποιηθούν χωρίς τη συναίνεση του ενδιαφερόμενου καλύπτεται από την αναφορά στη δημόσια υγεία στο άρθρο 26 αυτής]. Τέλος, αβασίμως υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στο άρθρο 104 παρ.2 του ν.3528/2007 «Κώδικας Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.», σύμφωνα με το οποίο σε περίπτωση που ο υπάλληλος τελεί σε κατάσταση αναστολής άσκησης καθηκόντων του, η αναστολή αυτή αίρεται αυτοδικαίως εάν το πειθαρχικό συμβούλιο δεν γνωμοδοτήσει εντός 30 ημερών, διότι, στην προκειμένη περίπτωση, το μέτρο της αναστολής καθηκόντων χωρίς καταβολή αποδοχών, προβλέπεται από τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 206 του ν. 4820/2021, οι οποίες υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης, όπως είναι αυτές του άρθρου 104 του Υ.Κ. (πρβλ. ΣτΕ 468/2023 Ολομ.).

12.Επειδή, κατόπιν όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, νομίμως αποφασίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση η αναστολή καθηκόντων της αιτούσας, λόγω του μη εμβολιασμού της, κατά χρονικό διάστημα από 1.9.2021 έως 31.10.2021, κατ΄ εφαρμογή των (μη αντικείμενων στο Σύνταγμα και τις λοιπές διατάξεις που επικαλείται ο αιτών) διατάξεων του άρθρου 206 ν. 4820/2021.

13.Επειδή, περαιτέρω, όσον αφορά στο μεταγενέστερο της 31.10.2021 χρονικό διάστημα αναστολής καθηκόντων, και συγκεκριμένα για την παράταση αυτού το διάστημα από τις 31-3-2022 έως τις 31-12-2022 με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του ν. 4917/2022, με την 2332/2022 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε επταμελή σύνθεση, έγιναν δεκτά τα εξής: Η υποχρέωση της επαναξιολόγησης του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την θέσπισή του αναγνωρίστηκε από τον ίδιο τον νομοθέτη κατά την υιοθέτηση του μέτρου με την παρ.8 του άρθρου 206 του ν. 4820/2021, με την οποία ορίσθηκε ότι η εφαρμογή του μέτρου «επαναξιολογείται έως την 31η.10.2021». Ωστόσο, με μεταγενέστερες διατάξεις ο νομοθέτης μετέθεσε την υποχρέωση αυτή, διαδοχικά, για μεταγενέστερο χρόνο και, συγκεκριμένα, αρχικώς έως 31.12.2021 (με το άρθρο 94 του ν. 4850/2021), ακολούθως έως 31.3.2022 (με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4876/2021) και, τέλος, έως 31.12.2022 (με το άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4917/2022), με συνέπεια την διατήρηση της ισχύος του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την αρχική υιοθέτηση του μέτρου μέχρι την δημοσίευση του ν.4917/2022 (31.3.2022) χωρίς να έχει διενεργηθεί ουσιαστική επαναξιολόγηση της ανάγκης διατήρησής του από αρμόδια προς τούτο επιστημονικά όργανα. Τούτο προκύπτει ευθέως από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου δεύτερου παρ. 2 του ν. 4917/2022, η οποία, ορίζοντας ότι «Η ισχύς της παρ. 8 του άρθρου 206 του ν. 4820/2021, περί επαναξιολόγησης της υποχρεωτικότητας εμβολιασμού, παρατείνεται έως την 31η.12.2022» μεταθέτει για πολλοστή φορά την επαναξιολόγηση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού για τις 31.12.2022. Έτσι, κατά τον χρόνο που δημοσιεύθηκε ο ν. 4917/2022 (31.3.2022) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα οκτώ και πλέον μηνών από την λήψη του μέτρου, ήτοι διάστημα που λόγω της φύσεως του μέτρου, της προσωρινότητάς του και των συνεπειών του στους ίδιους τους εργαζομένους και στο σύστημα υγείας της Χώρας, υπερβαίνει προδήλως το εύλογο, χωρίς, ωστόσο, να έχει διενεργηθεί επαναξιολόγηση του μέτρου, βάσει επίκαιρων, κατά τον χρόνο εκείνο, επιστημονικών και επιδημιολογικών στοιχείων, για την αξία, την αποτελεσματικότητα και τις συνέπειες των εμβολίων κατά του κορωνοϊού και την πορεία και την εξέλιξη της πανδημίας, καθώς και για τις συνέπειες από την θέση σε αναστολή καθηκόντων των εργαζομένων στην λειτουργία των δομών υγείας, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία είχαν ερμηνευθεί από την προεκτεθείσα απόφαση 1684/2022 της Ολομέλειας οι διατάξεις του άρθρου 206 του ν. 4820/2021.Η συνολική δε εκτίμηση και αξιολόγηση του μέτρου, με την λήψη υπόψη τέτοιας φύσεως επίκαιρων στοιχείων – την οποία κατ’ επανάληψη έχει εξαγγείλει ο νομοθέτης – παρίσταται ακόμα περισσότερο αναγκαία, λόγω της εφαρμογής επί τόσο χρονικό διάστημα του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Εξάλλου, όπως κρίθηκε, ουδόλως προκύπτει βάσει ποίων συγκεκριμένων επιστημονικών δεδομένων ο χρόνος της επαναξιολόγησης παρατάθηκε έως τις 31.12.2022, δηλαδή τοποθετήθηκε σε χρόνο που επίσης υπερβαίνει τον εύλογο, ενόψει του ότι απέχει εννέα μήνες από την ψήφιση του ως άνω ν. 4917/2022, δεδομένου μάλιστα ότι μέχρι το χρονικό αυτό σημείο ο νομοθέτης είχε κρίνει ότι η επαναξιολόγηση της επιβολής του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, λόγω του δυναμικού και εξελισσόμενου χαρακτήρα της πανδημίας, αλλά και των σοβαρών συνεπειών του σε περίπτωση μη τήρησής του, θα έπρεπε να γίνεται ανά δύο ή τρεις μήνες. Η αόριστη δε επίκληση από τη Διοίκηση των δεδομένων της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία το φθινόπωρο παρατηρείται έξαρση των ιώσεων, άρα και της οφειλόμενης στον ιό SARS-CoV-2, και για τούτο ο χρόνος επαναξιολόγησης ορίστηκε για τις 31.12.2022, κρίθηκε ότι δεν αποτελεί επαρκή επ’ αυτού αιτιολόγηση, δεδομένης της σοβαρότητας του μέτρου και των συνεπειών του. Ενόψει αυτών, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε, με την μνημονευόμενη (2332/2022) απόφασή του, ότι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του ν. 4917/2022 έχει θεσπιστεί κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, αλυσιτελώς δε η Διοίκηση επικαλείτο και προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, δικαιολογούσαν την παράταση του υποχρεωτικού εμβολιασμού, εφόσον η επαναξιολόγηση του μέτρου αυτού αναβλήθηκε ρητώς, κατά τα ανωτέρω, για τις 31.12.2022, και, πάντως, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προέκυπτε ότι έγινε πράγματι τέτοια συνθετική εκτίμηση και αξιολόγηση των εν λόγω στοιχείων από αρμόδιο προς τούτο επιστημονικό όργανο, ενώ, επίσης, αορίστως αναφέρθηκε στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης ότι η παράταση της αξιολόγησης είναι επιβεβλημένη για την προστασία των ιδίων των εργαζομένων και των προσερχομένων στις δομές υγείας. Πέραν, όμως, αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι και τα στοιχεία που προσκομίστηκαν, ανεξαρτήτως του ότι δεν προκύπτει ότι έγιναν αρμοδίως αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης και αξιολόγησης προ της δημοσίευσης του ν.4917/2022, δεν δικαιολογούν, εν πάση περιπτώσει, την παράταση της υποχρέωσης προς εμβολιασμό. Ειδικότερα, (κατά τα κριθέντα) η προσκομισθείσα (υπό στοιχ. α) μελέτη με τίτλο «Vaccination hesitancy among health-care-workers in Academic hospitals is associated with a 12-fold increase in the risk of covid-19 infection: A nine-month Greek cohort study», που δημοσιεύθηκε στις 24.12.2021, παρόλον ότι αφορά ειδικώς τους εργαζόμενους σε δομές υγείας, δηλαδή τους υποκείμενους στην υποχρέωση του εμβολιασμού, ανάγεται σε διάστημα από 1.1.2021 έως 15.9.2021, ήτοι πολύ προγενέστερο της δημοσίευσης του ν.4917/2022, καλύπτει δε σύντομη περίοδο εφαρμογής του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, ενώ η έτερη (υπό στοιχ. β) μελέτη, που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο στις 29.01.2022, με τίτλο «Comparative effectiveness of covid-19 vaccination against death and severe disease in a non going nation wide mass vaccination campaign», αφορά σε έρευνα που έγινε στον γενικό πληθυσμό (για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων), έχει ως περίοδο αναφοράς το διάστημα 1-1/8-12-2021 και επιβεβαιώνει μεν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων καθ όσον αφορά την μετάλλαξη «Δέλτα» και προγενέστερες, χωρίς, κατά ρητή μνεία αυτής, να λαμβάνει υπόψη την μετάλλαξη «Όμικρον», η οποία φαίνεται πλέον να κυριαρχεί και προφανώς δεν αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των εμβολίων έναντι αυτής. Επομένως, οι μελέτες των οποίων έγινε επίκληση κρίθηκε ότι δεν είναι επίκαιρες σε σχέση με το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4917/2022 και δεν αξιολογούν την επιδημιολογική κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί ειδικώς στις δομές υγείας πριν από την ψήφιση του νόμου αυτού. Ουδόλως, επίσης, όπως κρίθηκε, έχουν αξιολογηθεί τα (υπό στοιχ. γ) επιδημιολογικά στοιχεία των οποίων έγινε επίκληση (πρόκειται για στοιχεία ως προς την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά την περίοδο από 01.01.2021 έως 05.09.2021 και ως προς την εξέλιξη των κρουσμάτων και των διασωληνώσεων από 02.08.2021 έως 02.01.2022) σε σχέση με την ανάγκη περαιτέρω διατήρησης του μέτρου, ούτε προκύπτει ότι έχει αξιολογηθεί ως προς την διατήρηση της υποχρεωτικότητας του μέτρου το γεγονός ότι από τα προσκομισθέντα στοιχεία εμφαίνεται ότι στις 10.02.2022 το συντριπτικό ποσοστό των εργαζομένων σε δομές υγείας είχε εμβολιασθεί (93,04%), ενώ, τέλος, το (υπό στοιχ. δ) από 5.10.2022 δελτίο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σχετικά με την εξέλιξη του κορωνοϊού covid-19 στις χώρες της Ευρώπης που επικαλέσθηκε το Δημόσιο είναι μεταγενέστερο. Κατόπιν των ανωτέρω με την 2322/2022 απόφαση του ΣτΕ έγινε δεκτό ότι δεν προκύπτει πλέον η αναγκαιότητα και η προσφορότητα διατήρησης του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, παρά το ότι έχει παρέλθει σημαντικό κατά τις περιστάσεις χρονικό διάστημα από την εφαρμογή του και συνακόλουθα η διατήρηση του μέτρου αυτού – λόγω μη αξιολόγησης- αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

  1. Επειδή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τα ανωτέρω αναφερόμενα στην απόφαση 2332/2022 του Συμβουλίου της Επικρατείας προκειμένου για την παράταση του χρόνου επαναξιολόγησης από 31.3.2022 έως 31.12.2022 ισχύουνκαι για τις προηγηθείσες παρατάσεις αξιολόγησης του εν λόγω μέτρου δυνάμει των άρθρων 94 ν. 4850/2021 και 1 παρ. 2 του ν. 4876/2021, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 01.11.2021 έως 31.12.2021 και από 01.01.2022 έως 31.03.2022, αντιστοίχως, αφού ήδη μέχρι τότε είχε παρέλθει χρονικό διάστημα σχεδόν 3,5 και 5 μηνών, αντιστοίχως, από τη θέσπιση του άρθρου 206 του ν.4820/2021 και δεν προκύπτει ότι έγινε εκτίμηση όλων των προαναφερόμενων επιστημονικών δεδομένων (αξία, αποτελεσματικότητα, συνέπειες εμβολίων, πορεία και εξέλιξη της πανδημίας, συνέπειες από τη θέση σε αναστολή καθηκόντων) βάσει επίκαιρων, κατά το χρόνο θέσπισης των παρατάσεων επαναξιολόγησης, στοιχείων [βλ. ΣτΕ2332/2022, – σκ. 9-σύμφωνα με την οποία από την αρχική υιοθέτηση του μέτρου μέχρι την δημοσίευση του ν.4917/2022 (31.3.2022) δεν είχε διενεργηθεί ουσιαστική επαναξιολόγηση της ανάγκης διατήρησής του από αρμόδια προς τούτο επιστημονικά όργανα]. Τούτο, άλλωστε, συνάγεται σαφώς από τα στοιχεία που η Διοίκηση επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα οποία, κατά την άποψή της, δικαιολογούσαν την παράταση του υποχρεωτικού εμβολιασμού μέχρι 31.12.2022, δυνάμει του άρθρου 2 του ν.4917/2002 Α, όπως αυτά αναφέρονται στην 2332/2022 απόφαση του Σ.τ.Ε. Ειδικότερα δε, οι μελέτες με τίτλο «Vaccination hesitancy among health-care-workers in Academic hospitals is associated with a 12-fold increase in the risk of covid-19 infection: A nine-month Greek cohort study» και «Comparative effectiveness of covid-19 vaccination against death and severe disease in an ongoing nationwide mass vaccination campaign», δημοσιεύθηκαν στις 24.12.2021 και 29.1.2022, αντιστοίχως, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της δημοσίευσης των ν. 4850/2021 και 4876/2021 (5.11.2021 και 23.12.2021, αντιστοίχως), με τους οποίους παρατάθηκε η επαναξιολόγηση των στοιχείων. Τα ανωτέρω επιρρωνύονται και από την αιτιολογική έκθεση του ν.4876/2021, στην οποία αναφέρεται ότι παρατείνεται έως 31.03.2022 η εφαρμογή της ρήτρας επαναξιολόγησης του άρθρου 206 του ν.4820/2021, προκειμένου να παρασχεθεί ο αναγκαίος χρόνος για την ολοκλήρωση της διενέργειας αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, δεν προκύπτει η αναγκαιότητα και η προσφορότητα διατήρησης του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού μετά την 31.10.2021 (ήτοι για διάστημα που, λόγω της φύσεως του μέτρου, της προσωρινότητάς του και των συνεπειών του στους ίδιους τους εργαζομένους και στο σύστημα υγείας της Χώρας, υπερβαίνει προδήλως το εύλογο) και, συνακόλουθα, η διατήρηση-λόγω μη αξιολόγησης- του μέτρου μετά την ως άνω ημερομηνία αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.
  2. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη πράξη, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 206 του ν.4820/2021, με την οποία αποφασίστηκε η αναστολή καθηκόντων της αιτούσας από 1.9.2021 λόγω του μη εμβολιασμού της, εκδόθηκε μεν για αόριστο χρονικό διάστημα, τελούσε πάντως η διατήρηση του μέτρου αυτού υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της προβλεπόμενης στο ίδιο ως άνω άρθρο (206) του ν.4820/2021 υποχρέωσης επαναξιολόγησης του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η οποία, έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από τη θέσπισή του, τελικώς όμως παρέμενε, σε ισχύ έως 10.11.2022 δυνάμει των πιο πάνω νομοθετικών παρατάσεων αξιολόγησης του εν λόγω μέτρου. Ενόψει δε του ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (βλ. σκ. 13 και 14), η διατήρηση του μέτρου της αναστολής καθηκόντων δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 94 ν. 4850/2021, 1 παρ. 2 του ν. 4876/2021 και δεύτερου παρ. 2 του ν.4917/2022, με τις οποίες ορίσθηκε ότι παρατείνεται η επαναξιολόγηση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας έως την 31η.12.2021, στη συνέχεια έως την 31η.3.2022 και ακολούθως έως την 31η.12.2022, αντιστοίχως, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, η προσβαλλόμενη απόφαση περί θέσεως της αιτούσας σε αναστολή καθηκόντων κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2021 έως 10.11.2022 (οπότε ήρθη το επίδικο μέτρο ως προς την αιτούσα λόγω νόσησης) είναι μη νόμιμη και για το λόγο αυτό ακυρωτέα.
  3. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η υπό κρίση αίτηση πρέπει, κατά το μη καταργούμενο μέρος, να γίνει εν μέρει δεκτή. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου στην αιτούσα (άρθρ. 36 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989) και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρο 275 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ν. 2719/1999, Α΄97, που εφαρμόζεται αναλόγως στην ακυρωτική διαδικασία ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, κατ΄ άρθρο 4 παρ.1 περ. στ΄ ν. 702/1977, όπως προστέθηκε με το άρθρο 50 ν. 3659/2008, Α΄ 77).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Καταργεί τη δίκη κατά το μέρος που αφορά στην αναστολή των καθηκόντων της αιτούσας για το χρονικό διάστημα 11.11.2022 έως 31.12.2022

Δέχεται εν μέρει την αίτηση κατά το μη καταργούμενο μέρος.

Ακυρώνει την …/1.9.2021 απόφαση του Διοικητή του καθού Νοσοκομείου, καθό μέρος αφορά στην αναστολή των καθηκόντων της αιτούσας για το χρονικό διάστημα από 1.11.2021 έως 10.11.2022.

Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στην αιτούσα.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Η διάσκεψη έγινε στον Πειραιά στις 16.5.2024 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στον ίδιο τόπο στις 27.6.2024.

Πηγή: www.dsanet.gr

Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ