Με μια σημαντική απόφαση του το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (πρώην Ειρηνοδικείο Αθηνών) , έκανε δεκτή αγωγή που είχε καταθέσει πολίτης κατά τράπεζας λόγω διαδικτυακής απάτης μέσω i-banking. Σύμφωνα με την απόφαση που εκδόθηκε (7020/2024) η Τράπεζα έχει υποχρέωση πριν εκτελέσει μια συναλλαγή μέσω i-banking για λογαριασμό πελάτης της, να διερευνήσει ορισμένους παράγοντες, όπως το ύψος, τύπο της συναλλαγής και αν υπάρχει συμβατότητα με το προφίλ-ιστορικό συναλλαγών του πελάτη της. Ακόμη, σύμφωνα με την απόφαση, πράξη πληρωμής θεωρείται εγκεκριμένη μόνο εφόσον ο πελάτης έχει δώσει συγκατάθεση στην εκτέλεσή της, ενώ η χρήση της υπηρεσίας i-banking εκ μέρους του πελάτη της τράπεζας δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι ο αυτός είχε εγκρίνει πράξη πληρωμής. Δείτε ολόκληρη την υπ. αριθμόν (7020/2024) απόφαση, η οποία δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Ευστάθιου Αναλυτή:

Αριθμός Απόφασης 7020/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(ΠΡΩΗΝ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ)

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Χριστίνα-Αριστέα Μαγκλάρα, Ειρηνοδίκη και ήδη (από την 16-09-2024) Πρωτόδικη Αθηνών, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα, Μαρία Γιαντσίδη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23-01-2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του Ενάγοντας: …, κατοίκου Νέου Βουτζά Αττικής, οδός …, με ΑΦΜ: ., ο οποίος κατέθεσε, ηλεκτρονικά, την 04-04-2022, προτάσεις που υπογράφονται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Ευστάθιο X. Αναλυτή (ΑΜ ΔΣΑ: 22.562) και που δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Της Εναγόμενης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ΑίΡΗΑ ΒΑΝΚ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σταδίου, αρ. 40 και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ: ., η οποία κατέθεσε, ηλεκτρονικά, την 29-04-2022, προτάσεις που υπογράφονται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Κωνσταντίνο Μαρινάρο (ΑΜ ΔΣΑ: 38.299) και που δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Ο ενάγων με την από 23-12-2021 αγωγή του κατά της εναγόμε¬νης που νόμιμα κατατέθηκε, ηλεκτρονικά, στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1/03-01-2022 και απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό, ζητά όσα αναφέρονται σε αυτή. Κατά τη σύνταξη της από 03-01-2022 έκθεσης κατάθεσης της αγωγής, η Γραμματέας έθεσε στο πρωτότυπο και τα αντίγραφα αυτής ευδιάκριτη σημείωση, στην οποία αναγράφεται η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων και η επισήμανση ότι εκπρόθεσμες προτάσεις δε λαμβάνονται υπόψη. Κατόπιν, ο φάκελος της δικογραφίας έκλεισε με την παρέλευση της προθεσμίας 15 ημερών από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας για την κατάθεση προτάσεων, εντός της οποίας γίνονται οι αμοιβαίες αντικρούσεις, με προσθήκη στις προτάσεις και η συζήτηση της ως άνω αγωγής προσδιορίσθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2/2023 πράξης της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Δικαστηρίου τούτου και σύμφωνα με τον Κανονισμό του Δικαστηρίου τούτου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και η υπόθεση εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο, της εγγραφής επέχουσας θέσης κλητεύσεως όλων των διαδίκων.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, αυτή εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η υπό κρίση αγωγή, η οποία στρέφεται κατά της εναγομένης, κατατέθηκε νόμιμα, ηλεκτρονικά, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, από τον υπογράφοντα αυτήν πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντας, την 03-01-2022, συνεπώς, αμφότεροι οι διάδικοι (ενάγων και εναγόμενη) όφειλαν να καταθέσουν προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα επικαλούμενα με αυτές αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα εντός της νόμιμης προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών από τη λήξη της τριακονθήμερης προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής στην εναγόμενη, υπολογιζομένης αυτής κατά τις διατάξεις του άρθρου 144 ΚΠολΔ, ως ισχύει, ήτοι, εν προκειμένω, έως και 09-05-2022, λαμβανομένης υπόψη της δυνάμει της από 28-01-2022 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α’14/29-01-2022) αναστολής της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων του αρθρ. 237 ΚΠολΔ, από την 24-01-2022 έως την 29-01-2022. Ακολούθως, την 04-04-2022, ήτοι εμπρόθεσμα, ο ενάγων κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου τις από 22-02-2022 προτάσεις του, καθώς και τα σχετικά με την αγωγή του αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων και την από 22-02-2022 έγγραφη εξουσιοδότηση, με θεώρηση της γνησιότητας υπογραφής του ενάγοντας, με την οποία χορηγήθηκε δικαστική πληρεξουσιότητα, κατ’ άρθρο 96 και 97 ΚΠολΔ, στον υπογράφοντα την αγωγή και τις προτάσεις Δικηγόρο Αθηνών, Ευστάθιο X. Αναλυτή (ΑΜ ΔΣΑ: 22.562) (αρ. γραμμ. προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΑ: Π./04-04-2022, για προτάσεις και παράσταση στο παρόν Δικαστήριο), για την εκπροσώπηση του ενάγοντας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και τη διενέργεια όλων των κύριων και παρεπόμενων πράξεων που αφορούν τη διεξαγωγή της ανοιγείσας δίκης, όπως αυτές μνημονεύονται, ειδικότερα, στο εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο, καθώς και την υπ’ αριθμ. ./31-01-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ., από την οποία προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εναγόμενη, κατ’ αρθρ. 215 παρ. 2, 126 παρ. Ιγ’ και 129 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επίσης, την 29-04-2022, ήτοι εμπρόθεσμα, η εναγόμενη κατέθεσε, ηλεκτρονικά, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου τις από 28-04-2022 προτάσεις της, καθώς και τα σχετικά της αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων και το με αριθμ. ./19-04-2021 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ., με το οποίο χορηγήθηκε δικαστική πληρεξουσιότητα, κατ’ άρθρο 96 και 97 ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, στον υπογράφοντα τις προτάσεις Δικηγόρο Αθηνών, Κωνσταντίνο Μαρινάρο του Αλεξάνδρου (ΑΜ ΔΣΑ: 38.299) (αρ. γραμμ. προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΑ: Π./29-04-2022, για προτάσεις και παράσταση στο παρόν Δικαστήριο), για την εκπροσώπηση της εναγόμενης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και τη διενέργεια όλων των κύριων και παρεπόμενων πράξεων που αφορούν τη διεξαγωγή της ανοιγείσας δίκης, όπως αυτές μνημονεύονται, ειδικότερα, στο εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο. Κατόπιν, την 19-05-2022, ήτοι εμπρόθεσμα, ο ενάγων κατέθεσε, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, την από 18-05-2022 προσθήκη στις προτάσεις του – αντίκρουση, που υπογράφεται από τον υπογράφοντα τις προτάσεις του πληρεξούσιο δικηγόρο. Συνεπώς, μετά τη νομότυπη ολοκλήρωση της άσκησης της υπό κρίση αγωγής, νομότυπα και παραδεκτά, κατά τα ανωτέρω στην παρούσα αναφερόμενα, λαμβάνουν μέρος στην παρούσα δίκη οι διάδικοι, δίχως να ασκεί έννομη επιρροή η μη παράστασή τους κατά τη δημόσια συζήτηση της αγωγής στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους (αρθρ. 237 παρ. 6 εδ. ζ’ ΚΠολΔ, ως ισχύει).

II. Κατ’ άρθρ. 830 ΑΚ, η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί, σχετικά όμως με το χρόνο και τον τόπο της απόδοσης ισχύουν, σε περίπτωση αμφιβολίας, οι διατάξεις για την παρακαταθήκη, η οποία στην περίπτωση αυτή χαρακτηρίζεται ως ανώμαλη παρακαταθήκη. Έτσι και η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα, που κύριο σκοπό έχει την ασφαλή φύλαξη των χρημάτων του καταθέτη, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, αφού η τράπεζα έχει την εξουσία χρησιμοποίησης των χρημάτων του καταθέτη και συνεπώς, κατά το άρθρο 830 ΑΚ, έχουν σε αυτή εφαρμογή οι διατάξεις τόσο του άρθρου 806 ΑΚ, με βάση το οποίο η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατεθέντων σε αυτή χρημάτων, όσο και του άρθρου 827 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίσθηκε για τη φύλαξή του (ΑΠ 1220/2014, 2229/2013). Η άρνηση της τράπεζας να αποδώσει στον καταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσής του συνιστά πάντοτε αθέτηση σύμβασης από μέρους της τράπεζας και όχι αδικοπραξία, δηλαδή, ακόμη και αν το ποσό αυτό αφαιρέθηκε από τρίτο με αξιόποινη πράξη, αφού η αδικοπραξία, στην περίπτωση αυτή, γίνεται σε βάρος της τράπεζας από τον τρίτο και όχι από την τράπεζα σε βάρος του καταθέτη (ΑΠ 929/2009, 1122/2005, 830/2003), επομένως, η τράπεζα ευθύνεται προς απόδοση του κατατεθέντος από τον πελάτη της ποσού.

Σύμφωνα, περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 4261/2014, στις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες πληρωμών, μεταξύ των οποίων εντάσσεται η μεταφορά κεφαλαίων. Μορφή τραπεζικής πληρωμής αποτελεί η καταβολή στα πλαίσια εκπλήρωσης υποχρέωσης της τράπεζας από σύμβαση τραπεζικού εμβάσματος, που έχει συνάψει με τον πελάτη της, για τη διαβίβαση χρημάτων από τόπο σε τύπο. Η τράπεζα αποδέχεται μετρητά, λογιστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα που καταθέτει ο εντολέας, με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση της πράξης πληρωμής και τη μεταφορά χρηματικών ποσών στον δικαιούχο. Άλλη μορφή τραπεζικής πληρωμής αποτελεί η καταβολή στα πλαίσια τραπεζικού γύρου, που ενεργείται με την λογιστική μεταφορά χρηματικού ποσού από έναν λογαριασμό σε έναν άλλο. Η αποστολή των χρημάτων μπορεί να είναι ενδοτραπεζική ή διατραπεζική και να αφορά στον ίδιο τον πελάτη ή σε τρίτο πρόσωπο, το οποίον έχει υποδειχθεί από αυτόν (ΑΠ 856/1995 Δνη 38. 1142, Γ. Τριανταφυλλάκη, Ζητήματα αστικής ευθύνης τραπεζών κατά τη διενέργεια πληρωμών με μεταφορά κεφαλαίων, ΔΕΕ 1996/577 επ.). Ο τραπεζικός γύρος προϋποθέτει τη σύναψη σύμβασης κατάθεσης χρημάτων ανάμεσα στην τράπεζα και στον πελάτη της, την εντολή γύρου από τον πελάτη για μεταφορά χρημάτων σε άλλο λογαριασμό, την μεταφορά του ενταλθέντος ποσού, δια των κατάλληλων λογιστικών εγγραφών, στο λογαριασμό του δικαιούχου και τέλος, την πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου με το μεταφερόμενο ποσό. Η νομική σχέση η οποία δημιουργείται εν προκειμένω, είναι, κατά την κρατούσα άποψη, αυτή της σύμβασης έργου, διότι αντικείμενο της σύμβασης δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η παροχή υπηρεσίας, στην οποία είναι αναγκαίο να προβεί η τράπεζα για την επίτευξη του αποτελέσματος, αλλά το προσδοκώμενο από την εν λόγω εργασιακή ενέργεια αποτέλεσμα, ως έργο, δηλαδή η πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου με το μεταφερόμενο ποσόν, εφόσον συμφωνείται και αμοιβή (προμήθεια) της Τράπεζας για την επίτευξη του άνω αποτελέσματος. Από δε τη σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργεί η έννομη σχέση κατάθεσης χρημάτων στην τράπεζα, υπό τη μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης, απορρέουν, βάσει και της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, παρεπόμενες υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών. Έτσι, η τράπεζα οφείλει να ελέγχει με επιμέλεια τη νομιμοποίηση του εμφανιζόμενου ως δικαιούχου της κατάθεσης. Λόγω δε της διαδεδομένης, πλέον, συναλλακτικής πρακτικής να δίνεται εντολή μεταφοράς χρηματικών ποών με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος, τηλεμοιοτυπήματος ή και με την πραγματοποίηση ενός απλού τηλεφωνήματος, στο οποίο ο πελάτης αναφέρει έναν κωδικό αριθμό, παρίσταται αναγκαίο η τράπεζα να οργανώσει την επαγγελματική-τραπεζική της δραστηριότητα (πρόσληψη και ειδική εκπαίδευση έμπειρων υπαλλήλων), ώστε να διασφαλίσει την ταυτοποίηση του εντολέα και να αποκλείσει ή να μειώσει στο ελάχιστο τον κίνδυνο πληρωμής ποσού κατάθεσης σε μη δικαιούχο. Παρά δε τη διατυπωθείσα άποψη ότι είναι δύσκολη η βαθύτερη έρευνα της νομιμοποίησης του εμφανιζόμενου ως δικαιούχου της κατάθεσης, λόγω της απαραίτητης ταχύτητας με την οποία πρέπει να διεξάγονται οι τραπεζικές εργασίες, η τράπεζα ευθύνεται για την καταβολή ποσού κατάθεσης σε τρίτο-μη δικαιούχο αυτής, εφόσον δεν επέδειξε κατά την πληρωμή τη δέουσα επιμέλεια που απαιτεί η συναλλαγή αυτή. Άλλωστε, για την πληρωμή ποσού κατάθεσης σε μη δικαιούχο, σκόπιμο και δίκαιο είναι να φέρει τον κίνδυνο η πληρώτρια τράπεζα, στην επαγγελματική σφαίρα επιρροής της οποίας ανάγεται ο εν λόγω κίνδυνος. Η διόγκωση των τραπεζικών εργασιών και η καθημερινή συνάφεια συναλλασσόμενων-τραπεζών δεν δικαιολογεί την άμβλυνση της προσοχής των υπαλλήλων των τελευταίων στον έλεγχο και τη διαπίστωση της ταυτοπροσωπίας του εμφανιζόμενου προς πληρωμή ή του εντολέα μεταφοράς χρημάτων και του δικαιούχου του λογαριασμού. Είναι δε κοινωνικά και οικονομικά σκόπιμο, να βαραίνει την τράπεζα και όχι τον, κατά κανόνα ασθενέστερο οικονομικά και κατά τεκμήριο λιγότερο έμπειρο σας συναλλαγές, πελάτη της, ο οποίος άλλωστε εκ των πραγμάτων δεν είναι σε θέση, κατά τον χρόνο πληρωμής της κατάθεσης, να ελέγξει την ταυτότητα του εμφανιζόμενου προς πληρωμή. Αυτός (πελάτης της τράπεζας), με βάση και την ως άνω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, έχει τις παρεπόμενες υποχρεώσεις να φυλάσσει τα προσωπικά του στοιχεία, τα στοιχεία του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου, τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού του, το δελτίο της ταυτότητάς του ή το διαβατήριό του και σε περίπτωση κλοπής ή απώλειας τους ή σε περίπτωση που αντιληφθεί ότι έχουν υποκλαπεί τα στοιχεία του ηλεκτρονικά από τρίτον, να το γνωστοποιήσει αμέσως στην τράπεζα (256/2020 ΕφΔωδΜον). Αυτή καθ’ εαυτή δε η δυνατότητα της Τράπεζας να επεμβαίνει σε ουσιώδεις περιουσιακές υποθέσεις του πελάτη προϋποθέτει από τη φύση της σχέση εμπιστοσύνης, η οποία βρίσκει έρεισμα στην αρχή της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, κατά την ΑΚ 288 διάταξη, που επιβάλλει πρόσθετες, παρεπόμενες, συμβατικές υποχρεώσεις, όπως: α) Η υποχρέωσή της για διατήρηση ενός ασφαλούς (και λειτουργικού) συστήματος ηλεκτρονικών συναλλαγών e-banking, αφού, ακόμη και η τήρηση από τους εντολείς της όλων των σχετικών μέτρων ασφαλείας, συχνά δεν επαρκεί για να θωρακίσει τους λογαριασμούς τους και να αποφευχθεί η επέλευση της ζημίας, β) Η υποχρέωση προειδοποίησης των εντολέων της ενόψει συγκεκριμένων, επικείμενων κινδύνων, εφόσον οι τυχόν κακόβουλες απειλές δεν έχουν εξουδετερωθεί ή έστω εντοπισθεί. Ειδικότερα, η Τράπεζα, ανάλογα με το μέγεθος και τη φύση της επικείμενης απειλής, υποχρεούται είτε να αντιμετωπίσει και εξουδετερώσει αμέσως κακόβουλες ενέργειες τρίτων, είτε να τις εντοπίσει, να τις απομονώσει και να ειδοποιήσει τους νόμιμους χρήστες, προβαίνοντας σε απενεργοποίηση των λογαριασμών, προς αποφυγή αθέμιτων και μη εγκεκριμένων συναλλαγών – απάτης, γ) Η υποχρέωση πρόνοιας και επιμελούς ελέγχου κατά τη διεκπεραίωση των εντολών των πελατών της, με σκοπό την προστασία και διασφάλιση των συμφερόντων του πελάτη της, ειδικότερα, δε, η τράπεζα οφείλει να ελέγχει την αυθεντικότητα του λογαριασμού και του φερόμενου δικαιούχου, άλλως να αποτρέψει την μεταφορά σε μη νομιμοποιούμενο πρόσωπο. Έτσι, πρέπει να εντοπίζονται ύποπτες και ασυνήθιστες, κατά τα χαρακτηριστικά τους, συναλλαγές, είτε λόγω ποσού είτε αποδέκτριας τράπεζας του εξωτερικού και ο εντολέας της Τράπεζας να ενημερώνεται, δ) Η υποχρέωση προστασίας των προσωπικών δεδομένων των εντολέων της, η οποία διέπεται από την αρχή της ακεραιότητας και εμπιστευτικότητας, αφού, λόγω της ενδεχόμενης διαβλητότητας του συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών της, οι δράστες παραβιάζουν αυτό και αποκτούν παρανόμως και δίχως την έγκριση των πελατών της πρόσβαση στα προσωπικά τους στοιχεία και δεδομένα, εκθέτοντάς τους οριστικά σε μελλοντικούς κινδύνους και απάτες. Σε κάθε περίπτωση, η Τράπεζα παραβιάζει και την αρχή της λογοδοσίας και ενημέρωσης κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, εφόσον δεν ενημερώνει – προειδοποιεί (εγκαίρως) τους εντολείς της για την απειλούμενη διάπραξη της απάτης, για τη διαρροή των προσωπικών τους δεδομένων και την έκταση της εν λόγω παραβίασης – διαρροής, όπως οφείλει να πράξει. ε) Η υποχρέωση της καλόπιστης και αποτελεσματικής εξυπηρέτησης των εντολέων της, μέσω, όχι τηλεφωνητή παροχής αυτοματοποιημένων εντολών, αλλά τηλεφωνικού κέντρου άμεσης εξυπηρέτησης, με ταχεία ανταπόκριση από φυσικά πρόσωπα – τραπεζικούς υπαλλήλους με γνώση επί των θεμάτων, οι οποίοι μπορούν άμεσα και κατ’ εντολή του νόμιμου κατόχου του λογαριασμού να μπλοκάρουν τη συναλλαγή – απάτη και τον τραπεζικό λογαριασμό, όπως θα έπρεπε. Οι σύγχρονες ηλεκτρονικές μέθοδοι συναλλαγών επιβάλλουν την τήρηση των ανωτέρω υποχρεώσεων, καθώς η παραβίασή τους δεν κλονίζει μόνο τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας και εντολέων, αλλά κλονίζει την ίδια την ασφάλεια των συναλλαγών και την εμπιστοσύνη στις σύγχρονες αυτές μεθόδους πληρωμών και στην ασφάλεια και αξιοπιστία τους. Κατ’ επέκταση, η παραβίαση αυτών οδηγεί αιτιωδώς και σε παραβίαση κύριων υποχρεώσεων, ήτοι της διαφύλαξης των χρημάτων των εντολέων, αφού η διαβλητότητα του συστήματος ηλεκτρονικών συναλλαγών θέτει αιτιωδώς σε άμεσο κίνδυνο τα χρήματα των εντολέων της Τράπεζας (βλ. Μελέτη του Ηλία Καραγεώργου, δικηγόρου, «Η αξίωση αποζημίωσης του πελάτη της τράπεζας κατ’ αυτής σε περίπτωση ηλεκτρονικής απάτης μέσω e-banking», ΝοΒ 2022.2076 και ΕιρΗρακλ 452/2024, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, η σύμβαση με πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ρυθμίστηκε διεξοδικά, με βάση Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχικά με το Ν. 3862/2010, που ενσωμάτωσε τις Οδηγίες 2007/64, 2007/44 και 2010/16 της ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, που αφορούσαν τροποποίηση των Οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/60/ΞΚ και 2006/48 ΕΚ και κατάργηση της Οδηγίας 97/5/ΕΚ και εν συνεχεία, με το Ν. 4537/2018, ο οποίος ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ για τις υπηρεσίες πληρωμών. Το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του ν. 4537/2018, κατά το άρθρο 2 αυτού, εκτείνεται στις υπηρεσίες πληρωμών του άρθρου 4, μεταξύ των οποίων νοείται και η (άρθρο 4, παρ. 3, περ. γ. αα) εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης, η οποία διενεργείται μέσω «ιδρύματος πληρωμών», που είναι το νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια να παρέχει και να εκτελεί υπηρεσίες πληρωμών σε όλα τα κράτη-μέλη, όπως το τραπεζικό ίδρυμα. Σύμφωνα με το άρθρο 48 του νόμου («Πληροφορίες που παρέχονται στον πληρωτή μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής») και το άρθρο 57 («Πληροφόρηση του πληρωτή για τις επιμέρους πράξεις πληρωμής»), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αμέσως μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής, όπως και μετά τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή, με το ποσό της επιμέρους πράξης πληρωμής, παρέχει στον πληρωτή τις εξής πληροφορίες όσον αφορά τις δικές του υπηρεσίες: α) τα στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και τις πληροφορίες που αφορούν το δικαιούχο, β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην εντολή πληρωμής και χρεώνεται, αντίστοιχα, ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή, γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο πληρωτής, δ) όπου απαιτείται, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος και ε) την ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής και την ημερομηνία αξίας για τη χρέωση, αντίστοιχα. Σύμφωνα με το άρθρο 71 («Γνωστοποίηση και αποκατάσταση των πράξεων πληρωμής που δεν έχουν εγκριθεί ή εσφαλμένα έχουν εκτελεστεί») και την παρ. 1 αυτού, «ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποκαθιστά μία μη εγκεκριμένη ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, μόνο αν ο τελευταίος ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μόλις αντιληφθεί οποιαδήποτε τέτοια πράξη πληρωμής που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, περιλαμβανόμενης εκείνης του άρθρου 88, και το αργότερο μέσα σε χρονικό διάστημα δεκατριών (13) μηνών από την ημερομηνία χρέωσης. Η ανωτέρω προθεσμία δεν ισχύει όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν χορήγησε ούτε κατέστησε διαθέσιμες τις πληροφορίες για τη συγκεκριμένη πράξη πληρωμής, σύμφωνα με τα άρθρα 38 έως 60». Η ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής ορίζεται στο άρθρο 88 παρ. 1, σύμφωνα με το οποίο, «Όταν η εντολή πληρωμής εκκινείται απευθείας από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, με την επιφύλαξη του άρθρου 71, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 87 και του άρθρου 92, ευθύνεται έναντι του πληρωτή για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής, ενώ η ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής ορίζεται στο άρθρο 73 και την παρ. 1 αυτού, σύμφωνα με το οποίο, «με την επιφύλαξη του άρθρου 71, σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, ύστερα από διαπίστωση ή ειδοποίηση, επιστρέφει αμέσως και σε κάθε περίπτωση το αργότερο έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας στον πληρωτή το χρηματικό ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, εκτός αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή έχει βάσιμες υπόνοιες ότι έχει διαπραχθεί απάτη και κοινοποιεί γραπτώς τους λόγους αυτούς στη ΓΓΕΠΚ. Αν συντρέχει περίπτωση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην πρότερη κατάσταση και διασφαλίζει ότι η ημερομηνία αξίας για την πίστωση λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη του χρονικού σημείου χρέωσης αυτού του λογαριασμού πληρωμών με το χρηματικό ποσό της πράξης πληρωμής», ενώ κατά την παρ. 3 του άρθρου αυτού, «σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πληρωμής περαιτέρω αποζημίωση δεν αποκλείεται, εφόσον θεμελιώνεται σχετικό δικαίωμα στο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή στο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής». Εξάλλου, κατά το άρθρο 72 παρ. 1, αν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής ή ισχυρίζεται ότι η πράξη πληρωμής δεν εκτελέσθηκε ορθά, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών οφείλει να αποδεικνύει ότι έχει ταυτοποιηθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι η πράξη πληρωμής έχει καταγράφει με ακρίβεια, έχει καταχωριστεί στους λογαριασμούς πληρωμών και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία της υπηρεσίας που παρέχεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, ενώ σύμφωνα με την παρ. 2, αν ένας χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής, η χρήση ενός μέσου πληρωμών που έχει καταγραφεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, δεν αποτελεί αναγκαστικά, από μόνη της επαρκή απόδειξη ότι ο πληρωτής είχε εγκρίνει την πράξη πληρωμής ή ότι είχε ενεργήσει με δόλο ή δεν είχε εκπληρώσει από πρόθεση ή βαριά αμέλεια μια ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις του άρθρου 69 και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, πρέπει να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη απάτης ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1, «Ό χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που έχει δικαίωμα χρήσης του μέσου πληρωμών έχει τις εξής υποχρεώσεις: α) χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την έκδοση και χρήση του, οι οποίοι πρέπει να είναι αντικειμενικοί, χωρίς διακρίσεις και αναλογικοί, β) ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή τον φορέα που ο τελευταίος ορίζει, μόλις αντιληφθεί απώλεια, κλοπή, υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών, ή μη εγκεκριμένη χρήση του», ενώ, περαιτέρω, στο άρθρο 70 προβλέπονται οι υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ως εξής: «1. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει το μέσο πληρωμών έχει τις εξής υποχρεώσεις: α) διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας δεν είναι προσβάσιμα σε τρίτους παρά μόνο στο νόμιμο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών του μέσου πληρωμών, τηρουμένων των υποχρεώσεων του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 69, β) δεν αποστέλλει μέσο πληρωμών χωρίς προηγούμενο σχετικό αίτημα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η εν λόγω αποστολή αφορά αντικατάσταση υφιστάμενου μέσου πληρωμών, γ) διασφαλίζει ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών έχει στη διάθεσή του, σε διαρκή βάση, τα κατάλληλα μέσα που του επιτρέπουν να προβαίνει σε γνωστοποίηση σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 69 ή σε υποβολή αιτήματος για την άρση της αναστολής της δυνατότητας χρήσης του μέσου πληρωμών, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 68. Ύστερα από αίτημα ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει, για δεκαοκτώ (18) μήνες από τη γνωστοποίηση στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τα μέσα για να αποδείξει ότι πράγματι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών προέβη στην εν λόγω γνωστοποίηση, δ) παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τη δυνατότητα να προβεί σε γνωστοποίηση χωρίς επιβάρυνση και μπορεί να επιβάλλει χρέωση μόνο για το κόστος αντικατάστασης του μέσου πληρωμών, σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 69, ε) αποτρέπει κάθε χρήση του μέσου πληρωμών από το χρονικό σημείο της γνωστοποίησης, σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 69. 2. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αναλαμβάνει τον κίνδυνο της αποστολής στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών του μέσου πληρωμών ή κάθε σχετικού εξατομικευμένου διαπιστευτηρίου ασφαλείας.» Εξάλλου, με τον όρο γνησιότητα της πράξης πληρωμής νοείται η πράξη που ενεργήθηκε με την πραγματική συναίνεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμής, δηλαδή, είτε από τον ίδιο είτε, εν γνώσει του, από τρίτο πρόσωπο, στο οποίο είχε παράσχει σχετική άδεια. Δεν υφίσταται γνήσια συναλλαγή, όταν ο χρήστης αγνοεί αυτήν και ενεργήθηκε από τρίτο πρόσωπο χωρίς δικαίωμα, ακόμη κι αν η συγκατάθεσή του φέρεται να δόθηκε με τη μορφή που συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών (βλ. ΜΠρΠατρ 258/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο, διότι η διάταξη του άρθρου 64 παρ. 1 και 2 Ν. 4537/2018, σύμφωνα με την οποία μια πράξη πληρωμής θεωρείται εγκεκριμένη, μόνο εφόσον ο πληρωτής έχει δώσει τη συγκατάθεσή του στην εκτέλεσή της, τέθηκε για να προστατεύσει το χρήστη υπηρεσιών πληρωμής από την εκτέλεση πληρωμών που δεν ανταποκρίνονται στη βούλησή του και όχι για να αποτρέψει τη γένεση αξιώσεων σε βάρος του παρόχου των υπηρεσιών σε κάθε περίπτωση διενέργειας συναλλαγών με φερόμενη συναίνεση του χρήστη με τον τρόπο που συμφωνήθηκε, ακόμα και αν αυτή δόθηκε με αθέμιτη παρέμβαση τρίτου προσώπου που ο χρήστης αγνοούσε και ουδέποτε ενέκρινε. Η ανωτέρω βούληση του νομοθέτη συνάγεται σαφώς και από τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 2 εδ. α’ Ν. 4537/2018 (ΜΠρΧίου 245/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΘεσ 2297/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 74 του Ν. 4537/2018, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 5019/2023, «1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 73, ο πληρωτής ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των πενήντα (50) ευρώ για τις ζημίες από τη διενέργεια μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής, οι οποίες προκύπτουν είτε από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών είτε από υπεξαίρεσή του. Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει, εφόσον: α) η απώλεια κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί από τον πληρωτή πριν από τη διενέργεια πράξης πληρωμής, εκτός αν ο πληρωτής είχε ενεργήσει με δόλο ή β) η ζημία είχε προκληθεί από πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλου, αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή οντότητας στην οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είχε αναθέσει τις δραστηριότητές του. Ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημίες που σχετίζονται με κάθε μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, που προξένησε από δόλο, καθώς για τη με δόλο αθέτηση των υποχρεώσεών του, σύμφωνα με το άρθρο 69. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν ισχύει το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Αν ο πληρωτής είναι καταναλωτής και εφόσον οι ζημιές οφείλονται σε βαριά αμέλεια, ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τη φύση των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας και τις ειδικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες το μέσο πληρωμής απωλέσθη, εκλάπη ή υπεξαιρέθηκε. Το τέταρτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, αν ο πάροχος αποδείξει ότι διαθέτει και εφαρμόζει πρόσθετους, αποτελεσματικούς και πιο εξελιγμένους μηχανισμούς ελέγχου των συναλλαγών, από αυτούς που εφαρμόζει για την ισχυρή ταυτοποίηση των συναλλαγών, για συναλλαγές που μπορούν να προκαλέσουν ζημία άνω των χιλίων (1.000) ευρώ, όπως, ιδίως, μηχανισμούς ελέγχου που αξιοποιούν τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης ή επιπλέον κωδικό ή βιομετρική ταυτοποίηση ή τηλεφωνική επιβεβαίωση. 2. Εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν απαιτεί ισχυρή ταυτοποίηση του πελάτη, ο πληρωτής ευθύνεται για τυχόν οικονομικές συνέπειες, μόνο αν έχει ενεργήσει με δόλο. Αν ο δικαιούχος ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου αδυνατεί να δεχτεί ισχυρή ταυτοποίηση του πελάτη, οφείλει να αποζημιώσει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή για την οικονομική ζημία που έχει υποστεί. 3. Από το χρονικό σημείο ειδοποίησης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 69, ο πληρωτής δεν επωμίζεται οποιαδήποτε οικονομική συνέπεια που απορρέει από τη χρήση απολεσθέντος, κλαπέντος ή υπεξαιρεθέντος μέσου πληρωμών, εκτός αν έχει ενεργήσει με δόλο. Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρέχει στον πληρωτή τα κατάλληλα μέσα που του επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή να προβεί σε ειδοποίηση αναφορικά με την απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών, σύμφωνα με την περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 70, ο πληρωτής δεν ευθύνεται για τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη χρήση του εν λόγω μέσου πληρωμών, εκτός αν έχει ενεργήσει με δόλο. Οι ανωτέρω διατάξεις αποτελούν επέκταση των όσων ίσχυαν στη χρήση πιστωτικής κάρτας από μη δικαιούχο πρόσωπο, για την οποία προβλεπόταν ευθύνη πραγματικού δικαιούχου σε περίπτωση απώλειας ή κλοπής της κάρτας από ελαφρά αμέλεια έως του ποσού των 150 ευρώ (έτσι, ΠολΠρΑΘ 621/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑθ 2893/2018, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑΘ 535/2009, ΤΝΠ Νόμος), ώστε πλέον να ρυθμιστεί η απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών (έτσι και η αιτιολογική έκθεση της οδηγίας ΕΕ 2015/2366, σημείο 71, όπου διευκρινίζεται ότι ουδεμία ευθύνη του πληρωτή υφίσταται όταν ο ίδιος δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί την απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών). Ως εκ τούτου, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, σε περίπτωση μεταφοράς κεφαλαίου από μη δικαιούχο πρόσωπο, λόγω απώλειας (στην έννοια αυτή εντάσσεται η απάτη), κλοπής ή υπεξαίρεσης του μέσου πληρωμών, ο πελάτης της Τράπεζας (πληρωτής) δεν δύναται να διεκδικήσει από την Τράπεζα το επίδικο χρηματικό ποσό μόνο στην περίπτωση που έχει ενεργήσει με δόλο ως προς την μεταφορά αυτή (ήτοι, όταν υφίσταται συμπαιγνία μεταξύ του πληρωτή και του φερόμενου τρίτου) και στην περίπτωση που δεν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις του άρθρου 69, με δόλο, ενώ στην περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων του άρθρου 69 από βαριά αμέλεια, ο πληρωτής, εφόσον είναι καταναλωτής, ευθύνεται μέχρι του ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ. Αντιθέτως, στην περίπτωση που έχουν μεν παραβιαστεί υπαιτίως οι υποχρεώσεις του άρθρου 69, πλην, όμως, από ελαφρά αμέλεια, τότε ο πελάτης της Τράπεζας ευθύνεται μόνο έως του ποσού των πενήντα (50) ευρώ. Τέλος, εάν δεν έχουν παραβιαστεί υπαιτίως οι ανωτέρω υποχρεώσεις (διευκρινίζεται, εκ του νόμου, ότι η αδυναμία γνώσης της απώλειας, κλοπής ή υπεξαίρεσης πριν την διενέργεια πράξης πληρωμής κατά κανόνα οδηγεί στην μη υπαίτια παραβίαση της υποχρέωσης ενημέρωσης), ο πελάτης της Τράπεζας δικαιούται το πλήρες κεφάλαιο που μεταφέρθηκε. Ως προς την έννοια της βαριάς αμέλειας, ήδη η οδηγία ΕΕ 2015/12366 διευκρινίζει στην αιτιολογική της έκθεση ότι η ελαφρά αμέλεια είναι η «κανονική» αμέλεια και ότι απαιτούνται ειδικές περιστάσεις για να διαγνωσθεί η ύπαρξη βαριάς αμέλειας, όπως η φύλαξη των διαπιστευτηρίων για την έγκριση της πράξης πληρωμής δίπλα στο μέσο πληρωμής. Συγκεκριμένα, η αιτιολογική έκθεση διαλαμβάνει τα ακόλουθα (σημείο 72): «Για να εκτιμηθεί αν υπάρχει αμέλεια ή βαριά αμέλεια του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις. Τα αποδεικτικά στοιχεία και ο βαθμός της καταγγελλόμενης αμέλειας θα πρέπει να αξιολογούνται βάσει του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, ενώ η έννοια της αμέλειας συνεπάγεται παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας, με τον όρο βαριά αμέλεια θα πρέπει να νοείται κάτι βαρύτερο από την απλή αμέλεια, που θα αφορά μορφές συμπεριφοράς που παρουσιάζουν σημαντικό βαθμό έλλειψης επιμέλειας, παραδείγματος χάριν, η περίπτωση όπου τα διαπιστευτήρια που χρησιμοποιούνται για την έγκριση πράξης πληρωμής φυλάσσονται δίπλα στο μέσο πληρωμής, κατά τρόπο ανοικτό και ευχερώς ανιχνεύσιμο από τρίτους. Οι συμβατικοί όροι και οι όροι παροχής και χρήσης ηλεκτρονικού μέσου πληρωμών που θα συνεπάγονταν αύξηση του βάρους της απόδειξης έναντι του καταναλωτή ή μείωση του βάρους της απόδειξης έναντι του εκδότη, θα πρέπει να θεωρούνται άκυροι. Εξάλλου, σε ειδικές περιπτώσεις και ιδίως, στις περιπτώσεις όπου το μέσο πληρωμής δεν είναι παρόν στο σημείο πώλησης, όπως στην περίπτωση των ηλεκτρονικών πληρωμών, είναι σκόπιμο να απαιτείται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει αποδείξεις της καταγγελλόμενης αμέλειας, δεδομένου ότι τα μέσα που διαθέτει ο πληρωτής είναι πολύ περιορισμένα σε αυτές τις περιπτώσεις». Περαιτέρω, για την ειδικότερη διευκρίνιση της βαριάς αμέλειας σε περίπτωση απάτης, κρίσιμο είναι εάν εφαρμόζεται σύστημα ισχυρής ταυτοποίησης (άρθρο 96 ν. 4537/2018). Σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ. 1 και 3 του Ν. 4537/2018, «οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν ισχυρή ταυτοποίηση πελάτη, όταν ο πληρωτής: α) έχει πρόσβαση στο λογαριασμό πληρωμών του σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση (on), β) εκκινεί ηλεκτρονική πράξη πληρωμής, γ) εκτελεί οποιαδήποτε ενέργεια μέσω, εξ αποστάσεως διαύλου, η οποία μπορεί να ενέχει κίνδυνο απάτης στις πληρωμές ή άλλες παραβιάσεις. Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν κατάλληλα μέτρα ασφαλείας με σκοπό την προστασία της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών. Δεδομένου ότι στην ισχυρή ταυτοποίηση απαιτείται πάντοτε διαδικασία δύο σταδίων, βαρεία αμέλεια θα νοείται, κατά κανόνα, μόνο στην περίπτωση που ο εξαπατηθείς πληρωτής παράσχει στους δράστες της απάτης τα απαιτούμενα μέσα και των δύο σταδίων (π.χ. όνομα χρήστη και κωδικό αφενός, ΟΤΡ για μεταφορά κεφαλαίου αφετέρου). Αν, αντιθέτως, ο εξαπατηθείς πληρωτής παράσχει στους δράστες πληροφορίες μόνο για το ένα από τα δύο στάδια (π.χ. μόνο όνομα χρήστη και κωδικό), τότε η αμέλεια που τον βαρύνει θα πρέπει να κρίνεται κατά κανόνα ελαφρά, καθότι ο πληρωτής δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ότι το έτερο μέρος θα αποκτήσει πρόσβαση, με δικά του μέσα και στο έτερο στάδιο (π.χ. γνώση κωδικού ΟΤΡ), ώστε να πετύχει την μεταφορά κεφαλαίων. Στην ανωτέρω περίπτωση, λόγω κρίσιμης ομοιότητας, θα πρέπει να υπαχθεί και η περίπτωση στην οποία ο εξαπατηθείς πληρωτής παρέχει εξ ιδίων πληροφορίες τόσο όσον αφορά το όνομα χρήστη και τον κωδικό εισόδου, όσο και κάποιον κωδικό ΟΤΡ, ο οποίος, όμως, δεν αφορά την μετακίνηση κεφαλαίου, τούτο, διότι δικαίως εμπιστεύεται ο πληρωτής ότι τα όσα έχει γνωστοποιήσει σε τρίτο μέρος δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μετακίνηση κεφαλαίου. Περαιτέρω, ο νόμος 4537/2018 εισάγει αναγκαστικό δίκαιο υπέρ των χρηστών, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 103 αυτού, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά και μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν μόνο ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών, ώστε στα πλαίσια του νόμου αυτού και κατά τις πρόνοιες αυτού δεν υφίσταται ευθύνη των παροχών σύμφωνα με το άρθρο 92 (Απουσία ευθύνης σε μη συνήθεις και μη προβλέψιμες περιστάσεις) μόνο όταν υπάρχουν ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρόλες τις προσπάθειες για το αντίθετο. Ωστόσο, υπό το σύστημα του νόμου αυτού, οι λειτουργικοί κίνδυνοι και οι κίνδυνοι ασφαλείας του συστήματος δεν αποτελούν μη συνήθεις και μη προβλέψιμες περιστάσεις, ώστε η από την επέλευσή τους ζημία των χρηστών βαρύνει τους παρόχους, καθώς η περίπτωσή τους ρυθμίζεται διεξοδικά στα άρθρα 94 επ. (ΕιρΘεσ 2297/2022, ΤΝΠ Νόμος).

III. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, ο ενάγων εκθέτει ότι τυγχάνει δικαιούχος του με αρ. … λογαριασμού που τηρείται στην εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρία. Ότι, την 22-09-2021, περί το απόγευμα, ο ενάγων εισήλθε στην ειδική εφαρμογή ηλεκτρονικής τραπεζικής (internet banking) της εναγόμενης, χρησιμοποιώντας τον κωδικό συνδρομητή, το μυστικό κωδικό του, καθώς και το μίας χρήσης τετραψήφιο κωδικό, που εστάλη στον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του, προκειμένου να πραγματοποιήσει από τον τραπεζικό του λογαριασμό ορισμένη συναλλαγή, οπότε διαπίστωσε ότι την 20-09-2021 είχε μεταφερθεί, εν αγνοία του και χωρίς τη συγκατάθεση/έγκρισή του, το ποσό των 8.741,50 ευρώ, από τον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό του προς το με αριθμ. … λογαριασμό τρίτου, που τηρείται στη γερμανική, «Ν26ΒΑΝΚ» τράπεζα. Ότι, παρά την αναστάτωσή του, ο ενάγων τηλεφώνησε αμέσως στο αρμόδιο τμήμα τηλεφωνικής εξυπηρέτησης της εναγομένης και ενημέρωσε, ως δικαιούχος του λογαριασμού, ότι δεν πραγματοποίησε ο ίδιος ή άλλος με εντολή του την ως άνω συναλλαγή, αλλά ότι συντρέχει περίπτωση απάτης και παράνομης αφαίρεσης (κλοπής) των χρημάτων από το λογαριασμό του. Ότι, επιπλέον, την επόμενη ημέρα, 23-09-2021, μετέβη στο κατάστημα της εναγομένης στη Νέα Μάκρη και υπέβαλε συμπληρωμένο Έντυπο Αμφισβήτησης της εν λόγω συναλλαγής, με αριθμ. ., αιτούμενος την ακύρωση αυτής, το μηδενισμό του λογαριασμού του, τη μεταφορά του υπολοίπου αυτού σε νέο λογαριασμό, το άνοιγμα νέας συνδρομής ννθό όπηΗηδ και την έκδοση νέας χρεωστικής κάρτας. Ότι, επίσης, μετέβη, ακολούθως, στο Αστυνομικό Τμήμα Ραφήνας Πικερμίου, όπου ανέφερε το συμβάν και υπέβαλε νομίμως μήνυση κατά των άγνωστων δραστών. Ότι, την 06-10-2021, ενημερώθηκε από προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης από το κατάστημα αυτής στη Ραφήνα, στο οποίο μετέβη, κατόπιν πρόσκλησής του, ότι η εναγόμενη αρνείται την ευθύνη της για την ως άνω συναλλαγή μεταφοράς χρημάτων, καθόσον αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω της εφαρμογής «ΜγΑlphaMobile», κατόπιν έγκρισής του, με τη χρήση της υπηρεσίας Push Notification, η οποία είχε προηγουμένως και συγκεκριμένα, την 16-09-2021, ενεργοποιηθεί από τη νέα, προστεθείσα στο λογαριασμό/συνδρομή του, συσκευή κινητού τηλεφώνου του ενάγοντας, με τηλεφωνικό αριθμό «.» και ότι, συνεπώς, σε περίπτωση που αυτή αποτελεί μη εγκεκριμένη από αυτόν συναλλαγή, αυτή οφείλεται σε διαρροή προς τρίτο πρόσωπο των στοιχείων των προσωπικών κωδικών ασφαλείας του ενάγοντας, για την είσοδό του στο σύστημα ηλεκτρονικής τραπεζικής της εναγομένης, για την τήρηση της μυστικότητας των οποίων αυτός φέρει αποκλειστική ευθύνη. Ότι, για το λόγο αυτό, ο ενάγων υπέβαλε, κατόπιν, τόσο επιστολή παραπόνων, αιτούμενος ακρόαση, όσο και την από 06-10-2021 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία του προς την εναγόμενη, που της επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή την 12-10-2021, ζητώντας με αυτή την πίστωση, έως την 19-10-2021, του τραπεζικού του λογαριασμού, που τηρείται στην εναγόμενη τράπεζα, με το ποσό των 8.741,50 ευρώ, που μεταφέρθηκε, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σε λογαριασμό ξένης τράπεζας στο εξωτερικό, που ανήκει στο τρίτο άγνωστο σε αυτόν πρόσωπο, δίχως ουδέποτε να αποσταλούν, για την πραγματοποίηση της συναλλαγής αυτή, στη συσκευή του κινητού του τηλεφώνου, με τον ανωτέρω τηλεφωνικό αριθμό, ειδοποιήσεις ισχυρής ταυτοποίησης, με τη μορφή κωδικού μιας χρήσης (ΟΤΡ), τόσο για την είσοδο στην εφαρμογή ΜγΑlpha Mobile, όσο και για τη μεταβολή του ποσοτικού ορίου συναλλαγών, καθώς και για την έγκριση πραγματοποίησης της εν λόγω μεταφοράς χρημάτων, ούτε, όμως και η επικαλούμενη από την εναγόμενη, ως αποσταλείσα σε αυτόν, ειδοποίηση «Push Notification», για την έγκριση της συναλλαγής αυτής και ενώ, επιπροσθέτως, ουδέποτε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, τόσο πριν όσο και μετά την επίμαχη τραπεζική ηλεκτρονική συναλλαγή, ο ενάγων δεν απώλεσε την κατοχή της κινητής τηλεφωνικής του συσκευής, που είναι συνδεδεμένη με το σύστημα ηλεκτρονικής τραπεζικής της εναγόμενης, ούτε την κατοχή της κάρτας sim, η οποία είναι τοποθετημένη και λειτουργεί στο κινητό αυτό, ούτε, άλλωστε, ποτέ η εν λόγω κάρτα sim ή η συγκεκριμένη συσκευή κινητού τηλεφώνου του ενάγοντος έπαυσαν να λειτουργούν κανονικά σε χρόνο είτε πριν είτε μετά τη συγκεκριμένη μη εγκεκριμένη τραπεζική συναλλαγή, που αποτελεί προϊόν ηλεκτρονικής απάτης. Ότι, παρά τις ανωτέρω διαμαρτυρίες και αιτιάσεις του, η εναγόμενη τράπεζα του απέστειλε, ακολούθως, την 26-11-2021, νέα απαντητική επιστολή της, με την οποία εξακολουθούσε να αρνείται την ευθύνη της για την ανωτέρω τραπεζική συναλλαγή-υπηρεσία πληρωμής και για τη ζημία του ενάγοντας, για την οποία όριζε αποκλειστικά υπαίτιο και υπεύθυνο τον τελευταίο, αρνούμενη να πιστωθεί εκ νέου στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντας το μεταφερθέν από αυτόν χρηματικό ποσό, το οποίο δεν έχει, έκτοτε, καταβάλει, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του ενάγοντας. Ότι, συνεπώς, για την ως άνω συναλλαγή, η οποία ουδέποτε εγκρίθηκε από αυτόν, αλλά αποτελεί προϊόν απάτης, εξαιτίας της οποίας ζημιώθηκε κατά το ποσό των 8.741,50 €, ευθύνεται αποκλειστικά η εναγόμενη, η οποία, με τις ανωτέρω ιστορούμενες στην αγωγή ενέργειες/παραλείψεις, παραβίασε τη γενική υποχρέωση ασφάλειας και πρόνοιας που απορρέει από τη συμβατική τους σχέση, κατά την πραγματοποίηση, μάλιστα, μιας πράξης πληρωμής/συναλλαγής άμεσης μεταφοράς χρημάτων, η οποία ήταν, εν προκειμένω, ιδιαίτερα ασυνήθιστη, τόσο ως προς το ύψος του μεταφερόμενου χρηματικού ποσού, όσο και ως προς την τράπεζα (εξωτερικού) και τον δικαιούχο του τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο πιστώθηκε αυτό και για το λόγο αυτό, ύποπτη, λαμβανομένης υπόψη και της υψηλής συχνότητας απατηλών ενεργειών στις ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές, ως σύγχρονου φαινομένου, οπότε η εναγόμενη τράπεζα όφειλε να είναι, δια των προστηθέντων αρμόδιων υπαλλήλων της, περισσότερο υποψιασμένη και να απαιτήσει επιπρόσθετα στοιχεία για την επιβεβαίωση της αυθεντικότητάς της. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητά να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 8.741.50 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδικη μεταφορά χρημάτων, ήτοι από την 20-09- 2021, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρο 7, 8, 9, 14 παρ. 1α και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), για να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, για δε το παραδεκτό της συζήτησής της υποβλήθηκε, με τις προτάσεις του ενάγοντος, το από 20-12-2021 έγγραφο ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ αρθρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019, που υπογράφεται από τον ενάγοντα, θεωρούμενης της γνησιότητας υπογραφής του και από τον πληρεξούσιο, υπογράφοντα την αγωγή, δικηγόρο του. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, δοθέντος ότι περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία που θεμελιώνουν κατά το νόμο την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος της εναγόμενης και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 64, 71, 72, 73 του ν. 4537/2018, 288, 297, 298, 330 εδ. β’, 361, 806, 822 επ., 345 και 346 ΑΚ, καθώς και των άρθρων 70, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι το αίτημα επιδίκασης τόκων υπερημερίας τυγχάνει νόμιμο, ως έλασσον που εμπεριέχεται στο μείζον, από την πάροδο της τασσόμενης με την από 06-10-2021 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση του ενάγοντος προς την εναγόμενη προθεσμία των πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την επίδοσή της, ήτοι από τις 20-10-2021 (κατ’ αρθρ. 340 – 341 ΑΚ). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, καθόσον δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, διότι, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942, ως τροποποιηθείσα ισχύει, ορίζεται ότι: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού».

IV. Η εναγόμενη αρνήθηκε την υπό κρίση αγωγή, ισχυριζόμενη, κατά τα ειδικότερα στις προτάσεις της αναφερόμενα, ότι δεν φέρει καμία ευθύνη προς αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντας, καθώς η επίδικη συναλλαγή έγινε από αποκλειστική υπαιτιότητα του τελευταίου, αφού δεν τηρήθηκαν εκ μέρους του οι κανόνες δέουσας επιμέλειας για τη διασφάλιση του απόρρητου χαρακτήρα των στοιχείων ταυτοποίησής του. Προβάλλει, δε, την ένσταση του άρθρου 72 του ν. 4537/2018, ισχυριζόμενη ότι η επίμαχη συναλλαγή μεταφοράς ποσού 8.741,50 ευρώ διενεργήθηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να θεωρείται της απολύτου εγκρίσεως του ενάγοντας, της εναγομένης τράπεζας μη φέρουσας οιασδήποτε ευθύνης και ότι η ως άνω συναλλαγή τυγχάνει γνήσια, η οποία (ένσταση) είναι νόμιμη, ερειδόμενη στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 72 του Ν. 4537/2018 και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Επικουρικώς, προβάλλει την ένσταση συντρέχοντας πταίσματος του ενάγοντας, κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, σε ποσοστό 99%, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων με δική του ευθύνη κοινοποίησε σε τρίτα πρόσωπα τα στοιχεία εξατομίκευσής του στο e-banking (όνομα, χρήστη και μυστικό κωδικό) και τους πρόσθετους κωδικούς ασφαλείας που εστάλη σαν στο κινητό τηλέφωνό του, με αριθμό ., του οποίου την κατοχή είναι πιθανό ότι απώλεσε ή ότι του αφαιρέθηκε (με κλοπή), ενώ ειδοποίησε την εναγόμενη τράπεζα σε χρόνο που η συναλλαγή είχε ήδη ολοκληρωθεί, και δεν ήταν πλέον δυνατή η ακύρωσή της, η οποία (ένσταση) είναι νόμιμη, ως ερειδόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις και πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

V. Από την εκτίμηση των νομίμως επικαλούμενων και εμπροθέσμως προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων, τα οποία χρησιμεύουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται η συνεκτίμηση κανενός, κατά την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων και η μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα, με τις προτάσεις του, με αριθμό ./16-02-2022 και ./16-02-2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, …, αντίστοιχα, που ελήφθην ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, …, με επιμέλεια του ενάγοντας, κατόπιν γνωστοποίησης των στοιχείων των μαρτύρων, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ και νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα με αριθμό ./31-01-2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .), καθώς και η μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από την εναγόμενη, με τις προτάσεις της, με αριθμό ./27-04-2022 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα, ., η οποία ελήφθη, με επιμέλεια της εναγομένης, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ., κατόπιν γνωστοποίησης των στοιχείων της μάρτυρα, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ και νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος, με επίδοση στο δικαστικό πληρεξούσιο αυτού, κατ’ αρθρ. 143 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από την εναγόμενη, με αριθμ. .Γ/18-04-2022 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, .), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (αρθ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων τυγχάνει δικαιούχος του με αρ. . λογαριασμού που τηρείται στην εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρία. Την 22-09-2021, περί το απόγευμα, ο ενάγων εισήλθε στην ειδική εφαρμογή ηλεκτρονικής τραπεζικής της εναγόμενης, που είχε εγκαταστήσει στη συσκευή του κινητού του τηλεφώνου (συσκευή android) (myalpha mobile), προκειμένου να πραγματοποιήσει από τον τραπεζικό του λογαριασμό ορισμένη συναλλαγή, οπότε διαπίστωσε ότι, την 20-09- 2021 και ώρα: 20:51, είχε μεταφερθεί, εν αγνοία του και χωρίς τη συγκατάθεση/έγκρισή του, το ποσό των 8.741,50 ευρώ, από τον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό του προς το με αριθμ. . λογαριασμό τρίτου, άγνωστου σε αυτόν προσώπου, που τηρείται στη γερμανική, «Ν26ΒΑΝΚ» τράπεζα. Ο ενάγων τηλεφώνησε αμέσως στο αρμόδιο τμήμα τηλεφωνικής εξυπηρέτησης της εναγομένης και ενημέρωσε, ως δικαιούχος του λογαριασμού, ότι δεν πραγματοποίησε ο ίδιος ή άλλος με εντολή του την ως άνω συναλλαγή, αλλά ότι συντρέχει περίπτωση απάτης και παράνομης αφαίρεσης (δια της εκτελεσθείσας μεταφοράς) των χρημάτων από το λογαριασμό του. Επιπλέον και κατόπιν σύστασης από τον προστηθέντα υπάλληλο της εναγομένης, που τον εξυπηρέτησε τηλεφωνικά, κατά τα ανωτέρω, την επόμενη ημέρα, 23-09-2021, μετέβη στο κατάστημα της εναγομένης, στη Νέα Μάκρη και υπέβαλε συμπληρωμένο Έντυπο Αμφισβήτησης της εν λόγω συναλλαγής, με αριθμ. ., αιτούμενος την ακύρωση αυτής, το μηδενισμό του λογαριασμού του, τη μεταφορά του υπολοίπου αυτού σε νέο λογαριασμό, το άνοιγμα νέας συνδρομής web banking και την έκδοση νέας χρεωστικής κάρτας. Επίσης, μετέβη, ακολούθως, στο Αστυνομικό Τμήμα Ραφήνας Πικερμίου, όπου ανέφερε το συμβάν και υπέβαλε νομίμως μήνυση κατά των άγνωστων δραστών. Την 23-09-2021, η εναγόμενη τράπεζα απέστειλε, δια των αρμόδιων προστηθέντων υπαλλήλων της, αίτημα ακύρωσης της συναλλαγής, προς την ανωτέρω αλλοδαπή τράπεζα, η οποία απέστειλε, κατόπιν, αρνητική απάντηση, λόγω άρνησης του δικαιούχου του πιστωθέντος λογαριασμού (βλ. Σχετικό 9 των προτάσεων της εναγόμενης). Ακολούθως, την 06-10-2021, ενημερώθηκε από προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης από το κατάστημα αυτής στη Ραφήνα, στο οποίο μετέβη, κατόπιν πρόσκλησής του, ότι η εναγόμενη αρνείται την ευθύνη της για την ως άνω συναλλαγή μεταφοράς χρημάτων, καθόσον αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω της εφαρμογής «ΜγAlpha Mobile», κατόπιν έγκρισής του, με τη χρήση της υπηρεσίας Ρυsh Notification, η οποία ειδοποίηση εστάλη σε συσκευή που είχε ταυτοποιηθεί προηγουμένως και συγκεκριμένα, την 05-09-2021, με την προβλεπόμενη από την οικεία μεταξύ τους σύμβαση και τους γενικούς όρους των οικείων συναλλαγών διαδικασία ισχυρής ταυτοποίησης, τόσο για την είσοδο του χρήστη στην ειδική εφαρμογή όσο και για την ταυτοποίηση της συγκεκριμένης κινητής τηλεφωνικής συσκευής και τη σύνδεση αυτής με τη συνδρομή του ενάγονιος, με αριθμ. . (βλ. τη με αριθμ. ./27-04-2022 ένορκη βεβαίωση – Σχετικό 11 των προτάσεων της εναγομένης) και ότι, εφόσον αυτή αποτελεί μη εγκεκριμένη από αυτόν συναλλαγή, αυτή οφείλεται σε διαρροή προς τρίτο πρόσωπο των στοιχείων των προσωπικών κωδικών ασφαλείας (ήτοι, του ονόματος χρήστη και του κωδικού πρόσβασης) του ενάγοντας, για την είσοδό του στο σύστημα ηλεκτρονικής τραπεζικής της εναγομένης, για την τήρηση της μυστικότητας των οποίων αυτός φέρει αποκλειστική ευθύνη. Ο ενάγων υπέβαλε, κατόπιν, τόσο επιστολή παραπόνων, όσο και την από 06-10-2021 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία του προς την εναγόμενη, που της επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή, την 12-10-2021, ζητώντας με αυτή την πίστωση, έως την 19- 10-2021, του τραπεζικού του λογαριασμού, που τηρείται στην εναγόμενη τράπεζα, με το ποσό των 8.741,50 ευρώ που μεταφέρθηκε, χωρίς την συγκατάθεσή του, σε λογαριασμό ξένης τράπεζας στο εξωτερικό, που ανήκει στο τρίτο άγνωστο σε αυτόν πρόσωπο, δίχως ουδέποτε να αποσταλούν, για την πραγματοποίηση της συναλλαγής αυτή, στη συσκευή του κινητού του τηλεφώνου, με τον ανωτέρω τηλεφωνικό αριθμό, η οποία είναι συνδεδεμένη με την συνδρομή του υπηρεσιών ηλεκτρονικής τραπεζικής της εναγόμενης τράπεζας, ειδοποιήσεις ισχυρής ταυτοποίησης, με τη μορφή κωδικού μιας χρήσης (ΟΤΡ), τόσο για την είσοδο στην εφαρμογή ΜγAlpha Mobile, όσο και για τη μεταβολή του ποσοτικού ορίου συναλλαγών, καθώς και για την έγκριση πραγματοποίησης της εν λόγω μεταφοράς χρημάτων, ούτε, όμως και ειδοποίηση «Ρυsh Notification», για την έγκριση της συναλλαγής αυτής και ενώ, επιπροσθέτως, σύμφωνα με όσα βεβαίωσαν ενόρκως οι προτεινόμενοι από τον ενάγοντα μάρτυρες (βλ. Σχετικά 11 και 12 των προτάσεων του ενάγοντας), ουδέποτε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, τόσο πριν όσο και μετά την επίμαχη τραπεζική ηλεκτρονική συναλλαγή, ο ενάγων δεν απώλεσε την κατοχή της κινητής τηλεφωνικής του συσκευής, που είναι συνδεδεμένη με το σύστημα ηλεκτρονικής τραπεζικής της εναγόμενης, ούτε την κατοχή της κάρτας sim, η οποία είναι τοποθετημένη και λειτουργεί στο κινητό αυτό, ούτε, άλλωστε, ποτέ η εν λόγω κάρτα sim ή η συγκεκριμένη συσκευή κινητού τηλεφώνου του ενάγοντας έπαυσαν να λειτουργούν κανονικά σε χρόνο είτε πριν είτε μετά τη συγκεκριμένη μη εγκεκριμένη τραπεζική συναλλαγή, που αποτελεί προϊόν ηλεκτρονικής απάτης. Παρά, δε, τις ανωτέρω διαμαρτυρίες και αιτιάσεις του ενάγοντας, η εναγόμενη τράπεζα εξακολουθεί να αρνείται την ευθύνη της για την ανωτέρω τραπεζική συναλλαγή-υπηρεσία πληρωμής και την εξ αυτής προκληθεί- σα ζημία του ενάγοντας, για την οποία, όριζε αποκλειστικά υπαίτιο και υπεύθυνο τον τελευταίο, αρνούμενη να πιστωθεί εκ νέου στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντας το μεταφερθέν από αυτόν χρηματικό ποσό. Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται από την εναγόμενη, ως έχουσα το σχετικό βάρος απόδειξης, κατ’ άρθρο 72 παρ. 1 του Ν. 4537/2018, ότι η επίμαχη συναλλαγή διενεργήθηκε κατόπιν ισχυρής ταυτοποίησης του ενάγοντος και έγκρισής του, λαμβανομένου υπόψη του ότι η εναγόμενη δεν προσκόμισε τα σχετικά SMS τα οποία φέρεται να απέστειλε στον ενάγοντα, ο οποίος από την πλευρά του αρνείται την αποστολή τους, ούτε προκύπτει, ως καταγεγραμμένη ενέργεια του ενάγοντος, η καταχώρηση του κωδικού μιας χρήσης (ΟΤΡ) για την ολοκλήρωση των ενεργειών εισόδου στην ειδική εφαρμογή ΜγAlpha Mobile, την 05-09-2021 και ακολούθως, για την ταυτοποίηση και σύνδεση, με τη συνδρομή web banking του ενάγοντος, της συσκευής i-phone, με την οποία πραγματοποιήθηκε, κατόπιν, την 20-09-2021, η επίδικη συναλλαγή μεταφοράς χρημάτων. Τα δε «Ρυsh Notification», η υπηρεσία των οποίων είχε ενεργοποιηθεί, αποστέλλονταν στη συσκευή i-phone, μέσω της ΜγAlpha Mobile εφαρμογής που είχε εγκατασταθεί στην τελευταία και όχι στον τηλεφωνικό αριθμό του ενάγοντος, με χρήση είτε των δεδομένων της συσκευής είτε του WiFi στο οποίο ήταν αυτή συνδεδεμένη, συνεπώς δεν ήταν δυνατό, για τον ενάγοντα, να γνωρίζει την πραγματοποίηση της επίδικης τραπεζικής συναλλαγής, πριν από την ολοκλήρωσή της και να παρέχει, έστω μέσω της υπηρεσίας ειδοποιήσεων «Ρυsh Notification», την έγκρισή του ή όχι για αυτή. Συνεπώς, με βάση όλα τα παραπάνω, δεν αποδείχθηκε από την εναγόμενη, ως έχουσα το σχετικό δικονομικό βάρος, ότι η επίδικη διατραπεζική μεταφορά ήταν γνήσια συναλλαγή του ενάγοντος, ακόμη κι αν η συγκατάθεσή του φέρεται να δόθηκε με τη μορφή που συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών. Τούτο, διότι η διάταξη του άρθρου 64 παρ. 1 και 2 Ν. 4537/2018, σύμφωνα με την οποία μια πράξη πληρωμής θεωρείται εγκεκριμένη, μόνο εφόσον ο πληρωτής έχει δώσει τη συγκατάθεσή του στην εκτέλεσή της, τέθηκε για να προστατεύσει το χρήστη υπηρεσιών πληρωμής Οπό την εκτέλεση πληρωμών που δεν ανταποκρίνονται στη βούλησή του και όχι για να αποτρέψει τη γένεση αξιώσεων σε βάρος του παρόχου των υπηρεσιών σε κάθε περίπτωση διενέργειας συναλλαγών με φερόμενη ως συντρέχουσα τη συναίνεση του χρήστη με τον τρόπο που συμφωνήθηκε, ακόμα και αν αυτή δόθηκε με αθέμιτη παρέμβαση τρίτου προσώπου που ο χρήστης αγνοούσε και ουδέποτε ενέκρινε. Η ανωτέρω βούληση του νομοθέτη συνάγεται σαφώς και από την διάταξη του άρθρου 72 παρ. 2 εδ. α’ ν. 4537/2018, κατά την οποία, από μόνη της η χρήση της υπηρεσίας Internet Banking, εκ μέρους του ενάγοντος, δεν αποτελεί αναγκαστικά επαρκή απόδειξη ότι ο πληρωτής είχε εγκρίνει την πράξη πληρωμής. Ούτε δύναται να αποκλειστεί η ευθύνη της εναγόμενης κατ’ εφαρμογή των όρων της προκειμένης σύμβασης παροχής τραπεζικών υπηρεσιών και των εφαρμοζόμενων σε αυτή Πλαισίου Συνεργασίας – Γενικών Όρων Διενέργειας Τραπεζικών Συναλλαγών, σύμφωνα με τους οποίους, μεταξύ άλλων, η εναγόμενη δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε ζημία του πελάτη της που σχετίζεται με συναλλαγές που διενεργήθηκαν με χρήση των προσωπικών του κωδικών πρόσβασης στην υπηρεσία Internet Banking, καθόσον οι προαναφερόμενοι συμβατικοί όροι είναι άκυροι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 103 Ν. 4537/2018, ως ερχόμενοι σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 71, 73 και 92 του ιδίου ως άνω νόμου, οι οποίες προβλέπουν καθολική ευθύνη του παρόχου και απαλλαγή του μόνο για ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, εισάγουν δε οι διατάξεις αυτές αναγκαστικό δίκαιο υπέρ των χρηστών, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 103 Ν. 4537/2018, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά και μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν μόνο ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών, οι δε προαναφερόμενοι συμβατικοί όροι δεν συνιστούν ευνοϊκότερους, αλλά δυσμενέστερους όρους προς το χρήστη υπηρεσιών πληρωμής. Εν προκειμένω, όμως, η εναγόμενη δεν απέδειξε τη γνησιότητα της επίδικης συναλλαγής και την έγκρισή της από τον ενάγοντα και δεν επικαλέστηκε, ούτε άλλωστε αποδείχτηκαν, ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες ήταν πέρα από τον έλεγχό της και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν, παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο. Εξάλλου, ο ενάγων ουδέποτε είχε προηγουμένως πραγματοποιήσει ανάλογη τραπεζική συναλλαγή, με αποστολή χρηματικού ποσού τέτοιου ύψους προς λογαριασμό αλλοδαπής τράπεζας στο εξωτερικό, συνεπώς, η εναγόμενη όφειλε να είχε εντοπίσει, δια των προστηθέντων της, την συναλλαγή αυτή, ως ασυνήθιστη και ύποπτη και να την εμποδίσει ή να προχωρήσει σε αυστηρότερη ταυτοποίηση, π.χ. μέσω τηλεφωνικής κλήσης προς τον ενάγοντα. Μάλιστα, το γεγονός ότι οι πάροχοι πληρωμών, όπως η εναγόμενη, έχουν τη δυνατότητα εντοπισμού ύποπτων και μη εγκεκριμένων συναλλαγών θεωρείται βέβαιο, γι’ αυτό και ορίζεται, στο άρθρο 68 του Ν. 4537/2018, η δυνατότητα της τράπεζας να αναστείλει μια συναλλαγή, σε περίπτωση ύπαρξης υπόνοιας για μη εγκεκριμένη ή απατηλή συναλλαγή. Σε κάθε περίπτωση, η τράπεζα, πριν εκτελέσει μία συναλλαγή μέσω ί-banking, για λογαριασμό του πελάτη της, έχει την υποχρέωση να διερευνήσει ορισμένους παράγοντες, όπως το ύψος και ο τύπος της συναλλαγής και αν υπάρχει συμβατότητα με το προφίλ και το ιστορικό των συναλλαγών του πελάτη της [ιδ. Σωκ. Τσαχιρίδη, Η αστική ευθύνη της τράπεζας έναντι του πελάτη της για απατηλές συναλλαγές στο πλαίσιο ηλεκτρονικής τραπεζικής, ΤΝΠ QUΑLΕΧ, ΕΦΑΠΟΛΔ, 03/2023, σελ. 333- 344 (343)]. Επίσης, χρήζει ελέγχου, από την τράπεζα, το εάν υπάρχει οικονομικός ή νόμιμος σκοπός ή υποκείμενη αιτία μεταξύ του πελάτης της και του δικαιούχου του λογαριασμού στον οποίο πρόκειται να μεταφερθούν τα χρήματα ή όχι. Έτσι, εάν η τράπεζα δεν μπορεί να εντοπίσει οικονομικό ή νόμιμο σκοπό ή υποκείμενη αιτία και η εν λόγω συναλλαγή δεν είναι συνηθισμένη, τότε πρέπει να τη θεωρήσει ύποπτη και να απέχει από την εκτέλεσή της και το ειδικό τμήμα της τράπεζας να επικοινωνήσει άμεσα με τον πελάτη της. Τέτοια περίπτωση είναι όταν αναγράφονται περίεργες αιτιολογίες ή φαίνονται ως δικαιούχοι των λογαριασμών που πρόκειται να πιστωθούν τα χρήματα αλλοδαπά φυσικά πρόσωπα, που διαμένουν στο εξωτερικό. Η τράπεζα οφείλει να τηρήσει τις ανωτέρω παραμέτρους, στα πλαίσια της υποχρέωσής της για τήρηση των κανόνων επιμέλειας που προβλέπονται για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος (ΕιρΘεσ 206/2023, Σωκ. Τσαχιρίδη, ο.π., σελ. 343). Έτι περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη τράπεζα όφειλε να ελέγξει, δια των προστηθέντων της, τη γνησιότητα της επίδικης συναλλαγής, λαμβανομένης υπόψη της ενημέρωσης του ενάγοντος προς αυτήν, λίγες μόνο ημέρες προηγουμένως, για απατηλή τραπεζική συναλλαγή σε βάρος του, με τη χρήση της πιστωτικής του κάρτας, σχετικά με τη διενέργεια εμπορικής συναλλαγής αξίας 850 αγγλικών λιρών (850 GΒΡ), την οποία, όμως, αυτός ουδέποτε πραγματοποίησε και για την έγκριση της οποίας απεστάλη, την 16-09-2021 και ώρα 18:24:31, ειδοποίηση «Ρυsh Notification» στη συσκευή του κινητού του τηλεφώνου (Βλ. Σχετικό 9 των προτάσεων του ενάγοντος), την οποία, όμως, αυτός απέρριψε, απευθυνόμενος ευθύς αμέσως στο τηλεφωνικό κέντρο της εναγόμενης, οι προστηθέντες της οποίας του συνέστησαν να ακυρώσει την πιστωτική του κάρτα, ως και αυτός έπραξε, όχι, όμως και να ακυρώσει τη συνδρομή του web banking, στο περιβάλλον της οποίας μπορεί να έλαβε χώρα η εν λόγω συναλλαγή, ενώ, επίσης, όφειλαν να βρίσκονται σε ετοιμότητα και εγρήγορση για την περίπτωση πιθανής νέας απόπειρας παραβίασης σε βάρος της συνδρομής ηλεκτρονικής τραπεζικής του ενάγοντας, αν και ουδέν έπραξαν, όταν πραγματοποιήθηκε, λίγες μέρες μετά (την 20-09-2021) η επίδικη μεταφορά χρημάτων. Επομένως, η επίδικη συναλλαγή (πράξη πληρωμής) θεωρείται, ελλείψει αποδεικνυόμενης παροχής συγκατάθεσης εκ μέρους του ενάγοντας, μη εγκριθείσα, κατά τις προβλέψεις του άρθρου 64 ν. 4537/2018.

Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ενήργησε με δόλο ως προς τη μεταφορά του επίδικου χρηματικού ποσού, ήτοι ότι η εν λόγω συναλλαγή ήταν αποτέλεσμα συμπαιγνίας μεταξύ του ενάγοντας και τρίτου προσώπου, ούτε ότι ο ενάγων παραβίασε υπαίτια τις προβλεπόμενες εκ του άρθρου 69 του ν. 4537/2018 υποχρεώσεις του, ήτοι: α) να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την έκδοση και χρήση του, οι οποίοι πρέπει να είναι αντικειμενικοί, χωρίς διακρίσεις και αναλογικοί και β) να ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή τον φορέα που ο τελευταίος ορίζει, μόλις αντιληφθεί απώλεια, κλοπή, υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών ή μη εγκεκριμένη χρήση του, αφού ειδοποίησε την εναγόμενη αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την επίδικη συναλλαγή την 22-09-2021, της οποίας τη γνησιότητα αμφισβήτησε, υποβάλλοντας, την 23-09-2021, συμπληρωμένο το σχετικό έντυπο σε υποκατάστημα της εναγόμενης τράπεζας, όπως του υποδείχθηκε από τους προστηθέντες αυτής και πάντως, εντός της προβλεπόμενης εκ του άρθρου 71 παρ. 1 του ν. 4537/2018 προθεσμίας των δεκατριών (13) μηνών. Ωστόσο, ως συνάγεται από τα ως άνω αποδειχθέντα, τρίτο πρόσωπο παραβίασε τα συστήματα ασφαλείας της εναγόμενης με τρόπο, ο οποίος δεν προκύπτει μεν με ακρίβεια, πλην, όμως, αποδεικνύεται ότι δεν είχε σχέση με την συμπεριφορά (ενέργεια ή παράλειψη) του ενάγοντας και ακολούθως, έκανε χρήση των κωδικών εισόδου (username, password, pin) και ασφαλείας (ΟΤΡ) στο σύστημα web banking (ηλεκτρονικής τραπεζικής) της εναγόμενης, την 05-09-2021 και αφού εισήλθε στο σύστημα, προέβη, αμέσως μετά, σε ταυτοποίηση της χρησιμοποιούμενης τηλεφωνικής συσκευής και κατόπιν, ενεργοποίησε και την υπηρεσία Ρυsh Notification της εναγομένης για την έγκριση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, με τη χρήση άλλης κινητής τηλεφωνικής συσκευής (i-phone), δηλαδή, ενήργησε τα ανωτέρω με συσκευή διαφορετική από αυτήν που είχε στην κατοχή και χρήση του ο ενάγων και στην οποία είχε αυτός εγκαταστήσει την εφαρμογή myalpha mobile, με σκοπό να μπορεί το τρίτο αυτό πρόσωπο να εκτελεί παρανόμως συναλλαγές, εν αγνοία του ενάγοντος και σε χρέωση του λογαριασμού του τελευταίου, κάνοντας χρήση της ειδοποίησης Ρυsh Notification, για την έγκριση των συναλλαγών, την οποία θα ελάμβανε, πλέον, στη δική του συσκευή ο τρίτος, μέσω της εγκατασταθείσας σε αυτήν ως άνω εφαρμογής (myalpha mobile), όπως και πράγματι έγινε, την 20-09-2021, κατά την πραγματοποίηση της επίδικης συναλλαγής μεταφοράς χρημάτων. Τις δε ανωτέρω ειδικότερες περιστάσεις, υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε απατηλώς η επίδικη τραπεζική συναλλαγή μεταφοράς χρημάτων δεν μπορούσε ούτε όφειλε να γνωρίζει ο ενάγων, ως συνδρομητής και χρήσης των υπηρεσιών ηλεκτρονικής τραπεζικής της εναγομένης, καθόσον ουδεμία ένδειξη είχε που να τον υποψιάσει προς τούτο, δεδομένου ότι η τηλεφωνική του συσκευή, που ήταν συνδεδεμένη, ήδη από την 16-09-2021, με τη συνδρομή του ηλεκτρονικών συναλλαγών της εναγόμενης τράπεζας λειτουργούσε, καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κανονικά, δεν του εκλάπη ούτε με άλλο τρόπο απώλεσε τη χρήση αυτής ή της σε αυτήν περιεχόμενης κάρτας sim, ουδέποτε, δε, έλαβε, κατά τον ίδιο κρίσιμο χρόνο, οποιαδήποτε ειδοποίηση, μέσω sms ή μηνύματος της εφαρμογής «viber» ή μέσω της εφαρμογής «myalpha mobile» (push notification), περί της έγκρισης της επίδικης συναλλαγής, προκειμένου να αναχαιτίσει, έγκαιρα και αποτελεσματικά, την πραγματοποίηση-ολοκλήρωσή της, ενώ, επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγών γνωστοποίησε σε τρίτους, ακόμα και εκ παραδρομής και εν αγνοία του, το όνομα χρήστη και τον κωδικό πρόσβασής του ή και κωδικό ΟΤΡ για έγκριση της συναλλαγής. Επιπλέον, ουδόλως ο ενάγων όφειλε, με βάση τις σχετικές συμβατικές του υποχρεώσεις, να ελέγχει, μέσω του περιβάλλοντος της εφαρμογής ηλεκτρονικών συναλλαγών της εναγομένης, ποιες και πόσες ηλεκτρονικές συσκευές (π.χ. pc, tablet, κινητά τηλέφωνα) είναι, ανά πάσα στιγμή, συνδεδεμένες με τη συνδρομή του (web bainking) ώστε να πιστοποιούνται αυτές για την, χρήσει αυτών, διενέργεια ηλεκτρονικών συναλλαγών, απορριπτομένων των περί τούτου ισχυρισμών της εναγομένης ως αβάσιμων, ιδίως λαμβανομένου υπόψη ότι, ως αποδείχθηκε, ήταν μόνο ο ενάγων ο οποίος έκανε χρήση των εν λόγω ηλεκτρονικών υπηρεσιών, για συναλλαγές από τον τραπεζικό του λογαριασμό, μέσω, κυρίως, της συσκευής του κινητού του τηλεφώνου, ανέμενε, δε, αυτός, εύλογα και δικαιολογημένα, με βάση τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ασφάλειας που διέπουν τη με την εναγόμενη συμβατική σχέση, ότι κάθε ειδοποίηση σχετική με τέτοιες ηλεκτρονικές συναλλαγές, θα λαμβάνει αποκλειστικά στην εν λόγω τηλεφωνική συσκευή, που είχε προηγουμένως ο ίδιος συνδέσει («δέσει») με την εφαρμογή myalpha mobile και η οποία λειτουργούσε αποκλειστικά με τον αριθμό (κινητής τηλεφωνίας) ., που είχε ο ίδιος αυτός προηγουμένως δηλώσει προς την εναγόμενη τράπεζα. Συνεπώς, από άπαντα τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ουδεμία υπαιτιότητα, εκ δόλου ή εξ αμελείας, βαρύνει τον ενάγοντα, σχετικά με την πραγματοποίηση, εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεσή του, της επίδικης ηλεκτρονικής τραπεζικής συναλλαγής και την επελθούσα από αυτήν ζημία του. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκαν η κατάρτιση σύμβασης ανώμαλης παρακαταθήκης μεταξύ των διαδίκων, με άνοιγμα του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού, με δικαιούχο, η σύναψη πρόσθετης συμφωνίας μεταξύ τους για τη δυνατότητά του ενάγοντας να εκτελεί συναλλαγές με χρήση συστημάτων ηλεκτρονικών συναλλαγών, που παρέχει η εναγομένη στους πελάτες της, η εκτέλεση της ηλεκτρονικής συναλλαγής από το λογαριασμό του, την οποία ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δεν έχει εγκρίνει και η ενημέρωση της εναγομένης αναφορικά με τη μη εγκριθείσα συναλλαγή αμέσως μόλις αυτός έλαβε γνώση αυτής και σε κάθε περίπτωση, εντός χρονικού διαστήματος δεκατριών (13) μηνών, η εναγόμενη ενέχεται σε αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστη ο ενάγων, κατ’ άρθρο 73 ν. 4537/2018, η οποία αντιστοιχεί στο χρηματικό ποσό που μεταφέρθηκε από το λογαριασμό του και οφείλει, συνεπώς, να του καταβάλει το αιτούμενο ποσό των 8.741,50 ευρώ.

Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 8.741,50 €, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευσης της ταχθείσας στην εναγομένη για καταβολή αυτού, προθεσμίας, με την από 06-10-2021 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση-διαμαρτυρία του ενάγοντας προς αυτήν, ήτοι από την 20-10-2021, μέχρι την πλήρη εξόφλησή του. Τέλος, τα δικαστικά του ενάγοντας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων σαράντα ενός ευρώ και πενήντα λεπτών (8.741,50 €) με το νόμιμο τόκο από την 20-10-2021, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, την Ιί-09-2024, απάντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, με την παρουσία της Γραμματέως της έδρας.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ-ΑΡΙΣΤΕΑ ΜΑΓΚΛΑΡΑ ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΤΣΙΔΗ

Πηγή: www.dsa.gr