Μια ακόμη καταδίκη αυτή τη φορά μάλιστα «μαζί» με τη Γερμανία εισέπραξε η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για εξευτελιστική μεταχείριση αιτούντος άσυλο. Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 6.500 ευρώ για ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της μεταχείρισης που έτυχε στην Ελλάδα και 8.000 ευρώ για τις διαδικαστικές παραβιάσεις από τη Γερμανία. Δείτε την περίληψη με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και την κρίση του ΕΔΔΑ:

ΑΠΟΦΑΣΗ

H.T. κατά Γερμανίας και Ελλάδας της 15.10.2024 (αρ. προσφ. 13337/19)

Βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων, αφού έφτασε στην Ελλάδα στις 30 Ιουνίου 2018, υπέβαλε αίτηση ασύλου, αλλά εγκατέλειψε την χώρα φοβούμενος για αναποτελεσματική προστασία και πιθανή κράτηση. Στη συνέχεια, επιχείρησε να εισέλθει στη Γερμανία από την Αυστρία στις 4 Σεπτεμβρίου 2018. Κατά την άφιξή του, τον σταμάτησε η Γερμανική ομοσπονδιακή αστυνομία, η οποία διαπίστωσε ότι χρησιμοποιούσε κλεμμένη βουλγαρική ταυτότητα και ότι είχε προηγουμένως υποβάλει αίτηση ασύλου στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι εξέφρασε την πρόθεσή του να ζητήσει άσυλο στη Γερμανία και ζήτησε νομική συνδρομή, οι γερμανικές αρχές δεν καταχώρισαν την αίτησή του για άσυλο. Αντιθέτως, τον ενημέρωσαν ότι θα τον επέστρεφαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο διοικητικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών, η οποία επέτρεπε την ταχεία επιστροφή αιτούντων άσυλο.

Ο προσφεύγων επέστρεψε στην Ελλάδα αργότερα την ίδια ημέρα, αφού κρατήθηκε χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο ή τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση κατά της απομάκρυνσής του. Κατά την άφιξή του στην Αθήνα, συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση εν αναμονή της απέλασης, η οποία διήρκεσε πάνω από δύο μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κρατήθηκε σε ακατάλληλες συνθήκες, χωρίς βασικές ανέσεις και πρόσβαση σε εξωτερικό χώρο, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα δικαιώματά του σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, το οποίο απαγορεύει την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε επαρκές τεκμήριο αποτελεσματικής πρόσβασης σε επαρκή διαδικασία ασύλου στην Ελλάδα κατά τη στιγμή της απομάκρυνσης του. Το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι η διοικητική ρύθμιση μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας δεν παρείχε εγγυήσεις ότι οι αιτούντες άσυλο δεν θα αντιμετώπιζαν μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 κατά την επιστροφή τους. Η έλλειψη ατομικής αξιολόγησης κινδύνου πριν από την απομάκρυνση του Χ.Τ. από τη Γερμανία επέτεινε περαιτέρω τις ανεπάρκειες στον χειρισμό του αιτήματός του για άσυλο.

Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης τις συνθήκες κράτησης του στην Ελλάδα, καταλήγοντας τελικά στο συμπέρασμα ότι αυτές ισοδυναμούσαν με εξευτελιστική μεταχείριση, παραβιάζοντας το άρθρο 3 ΕΣΔΑ. Αν και η συνολική διάρκεια της κράτησής του κρίθηκε δικαιολογημένη βάσει του άρθρου 5 § 1 (στ) της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 λόγω έλλειψης αποτελεσματικής δικαστικής εποπτείας όσον αφορά τη νομιμότητα της κράτησής του. Οι αρχές δεν εξέτασαν επαρκώς τις ειδικές συνθήκες κράτησης, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από έλλειψη πρόσβασης σε εξωτερικούς χώρους και ανεπαρκείς συνθήκες διαβίωσης.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Γερμανία παραβίασε το διαδικαστικό σκέλος του άρθρου 3, καθώς δεν εκτίμησε τους κινδύνους να υποστεί ο προσφεύγων εξευτελιστική μεταχείριση στην Ελλάδα πριν από την απομάκρυνσή του. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα κράτη έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι τα άτομα που αντιμετωπίζουν απέλαση σε άλλη χώρα, ιδίως οι αιτούντες άσυλο, δεν υποβάλλονται σε μεταχείριση που παραβιάζει την ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα για ηθική βλάβη 6.500 ευρώ για τη μεταχείριση που υπέστη στην Ελλάδα και 8.000 ευρώ για τις διαδικαστικές παραβιάσεις από τη Γερμανία.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο κ. H.Τ., γεννημένος το 1993, έφτασε αρχικά στην Ελλάδα στις 30 Ιουνίου 2018, στη νήσο Μεγίστη, όπου κρατήθηκε από τις ελληνικές αρχές. Κατά την άφιξή του, του δόθηκε εντολή απομάκρυνσης στην Τουρκία, βάσει της δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, η οποία επέτρεπε την επιστροφή μεταναστών που έφτασαν παράτυπα στην Ελλάδα υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Μετά από αυτή τη διαταγή, ο κ. H.T. τέθηκε υπό κράτηση για μια περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 18 Ιουλίου 2018. Ωστόσο, αργότερα εγκατέλειψε την Ελλάδα λόγω φόβων για σύλληψη και επιστροφή στη Λέρο, όπου είχε αρχικά υποβάλει αίτηση ασύλου.

Το ταξίδι του στη συνέχεια τον οδήγησε στη Γερμανία, όπου έφτασε στις 4 Σεπτεμβρίου 2018. Κατά την προσπάθειά του να εισέλθει στη Γερμανία μέσω Αυστρίας, ο κ. H.Τ. σταμάτησε από τη γερμανική ομοσπονδιακή αστυνομία στα σύνορα. Προσπάθησε να παρουσιάσει μια κλεμμένη βουλγαρική ταυτότητα και βρέθηκε στην κατοχή του μια συριακή ταυτότητα και άλλα έγγραφα που υποδείκνυαν την ιδιότητά του ως αιτούντος άσυλο. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του, εξέφρασε την πρόθεσή του να υποβάλει αίτηση ασύλου στη Γερμανία. Ωστόσο, οι γερμανικές αρχές δεν καταχώρισαν την αίτησή του για άσυλο – αντίθετα, τον ενημέρωσαν ότι θα επιστραφεί στην Ελλάδα βάσει της διοικητικής ρύθμισης μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας σχετικά με τη διαχείριση των αιτήσεων ασύλου και τους συνοριακούς ελέγχους.

Την ίδια ημέρα, ο προσφεύγων απομακρύνθηκε εσπευσμένα από τη Γερμανία στην Ελλάδα χωρίς πρόσβαση σε νομική εκπροσώπηση ή κατάλληλη ευκαιρία να προσβάλει την απόφαση. Η απομάκρυνσή του εκτελέστηκε στο πλαίσιο της διοικητικής ρύθμισης που όριζε τους όρους για την επιστροφή ατόμων που είχαν προηγουμένως ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα. Κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο της Αθήνας, συνελήφθη και πάλι από τις ελληνικές αρχές και στη συνέχεια τέθηκε υπό κράτηση στη Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής, εν αναμονή της απέλασής του.

Ο προσφεύγων παρέμεινε υπό κράτηση στην Ελλάδα για περίπου 2 μήνες και 17 μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων κρατήθηκε σε συνθήκες που κρίθηκαν ακατάλληλες για παρατεταμένη κράτηση. Μετακινήθηκε μεταξύ διαφόρων εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός αστυνομικού τμήματος και ενός κέντρου υποδοχής, όπου αντιμετώπιζε κακές συνθήκες διαβίωσης που δεν πληρούσαν τα πρότυπα που ορίζει η ΕΣΔΑ. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αντιμετώπιζε σημαντικούς περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης της περιορισμένης πρόσβασης σε εξωτερικό χώρο και ανεπαρκών ανέσεων.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε πολλαπλές παραβιάσεις των δικαιωμάτων του βάσει της ΕΣΔΑ, ιδίως των άρθρων 3 και 5. Ισχυρίστηκε ότι η μεταγωγή του από τη Γερμανία στην Ελλάδα έγινε χωρίς τις απαραίτητες διαδικαστικές εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένης της επαρκούς αξιολόγησης των κινδύνων που αντιμετώπιζε στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής επαναπροώθησης στη Συρία.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3,

Άρθρο 5
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο εξέτασε τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος τόσο κατά της Γερμανίας όσο και κατά της Ελλάδας, διαπιστώνοντας τελικά παραβιάσεις της Σύμβασης σε πολλά μέρη. Πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άμεση απομάκρυνση του προσφεύγοντος στην Ελλάδα χωρίς εξατομικευμένη εκτίμηση του κινδύνου συνιστούσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά τη στιγμή της απομάκρυνσής του δεν υπήρχε επαρκής διαβεβαίωση ότι θα είχε πρόσβαση σε επαρκή διαδικασία ασύλου στην Ελλάδα, εκθέτοντάς τον έτσι σε κίνδυνο επαναπροώθησης και μεταχείρισης αντίθετης προς το άρθρο 3. Συγκεκριμένα, υπογράμμισε την έλλειψη γενικού τεκμηρίου σχετικά με την επάρκεια της διαδικασίας ασύλου στην Ελλάδα και σημείωσε ότι η διοικητική ρύθμιση μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος.

Επιπλέον, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η κράτησή του στην Ελλάδα παραβίαζε το άρθρο 3, καθώς κρατούνταν επί 2 μήνες και 17 μέρες σε συνθήκες που δεν πληρούσαν τις απαραίτητες προδιαγραφές για ανθρώπινη μεταχείριση. Το Δικαστήριο τόνισε ότι οι συνθήκες κράτησης που βίωσε ήταν εξευτελιστικές και δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις που θέτει η ΕΣΔΑ.

Εκτός από τις διαπιστώσεις βάσει του άρθρου 3, το Δικαστήριο εξέτασε επίσης τις διαδικαστικές πτυχές της κράτησής του βάσει του άρθρου 5. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κράτησή του ήταν νόμιμη σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1, αλλά σημείωσε ότι δεν του είχε παρασχεθεί αποτελεσματικό ένδικο μέσο για να αμφισβητήσει τη νομιμότητά της, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 5 § 4. Το Δικαστήριο επέκρινε τις ελληνικές αρχές ότι δεν εξέτασαν επαρκώς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος σχετικά με τις συνθήκες κράτησής του, οι οποίες ήταν κρίσιμες για τη διασφάλιση της νομιμότητας της φυλάκισής του.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι Γερμανικές αρχές απέτυχαν να προστατεύσουν τα δικαιώματα του προσφεύγοντος κατά τη διαδικασία απέλασης. Με το να μην καταχωρίσει την αίτηση ασύλου του προσφεύγοντος ή να μην του επιτρέψει την πρόσβαση σε δικηγόρο πριν από την απέλασή του, η Γερμανία παραβίασε τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 3. Το Δικαστήριο τόνισε ότι τα δικαιώματα του προσφεύγοντος πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά στο πλαίσιο της απομάκρυνσής του, ιδίως δεδομένων των συστημικών ελλείψεων του ελληνικού συστήματος ασύλου που είχαν διαπιστωθεί προηγουμένως στη νομολογία του Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα για ηθική βλάβη 6.500 ευρώ για τη μεταχείριση που υπέστη στην Ελλάδα και 8.000 ευρώ για τις διαδικαστικές παραβιάσεις από τη Γερμανία.

Πηγή: www.echrcaselaw.com