Δεν αναφέρεται πότε άρχισε η καθυστέρηση καταβολής δόσεων ή μέρους αυτών, ώστε να δύναται να υπολογιστεί ο τόκος υπερημερίας, ούτε, έστω, συμπεριλαμβάνεται, ως ενιαίο κείμενο, η αναλυτική κίνηση του λογαριασμού εξυπηρέτησης του δανείου, στον οποίο να εμφαίνονται ακριβώς οι χρεοπιστώσεις. Η αγωγή είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, καθόσον δεν περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή, σύμφωνα με τον νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο, η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο, η δυνατότητα του ελέγχου του βάσιμου, κατά νόμο, αυτής. Κατά τον χρόνο κατάθεσης και άσκησης της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, η επικαλούμενη από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος της, από 16-3-2021 σύμβαση διαχείρισης είχε λυθεί και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να επιφέρει οιαδήποτε έννομη συνέπεια, απορρίπτεται ως απαράδεκτη ελλείψει έννομου συμφέροντος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, καθώς η επικαλούμενη από αυτή στο δικόγραφό της, από 16-3-2021 σύμβαση διαχείρισης, είχε λυθεί, πριν την άσκησή της, κατά τους ισχυρισμούς της ιδίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη και να εκτιμηθούν, για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε, μετ’ επικλήσεως. Απορρίπτει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, απορρίπτει αγωγή. Επιδικάζει δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών 1.500 ευρώ. Δείτε την απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας (169/2024), η οποία δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Αθηνών Προξενίας Α. Καρτσωνάκη):

Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΚΑΤΑΧΩΡΕΙΤΑΙ ΩΣ ΕΦΧΑΛΚΙΔΑΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΡΘΟΥ ΕΦΕΥΒΟΙΑΣ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΕΥΒΟΙΑΣ

Αριθμός Απόφασης 169/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΕΥΒΟΙΑΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρίνα Μπόζνου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Εφετείου Εύβοιας και από τη Γραμματέα Σοφία Αναστασίου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 3Μ-2024, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΗΣ – ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, κατά τον ν. 4354/2015, με την επωνυμία «ΙΝΤRUM ΗΕLLΑS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» [ΙΝΤΡΟΥΜ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ] και διακριτικό τίτλο «ΙΝΤRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», με έδρα την Αθήνα (Λεωφ. Μεσογείων αρ. 109-111) [με αρ. Γ.Ε.Μ.Η. . και Α.Φ.Μ. . Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), που εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσης, εν προκειμένω, δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εταιρίας «SUΝΡΙ5Ε I ΝΡL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», με έδρα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (με αρ. μητρώου: . και διεύθυνση: 3 George’s Dock, ΙFSC, 4ος όροφος, Δουβλίνο 1), η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.», με αρ. ΓΕ.ΜΗ. . και Α.Φ.Μ. ., με έδρα στον Δήμο Αθηναίων (οδός Αμερικής αρ. 4), δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 του ν. 3156/2003, 455 επ. ΑΚ και 61 του ν. 4548/2018, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Τραϊανής Ακριβιάδου (Α.Μ./Δ.Σ.Χαλκ.: 000588).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΗΣ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής αρ. 4) και εκπροσωπείται νόμιμα, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. . και Α.Φ.Μ. . της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών και η οποία κατέστη καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. . και Α.Φ.Μ. . της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, μετά τη διάσπαση της τελευταίας (διασπώμενης), δια της απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της, με σύσταση νέας εταιρίας – πιστωτικού ιδρύματος (επωφελούμενης), δυνάμει της με αριθμ. πρωτ. 139241/30-12-2020 απόφασης του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, νόμιμα καταχωρημένης στο ΓΕ.ΜΗ., με τη με αριθμ. πρωτ. 139264/30-12-2020 Ανακοίνωση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, η οποία υπήρξε ειδική διάδοχος του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε δε, κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242§2, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση, χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, προκαταθέτοντας έγγραφες προτάσεις.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ., κατοίκου Μαρμαρίου Εύβοιας (.), με Α.Φ.Μ. ., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Προξενίας Καρτσωνάκη (Α.Μ./Δ.Σ.Α.: 031259), βάσει της από 2-4-2024 δήλωσης, κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα (ήδη καθ’ ης η κλήση – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη) ζήτησε να γίνει δεκτή η από 5-10-2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με αριθμό κατάθεσης: ./5-10-2018. Επί αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 80/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η ως άνω αγωγή. Κατά της εν λόγω απόφασης, [Α.] ο εναγόμενος (ήδη καθ’ ου η κλήση – καθ’ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλών) άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, την απευθυνόμενη στο παρόν, ένδικη, από 28-4-2021 (υπ’ αριθμ. κατάθεσης: ./12-10-2021) έφεσή του, αντίγραφο της οποίας, με επιμέλειά του, κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμ. κατάθεσης: ./13-10-2021. [Β.] Περαιτέρω, η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «SUΝΡΙ5Ε I ΝΡL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», κατέθεσε, το πρώτον, στο Δικαστήριο τούτο, την από 10-5-2022 (υπ’ αριθμ. κατάθεσης: ./28-6- 2022) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης και κατά του εκκαλούντος. Επί αυτών, αφού συνεκδικάστηκαν, ερήμην της εφεσίβλητης – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 29/2023 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (τακτική διαδικασία), με την οποία, ανεστάλη η έκδοση απόφασης, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, επί της υπόθεσης που έχει παραπεμφθεί σ’ αυτή, με την υπ’ αριθμ. 1873/2022 απόφαση του Α2 Τμήματος αυτού. Ήδη, η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, με την από 3-3-2023 (με αρ. έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου: ./17-3-2023) κλήση της, επαναφέρει: [Α.] την έφεση και [Β.] την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης.

Κατά την συζήτηση της υπόθεσης, που εκφωνήθηκε, στη σειρά της, από το οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της καλούσης – αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας παραστάθηκε, αναφέρθηκε στις προτάσεις της που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν αυτές δεκτές, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του καθ’ ου η κλήση – καθ’ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντος – εναγόμενου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση, κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτές αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

I. Νόμιμα φέρονται: [Α.] η έφεση και [Β.] η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι οποίες έχουν ήδη συνεκδικασθεί, με την προηγούμενη υπ’ αριθμ. 29/2023 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, προς περαιτέρω συζήτηση αυτών, με την από 3-3- 2023 κλήση της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 1/2023 απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

II. Από τη διάταξη του άρθρου 110§2 ΚΠολΔ, απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων. Η τήρηση της αρχής αυτής επιβάλλει στο Δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, εάν ο διάδικος που απουσιάζει, κατά την στο ακροατήριο συζήτηση της υπόθεσης, έχει κλητευθεί να παραστεί σ’ αυτή νομοτύπως και εμπροθέσμως και να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν έγινε τέτοια κλήτευση ή ότι αυτή δεν έγινε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. Πριν από την πιο πάνω έρευνα, όμως, πρέπει να προηγηθεί από το Δικαστήριο η διακρίβωση, για το ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, διότι, εάν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ, αντιθέτως, απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 524§1 ΚΠολΔ, στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 271 ΚΠολΔ, προϋπόθεση δε, του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης, είναι, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη της §1 του άρθρου 524 ΚΠολΔ, η έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπομένου εφεσιβλήτου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο, για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς, η συζήτηση είναι απαράδεκτη (ΕφΑθ 5530/2022 ΤΝΠ:ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η απόφαση που διατάσσει την αναστολή, είναι μη οριστική και, συνεπώς, δεν προσβάλλεται με έφεση, αλλά μπορεί να ανακληθεί. Με την έκδοσή της, η εκκρεμοδικία διατηρείται και η συζήτηση που επαναλαμβάνεται, μετά την αναστολή, θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης, χωρεί δε στην περίπτωση αυτή αναλογική εφαρμογή του άρθρου 254 ΚΠολΔ, κατά τη ρητή αναφορά της οποίας, η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης και, επομένως, η συζήτηση της έφεσης έχει ήδη αρχίσει με την (προηγούμενη) αρχική συζήτηση (ΜονΞφΔωδ 124/2024, ΜονΕφΑθ 291/2023, ΤΝΠ:ΝΟΜΟΣ, βλ. Μακρίδου, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ τ. I, 2000, υπό άρθρο 249, αρ. 13, Τριανταφυλλίδη σε Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2019, υπό άρθρο 249, αρ. 1). Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει, σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη, πρόσθετη παρέμβαση, για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, ενώ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81§1 και 215§1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή, με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται, με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται, για πρώτη φορά, στο Εφετείο, πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 498§2 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα. Έννομο συμφέρον, για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης, υφίσταται, όταν, με την πρόσθετη παρέμβαση, μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του, από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος, ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου, με οποιονδήποτε τρόπο, στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης, επί της υπόθεσης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης, στην κύρια δίκη, εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 – 78 του ίδιου Κώδικα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο, για τον χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης, ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή, των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής, στις έννομες σχέσεις του τρίτου, προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μία νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη, κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος, με τον διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος, με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς, όμως, να έχει στη διάθεσή του, διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225§2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού, κατά το άρθρο 325αρ.2 ΚΠολΔ (ΑΠ 663/2023, ΑΠ 302/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που, σε δίκη μεταξύ του αληθούς δικαιούχου διαδίκου και τρίτου, κατέστη, δυνάμει νόμου, αποκλειστικώς νομιμοποιούμενος μη δικαιούχος διάδικος του διαδίκου, διότι, όταν η δίκη διεξήχθη, νομιμοποιείτο αποκλειστικώς και είχε εξουσία διάθεσης ο δικαιούχος ή υπόχρεος διάδικος, όμοια, όπως ισχύει, όταν ο μη δικαιούχος διάδικος έχει αποκλειστική νομιμοποίηση και εξουσία διάθεσης και το δεδικασμένο της απόφασης ισχύει και απέναντι στον δικαιούχο διάδικο. Ανεξάρτητα απ’ αυτό, ως προς τον ειδικότερο προσδιορισμό της πρόσθετης παρέμβασης, ως αυτοτελούς, συνηγορεί και το ότι ο καταστάς αποκλειστικώς μη δικαιούχος διάδικος, με διάταξη νόμου, που δικαιολογεί και το έννομο συμφέρον, εκ του νόμου, για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης, δεν μπορεί να εξαρτά τη δικονομική του θέση, από τη δικονομική θέση του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη και πρέπει να του αναγνωριστούν εξουσίες κύριου διαδίκου, πλασματικώς αναγκαίου ομοδίκου, κάτι που δεν ισχύει, εάν η πρόσθετη παρέμβαση χαρακτηριστεί ως απλή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10§1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων, λόγω πώλησης, με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως, μεταξύ του μεταβιβάζοντας και του αποκτώντας, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών, σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την §2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος, με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις, εκδίδοντας αξιόγραφα “ομολογίες” ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 €, η κάθε μία (§5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πώλησης) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μίας εταιρίας προς μία άλλη εταιρία, η οποία έχει, ως ειδικό σκοπό, την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων, έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, που η λήπτρια εταιρία εκδίδει, για τον σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση, από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη, που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της §8 του ίδιου άρθρου. Πριν από την αναγγελία, δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση), λόγω πώλησης της §1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση [κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161337/30-10-2003 (ΦΕΚ Β’ 1688/2003) υπουργική απόφαση και ήδη, με την υπ’ αριθμ. 20783/09-11- 2020 (ΦΕΚ Β’ 4944/09-11-2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης], στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντας, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυσή τους, με προεδρικό διάταγμα (π.δ.), ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο, με την προκαθορισμένη μορφή, είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο, ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μίας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού, είναι δυνατό να ανατεθεί, με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (§16 η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο, στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχείρισης, η §14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: “Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή”. Εξάλλου, με τον ν. 4354/2015, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο (2) διακριτά εταιρικά σχήματα: α) οι “εταιρείες απόκτησης” (Ε.Α.Α.Δ.Π.) και β) οι “εταιρείες διαχείρισης” απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), οι οποίες δραστηριοποιούνται, υπό την εποπτεΐα της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο (2) νέα συμβατικά μορφώματα: 1) η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και 2) η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους (1§1στ.α7,β’, 1§1στ.γ’, 2§1 του ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1§1στ.β’ του ν. 4354/2015, συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα, ως πωλητές και μόνον “Ε.Α.Α.Δ.Π.”, ως αγοραστές. Αντίστοιχα, στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται, αφενός, πιστωτικά ιδρύματα ή “Ε.Α.Α.Δ.Π.” και, αφετέρου, “Ε.Δ.Α.Δ.Π.”. Ειδικότερα, οι Έ.Δ.Α.Δ.Π.” είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (§Ια). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1§Ια), οι οποίες μπορεί να είναι, είτε καθυστερούμενες, είτε ενήμερες. Το άρθρο 2§§1-3 του ν. 4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρα 2§1 του ν. 4354/2015 και 2§5στ.δ’ του ν. 4261/2014, σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό, ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός, εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή “Ε.Α.Α.Δ.Π.”, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη Έ.Δ.Α.Δ.Π.” (άρθρο 1§1στ.α’ του ν. 4354/2015).

Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις, που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του ν. 4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνο προς αδειοδοτημένη Έ.Α.Α.Δ.Π.” (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1§1β’.ββ’,γγ’ του ν. 4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (άρθρο 2§2εδ.α’ του ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται, ιδίως, στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού, κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών, σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί, με την υπ’ αριθμ. 116/25-8-2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατ’ εφαρμογή της §2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου Ι περ. γ’ του ν. 4354/2015, “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της §4 του άρθρου 2 του άνω ν. 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προ πτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”. Με βάση τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 10§14 του ν. 3156/2003, προκύπτει ότι ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων, με σκοπό την τιτλοποίηση, κατά τους ορισμούς του, δεν φαίνεται να απονέμει στην εταιρεία διαχείρισης (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία απόκτησης), την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα, χωρίς πανηγυρική διατύπωση, ώστε η τελευταία να ασκεί, ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα, ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015, στο άρθρο 2§4 αυτού. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι δεν της απονέμει ενεργητική, κατ’ εξαίρεση, νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτέλεσης εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων, με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Με βάση, όμως, την αντικειμενική θεωρία του κανόνος δικαίου, με την οποία αναζητείται η ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική και, κατά την τελολογική ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία, αναζητείται, μεταξύ των περισσότερων δυνατών νοημάτων που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου, εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή, την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, στο περιεχόμενο της έννοιας της διαχείρισης ή είσπραξης των απαιτήσεων εντάσσεται αναμφίβολα και η δικαστική επιδίωξη αυτής, με την άσκηση των πρόσφορων ενδίκων βοηθημάτων, από πλευράς της εταιρείας διαχείρισης. Τούτο επιρρωνύεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω διατάξεων, οι οποίες παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, έτσι ώστε ο κανόνας δικαίου που χρήζει ερμηνείας να ερμηνεύεται, κατά τέτοιον τρόπο, που να βρίσκεται σε αρμονία με τους λοιπούς κανόνες του συστήματος και με το τελευταίο, ως σύνολο, ενόψει του ότι και οι δύο (2) ως άνω νόμοι ορίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων, ως βασικό τους αντικείμενο, με περαιτέρω εξειδίκευση, ως προς τα δικονομικά δικαιώματα που μπορούν να ασκήσουν οι εταιρείες διαχείρισης, στη μία ή στην άλλη περίπτωση. Δηλαδή, οι ως άνω διατάξεις που ισχύουν παράλληλα, αφού, με τον ν. 4904/2015, δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα, με τον ν. 3156/2003, δυνατότητα απόκτησης και διαχείρισης επιχειρηματικών δανείων κ.λπ., με τιτλοποίηση, δεν αλληλοσυγκρούονται ή δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και αποδείχνουν την αληθινή βούληση του νομοθέτη, για την επέκταση της διαχείρισης μίας απαίτησης και στο πεδίο της δικαστικής τους επιδίωξης, ενόψει και του ότι οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 ν. 4354/2015, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο τιτλοποίησης και κατά τον ν. 3156/2003, ο οποίος εφαρμόστηκε αποκλειστικά για απαιτήσεις τραπεζικών ιδρυμάτων και οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο πρόσωπο του αγοραστή, στα άρθρα 1§1 του ν. 4354/2015 και 10§2 του ν. 3156/2003, είναι ίδιες. Η μη αναφορά στον ν. 3156/2003 του περιεχομένου της διάταξης του άρθρου 2§4 του ν. 4354/2015, δεν σημαίνει ότι δεν θα ίσχυαν τα οριζόμενα στο περιεχόμενό της περί χαρακτηρισμού της εταιρείας διαχείρισης, ως μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, αν δεν οριζόταν κάτι σχετικό στον ν. 4354/2015, ενόψει του ότι η ως άνω έννοια είναι γνωστή στη θεωρία και νομολογία. Με άλλα λόγια, η πηγή της νομιμοποίησης της Έ.Δ.Α.Π.Δ.” δεν είναι μόνον η προαναφερόμενη συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία “απονέμει” στις εν λόγω εταιρίες την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, με πανηγυρική διατύπωση. Η διαφορετική εκδοχή κείται έξω του σκοπού των νομοθετικών διατάξεων του ν. 3156/2003, με βάση τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του κανόνος δικαίου, κατά τα προαναφερθέντα. Ο νομοθέτης, με τον ν. 4354/2015, στην ουσία, εξειδικεύει τις δικονομικές εξουσίες του διαχειριστή της απαίτησης, ως μη δικαιούχου διαδίκου, με βάση τη θεώρηση ότι αυτός είναι πλέον εκείνος που μπορεί να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησης, με τα παρεχόμενα ένδικα βοηθήματα, με τις απ’ εδώ απορρέουσες συνέπειες, ως προς την επέκταση του δεδικασμένου της απόφασης, ρυθμίζοντας μόνον την υπόθεση της δέσμευσης του δικαιούχου διαδίκου από το δεδικασμένο της απόφασης που εκδίδεται σε δίκη με τον δικαιούχο διάδικο (ΟλΑΠ 1/2023, ΑΠ 302/2023, ΤΝΠ: ΝΟΜΟΣ).

III. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα, με την παρούσα, πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, η καθ’ ης η κλήση – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη – ενάγουσα δεν εμφανίστηκε στην παρούσα δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου. Ωστόσο, θεωρουμένης της παρούσης συζήτησης, ως συνέχεια της προηγούμενης (άρθρο 254§1 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω υπό στοιχείο [I] μείζονα σκέψη της παρούσης, κατά την οποία, η τελευταία είχε δικαστεί ερήμην, από την υπ’ αριθμ. ./8-12-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . και τις υπ’ αριθμ. ./22-7-2022 και .Β’/18-5-2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας, ., προκύπτει ότι ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα: α) της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για την αρχική δικάσιμο της 2ας-11-2022, β) της υπό κρίση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για την αρχική δικάσιμο της 2ας-11-2022, η οποία, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, με αποτέλεσμα, μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας και γ) της υπό κρίση κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς περαιτέρω συζήτηση της ως άνω αγωγής, για την παρούσα δικάσιμο, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα σ’ αυτή. Επομένως, εφόσον η καθ’ ης η κλήση – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη – ενάγουσα δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία, η υπόθεση εκφωνήθηκε νομίμως με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο (άρθρο 233§1 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρα 524§1 και 271 ΚΠολΔ), σημειωμένου και του ότι, για το παραδεκτό της συζήτησης, προσκομίστηκαν τα πρακτικά και οι προτάσεις της ανωτέρω απολειπομένης, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη (άρθρα 226§4, 498§2εδ.β’, 524§4 ΚΠολΔ).

IV. Η κρινόμενη έφεση του εναγόμενου, που ηττήθηκε, εν μέρει, στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθμ. 80/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η από 5-10-2018 αγωγή της εναγούσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με αριθμό κατάθεσης: ./5-10-2018 και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να της καταβάλει, το ποσό των 20.000 €, εντόκως από την 3η-7-2018, με το συμβατικά καθορισθέν επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει, κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, το συμβατικό και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, μέχρι την εξόφληση, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518§2 ΚΠολΔ, αφού η δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης έλαβε χώρα, την 28η-2-2020, ενώ δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495§§1&2, 511, 513§1 περ.β’, 516, 517, 518§2, 520 ΚΠολΔ) και νομότυπα, με κατάθεση του σχετικού δικογράφου (εφετηρίου), στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (άρθρα 495§§1,2, 511, 513, 516, 517 και 518 ΚΠολΔ), αφού σημειωθεί ότι, για το παραδεκτό της άσκησής της, έχει καταβληθεί το απαιτούμενο παράβολο, για την άσκηση ενδίκου μέσου, κατ’ άρθρο 495§3 ΚΠολΔ (σχετ. το 6-παράβολο: ./2021). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, μέσα στα όρια, που καθορίζονται από τους λόγους της (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

V. Περαιτέρω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» [ΙΝΤΡΟΥΜ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ] και διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», με έδρα την Αθήνα, Λεωφόρος Μεσογείων αρ. 109- 111 (με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. . και Α.Φ.Μ. . Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), που εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσης, εν προκειμένω, δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εταιρίας «SUΝΡΙ5Ε I ΝΡL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», με έδρα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (με αρ. μητρώου: 675770 και διεύθυνση: 3 George’s Dock, ΙFSC, 4ος όροφος, Δουβλίνο 1), η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.», με αρ. ΓΕ.ΜΗ. . και Α.Φ.Μ. ., με έδρα στον Δήμο Αθηναίων, επί της οδού Αμερικής αρ. 4, δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 του ν. 3156/2003, 455 επ. ΑΚ και 61 του ν. 4548/2018, με το από 10-5-2022 (υπ’ αριθμ. κατάθεσης: ./28-6-2022) ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, την 28η-6-2022 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον εκκαλούντα και στην εφεσίβλητη, την 20η-7-2022 και την 22η-7-2022, αντίστοιχα (σχετ. οι υπ’ αριθμ. ./20-7-2022 και ./22-7-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας, .), άσκησε, το πρώτον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης εταιρίας, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή και να απορριφθεί η ένδικη έφεση, επικαλούμενη, προς θεμελίωση της νομιμοποίησής της και του εννόμου συμφέροντος της, το γεγονός ότι, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, τυγχάνει μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων [αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του ν. 2844/2000 και δη, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμ. πρωτ.: ./17-3-2021, στον τόμο 12 και με αύξοντα αριθμό 53], ως νόμιμη διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «SUΝΡΙ5Ε I ΝΡL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», η οποία, στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων [αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του ν. 2844/2000 και δη, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμ. πρωτ.: ./17-3-2021, στον τόμο . και με αύξοντα αριθμό .], κατ’ άρθρα 10 και 14 του ν. 3156/2003, κατέστη ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης, ως προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από την επίδικη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρα 81, 225, 325 και 919 ΚΠολΔ). Ωστόσο, με τις έγγραφες προτάσεις της, συμπληρώνοντας τους ισχυρισμούς του δικογράφου της, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος της, επικαλείται και προσκομίζει: α) τη, δυνάμει του από 11-6-2021 ιδιωτικού συμφωνητικού, λύση της ως άνω από 16-3-2021 σύμβασης διαχείρισης [αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του ν. 2844/2000 και δη, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμ. πρωτ.: ./29-7-2021, στον τόμο 12 και με αύξοντα αριθμό 279] και β) την από 11-6-2021 νέα σύμβαση διαχείρισης [αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του ν. 2844/2000 και δη, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμ. πρωτ.: ./29-7-2021, στον τόμο . και με αύξοντα αριθμό .]. Συνεπώς, κατά τον χρόνο κατάθεσης και άσκησης της ένδικης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, η επικαλούμενη από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος της, από 16-3-2021 σύμβαση διαχείρισης είχε λυθεί και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να επιφέρει οιαδήποτε έννομη συνέπεια. Επομένως, η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, ελλείψει έννομου συμφέροντος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, καθώς η επικαλούμενη από αυτή στο δικόγραφό της, από 16-3-2021 σύμβαση διαχείρισης, είχε λυθεί, πριν την άσκησή της, κατά τους ισχυρισμούς της ιδίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη και να εκτιμηθούν, για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε, μετ’ επικλήσεως.

VI. Η ενάγουσα τραπεζική εταιρία, με την από 5-10-2018 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, η οποία στρεφόταν κατά του εναγομένου, εξέθεσε ότι, μεταξύ του τελευταίου και του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία: «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», του οποίου αποτελεί ειδική διάδοχο των περιουσιακών στοιχείων, όπως αυτά της μεταβιβάστηκαν, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4/27-7-2012 απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ 2209/2012), καταρτίστηκε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, βάσει της οποίας, χορηγήθηκε σε αυτόν, δάνειο ποσού 20.000 €. Ότι το περιεχόμενο των συμφωνηθέντων όρων, αναφορικά με το ύψος του εφαρμοστέου επιτοκίου, τη διάρκεια της σύμβασης και τους τόκους υπερημερίας, καθορίστηκε, σύμφωνα με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα σε αυτή (αγωγή). Ότι, στη συνέχεια, καταρτίστηκε, μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, πρόσθετη συμβατική πράξη, με την οποία καθορίστηκε επιπλέον διετής περίοδος χάριτος, αναφορικά με την αποπληρωμή του δανείου. Ότι προς εκτέλεση της σύμβασης, τηρήθηκε ο μνημονευόμενος λογαριασμός της πιστώτριας τράπεζας. Ότι εξαιτίας της εμφάνισης καθυστέρησης, στην εξυπηρέτηση του τελευταίου, από πλευράς του πιστούχου, η ίδια (ενάγουσα), την 2α-7-2018, κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση, με την από 13-7-2018 εξώδικη δήλωση, που κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο και έκλεισε τον λογαριασμό, ο οποίος, κατά τον χρόνο του οριστικού του κλεισίματος, εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο, ύψους 33.800,06 €. Ότι, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της, ο εναγόμενος εξακολουθεί να της οφείλει το ανωτέρω ποσό, ως ειδική διάδοχο των περιουσιακών στοιχείων της αρχικής πιστώτριας τράπεζας. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 33.800,06 €, με τον νόμιμο τόκο από την 3η-7-2018, ήτοι, την επομένη της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης και του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού, με το συμβατικά οριζόμενο επιτόκιο υπερημερίας και εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, έως την πλήρη εξόφλησή του, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δικάζοντας την ως άνω αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι, για το αντικείμενό της, έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (σχετ. το ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, με κωδικό . και το από 11-1-2019 παραστατικό πληρωμής της «Τράπεζας Πειραιώς»), ότι παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, για να τη δικάσει (άρθρα 14§2, 22 ΚΠολΔ), κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία και ότι είναι αρκούντως ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου, ως αβάσιμου, με την αιτιολογία ότι σε αυτήν περιέχονται: ο ισχυρισμός περί χορήγησης του ποσού των 20.000 €, ως κεφαλαίου, στον εναγόμενο πιστούχο, βάσει των συμπεφωνημένων, ενώ δεν απαιτείτο, επί ποινή απαραδέκτου της αγωγής, η μνεία του αριθμού και του ύψους των οφειλόμενων τοκοχρεολυτικών δόσεων, κατά τον χρόνο άσκησης της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης, η διάκριση αυτών σε κεφάλαιο και τόκους, καθώς και η εξειδίκευση των επιμέρους χρηματικών ποσών που αφορούν σε μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/75, του εφαρμοσθέντος, ανά περίοδο, επιτοκίου (ενώ, αντιθέτως, εκτίθετο το περιεχόμενο του συμβατικού όρου, βάσει του οποίου καθοριζόταν, γενικώς, το ύψος του επιτοκίου) και του επιμερισμού αυτού, μεταξύ του εναγομένου και του «Ελληνικού Δημοσίου», στο πλαίσιο δοθείσης εγγύησης, ότι δεν παράγεται απαράδεκτο, από το γεγονός της μη εναγωγής του «Ελληνικού Δημοσίου», το οποίο παρείχε επιδότηση ποσοστού του εφαρμοσθέντος επιτοκίου, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 36579/Β1666/29-8-2007 υπουργική απόφαση, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχει, στην υπό κρίση διαφορά, περίπτωση υποχρεωτικής κοινής νομιμοποίησης, μεταξύ του τελευταίου και του εναγομένου, σύμφωνα με το άρθρο 76§1 περ. γ’ ΚΠολΔ και, για τον λόγο αυτόν, ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου κρίνεται απορριπτέος, ως μη νόμιμος και ότι είναι νόμω βάσιμη, αυτή (αγωγή), ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 806, 808 ΑΚ, 12§1 του ν. 2601/1998 και 176 ΚΠολΔ και αφού απέρριψε τους κάτωθι ισχυρισμούς του εναγόμενου: α) περί μη τήρησης, προς της καταγγελίας της ένδικης δανειακής σύμβασης, της προβλεπόμενης από τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών διαδικασίας, με κοινοποίηση γραπτών ειδοποιήσεων, με συνέπεια, η μεταγενέστερη καταγγελία αυτής, να είναι άκυρη, ως αντιβαίνουσα στη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ, άλλως, καταχρηστική, ως μη νόμιμο, κατά το 1° σκέλος του και, ως αόριστο, κατά το 2° σκέλος του, με την αιτιολογία ότι δεν αναφέρονται σε αυτόν, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες από την προηγηθείσα συμπεριφορά των διαδίκων, τη διαμορφωθείσα στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα κατάσταση ή/και τις εμφιλοχωρήσασες περιστάσεις, όπως είναι η ιδιότητα του εναγομένου, ως συνεργάσιμου δανειολήπτη, όπως αυτή ορίζεται από το «Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχειρίσεως Ιδιωτικού Χρέους», ώστε να τυγχάνει εφαρμοστέα η διαδικασία του ν. 4224/2013, ένεκα των οποίων η επακολουθούσα άσκηση του προμνημονευθέντος δικαιώματος να εξέρχεται των επιβαλλόμενων, μέσω της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ ορίων, επειδή, ιδίως, είχε δημιουργηθεί σε αυτόν, η εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία δεν θα ασκούσε το διαπλαστικό δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης, ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του να έχει επαχθείς συνέπειες για τον ίδιο, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που τίθενται από την αντικειμενική καλή πίστη, τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, τον κοινωνικό και τον οικονομικό σκοπό αυτού και β) περί μερικής παραγραφής, με τον οποίο (ισχυρισμό), συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι οι καταβλητέες δόσεις του έτους 2012, οι οποίες εμφανίζονται στην καρτέλα δανείου της εναγούσης, έχουν υποπέσει σε παραγραφή, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 250 ΑΚ, διότι κατέστησαν απαιτητές, στο τέλος του έτους 2012 και δεν αναζητήθηκαν δικαστικός, εντός της οριζόμενης πενταετίας, ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, διότι δεν διαλαμβάνεται σε αυτόν, ορισμένο ποσό, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, αντιστοιχεί στα ανωτέρω κονδύλια τόκων, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των 20.000 €, εντόκως από την 3η-7-2018, με το συμβατικά καθορισθέν επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει, κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, το συμβατικό και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, έως την πλήρη εξόφληση και καταδίκασε τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της εναγούσης, το οποίο καθόρισε στο ποσό των 900 €.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, ως εν μέρει ηττηθείς διάδικος, για τους λόγους, που, ειδικότερα, εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί στο σύνολό της, η αγωγή της αντιδίκου του και να καταδικασθεί η τελευταία στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και των δύο (2) βαθμών δικαιοδοσίας.

VII. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 847, 850, 851 επ. ΑΚ και 328 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, από δίκη που έχει διεξαχθεί μεταξύ του δανειστή και, είτε του πρωτοφειλέτη, είτε του εγγυητή, προκύπτει δεδικασμένο υπέρ του έτερου, μόνο επωφελές και μόνο αν η αγωγή του δανειστή απορρίφθηκε, λόγω ανυπαρξίας του χρέους. Από αυτή την περιορισμένη και συγκυριακή, καθ’ υποκείμενο, επέκταση του ευμενούς μόνο δεδικασμένου, δεν έπεται ότι, μεταξύ τους, δηλαδή, μεταξύ πρωτοφειλέτη και εγγυητή, υπάρχει, γενικώς και εκ προοιμίου, δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας, υπό την έννοια του άρθρου 76§1περ.β’ ΚΠολΔ (επέκταση της ισχύος της εκδιδόμενης απόφασης και στους δύο). Ωστόσο, όταν ασκείται κοινή αγωγή, παθητικώς, κατά του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή, υφίσταται αναγκαία ομοδικία μεταξύ τους, καθ’ ο μέρος, αντικείμενο της δίκης, ως προς τον καθένα, είναι η ύπαρξη της κύριας οφειλής, είναι δε, αδιάφορο, αν η επέκταση του δεδικασμένου είναι περιορισμένη, εξαρτώμενη από τη νίκη ή την ήττα του διαδίκου, όπως στην περίπτωση, κατά την οποία, δημιουργείται μόνον επί της ανυπαρξίας του χρέους (ΑΠ 1714/2022, ΑΠ 1104/2020, ΑΠ 573/2019, ΑΠ 1281/2017, ΤΝΠ:ΝΟΜΟΣ). Αντίθετη εκδοχή, θα διεύρυνε, κατ’ αποτέλεσμα, το άρθρο 328 ΚΠολΔ και θα υπερέτεινε αδικαιολογήτως το γράμμα και τον σκοπό της διάταξης του άρθρου 76§1περ.β’ του ΚΠολΔ, θα ήταν δε, και ασυμβίβαστη, προς την, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, αυτοτέλεια της άμυνας του καθενός (άρθρο 853 ΑΚ). Επιπλέον, η απόλυτη αυτή άποψη θα κατέληγε συχνά σε διαδικαστικές δυσχέρειες και θα επέφερε, εκ προοιμίου και γενικώς, αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και απαράδεκτα (ΑΠ 1279/2017 ΤΝΠ:ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών (εναγόμενος), με τον 1° λόγο έφεσής του, επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του, περί απαραδέκτου της ένδικης αγωγής, λόγω της μη εναγωγής παθητικώς και του «Ελληνικού Δημοσίου», το οποίο παρείχε επιδότηση ποσοστού του εφαρμοσθέντος επιτοκίου, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 36579/Β1666/29-8- 2007 υπουργική απόφαση, με την αιτιολογία ότι τον συνδέει με αυτό, σχέση αναγκαίας ομοδικίας. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσης, δεν συντρέχει, στην υπό κρίση διαφορά, περίπτωση υποχρεωτικής κοινής νομιμοποίησης, μεταξύ του τελευταίου και του εναγομένου, υπό τις ιδιότητες αυτών, ως εγγυητή και πρωτοφειλέτη, αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 76§1 ΚΠολΔ και, για τον λόγο αυτόν, ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου κρίνεται απορριπτέος, ως μη νόμιμος. Επομένως, τα ίδια, αφού δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και γι’ αυτό, ο σχετικός λόγος έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί.

VIII. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111§2, 118 εδ.4 και 216§1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή, σύμφωνα με τον νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο, η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο, η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου, κατά νόμο, αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται, κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε, την απόρριψή της, ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε, αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί, ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ακολούθως, η αοριστία της αγωγής μπορεί να είναι νομική, δηλαδή, εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, μπορεί, όμως, να είναι, είτε ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται, με πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 216§1στ.α’,β’ ΚΠολΔ, στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, είτε ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 632/2021, ΑΠ 104/2020, ΑΠ 932/2019, ΑΠ 444/2019, ΤΝΠ:ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για την άσκηση αγωγής επιδίκασης ληξιπρόθεσμης οφειλής, εκ δανείου, που συμφωνήθηκε να εξοφληθεί, σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις και έχει καταστεί στο σύνολό της, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, διότι ο δανειολήπτης δεν απέδωσε κάποια δόση ή όλες τις δόσεις, σύμφωνα με σχετικό όρο της δανειακής σύμβασης και σε κάθε περίπτωση, έχει λήξει η διάρκεια του δανείου, παρελθούσης της ημερομηνίας καταβολής της τελευταίας δόσης, αρκεί, κατ’ άρθρο 216§1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 806 – 809 ΑΚ, να περιλαμβάνεται στη σχετική αγωγή, ότι συνήφθη έγγραφη σύμβαση παροχής τοκοχρεωλυτικού δανείου, το ύψος του τυχόν συμφωνηθέντος επιτοκίου, για την εύρεση των τυχόν αξιούμενων συμβατικών τόκων, ότι το ποσό του δανείου καταβλήθηκε στο σύνολο του ή τμηματικώς στον δανειολήπτη και ότι ο τελευταίος καθυστέρησε την καταβολή κάποιας τοκοχρεωλυτικής δόσης, ενώ το ύψος των οφειλόμενων τόκων (συμβατικών και υπερημερίας) δεν απαιτείται να προκύπτει από έγγραφα και αρκεί η αναγραφή τους στην αγωγή, αφού μπορούν ευχερώς να εξευρεθούν, με βάση τη χρονική περίοδο εκτοκισμού και το επιτόκιο υπερημερίας, που ορίζει ο νόμος και η συμφωνία των διαδίκων μερών (πρβλ. ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 150/2000, ΕφΑθ 5706/2022, ΤΝΠ:ΝΟΜΟΣ).

Με τον 2° λόγο έφεσής του, ο εκκαλών (εναγόμενος) επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του, περί απαραδέκτου της ένδικης αγωγής, λόγω αοριστίας της. Εν προκειμένω, στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, αναφέρονται οι όροι της από 22-1-2008 δανειακής σύμβασης και της από 17-8-2010 τροποποιητικής αυτής, μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», ειδική διάδικος του οποίου, φέρεται η ενάγουσα και του εναγομένου, με λεπτομερή αναφορά στο εφαρμοζόμενο επιτόκιο, στις περιόδους εκτοκισμού και στον τρόπο υπολογισμού. Ωστόσο, δεν αναφέρεται πότε άρχισε η καθυστέρηση καταβολής δόσεων ή μέρους αυτών, ώστε να δύναται να υπολογιστεί ο τόκος υπερημερίας, ούτε, έστω, συμπεριλαμβάνεται, ως ενιαίο κείμενο, η αναλυτική κίνηση του λογαριασμού εξυπηρέτησης του δανείου, στον οποίο να εμφαίνονται ακριβώς οι χρεοπιστώσεις (ΜονΕφΠειρ 304/2023 ΤΝΠ:ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, καθόσον δεν περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή, σύμφωνα με τον νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο, η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο, η δυνατότητα του ελέγχου του βάσιμου, κατά νόμο, αυτής, όπως απαιτείται, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τον νόμο.

IX. Κατόπιν τούτων, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί η αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της. Περαιτέρω, λόγω της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, έχει εξαφανιστεί και η διάταξή της περί δικαστικών εξόδων και συνεπώς, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας του καθ’ ου η κλήση εκκαλούντος – εναγόμενου πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης η κλήση – εφεσίβλητης – εναγούσης, λόγω της ήττας αυτής (άρθρα 176, 183 και 191§2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Ακολούθως, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, κατά της παρούσης, από την ερήμην δικασθείσα καθ’ ης η κλήση – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητης – εναγούσης, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502§1 και 505§2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Επιπροσθέτως, πρέπει να διαταχθεί και η επιστροφή στον εκκαλούντα, του παράβολου που κατέβαλε, για τη νομότυπη άσκηση της έφεσης, λόγω της παραδοχής αυτής (άρθρο 495§3 ΚΠολΔ). Εξάλλου, ως προς την πρόσθετη παρέμβαση, δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, πλην αυτής, περί συνεκδίκασής της με την ένδικη έφεση, καθόσον αυτή, ως διαμορφωτική διαδικαστική πράξη, δεν περιέχει ίδιο αίτημα, που να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την παραδεκτή άσκησή της (ΑΠ 715/1998, ΤριμΕφΑΘ 651/2024, ΜονΕφΑθ 735/2024, ΜονΕφΑνατΚρήτης 132/2024, ΤΝΠ:ΝΟΜΟΣ, βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τ. Α’, υπό τα άρθρα 80, αρ. 2-3 και 83, αρ. 4-5). Τέλος, πρέπει η καλούσα – αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, λόγω της ήττας της, να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, του καθ’ ου η κλήση – καθ’ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντος – εναγόμενου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, δεκτού γενομένου του σχετικού νομίμου αιτήματος του τελευταίου, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσης (άρθρα 176, 182 και 191§2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ την υπό κρίση έφεση, με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της καθ’ ης η κλήση – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητης – εναγούσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την ερήμην δικαζόμενη καθ’ ης η κλήση – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη – ενάγουσα, κατά της παρούσης απόφασης, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 80/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την υπό κρίση αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η κλήση – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη – ενάγουσα, στα δικαστικό έξοδα του καθ’ ου η κλήση – καθ’ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντος – εναγόμενου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καλούσα – αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, στα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η κλήση – καθ’ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντος – εναγόμενου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα, του παράβολου που κατέβαλε, για τη νομότυπη άσκηση της έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στη Χαλκίδα, στις 30-9-2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή: www.dsanet.gr