Μια νέα καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) «ήρθε» για την Ελλάδα, αυτή τη φορά για καθυστέρηση στην εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων. Το ΕΔΔΑ εξετάζοντας την υπόθεση Γεωργακάκης κ.α. κατά Ελλάδας της 14.11.2024 (αριθμ. προσφ. 47788/15 και 47808/15), έκρινε ότι η εκτέλεση δικαστικής απόφασης είναι αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης δίκης.

Δείτε την περίληψη της νέας καταδικαστικής απόφασης που εξέδωσε το ΕΔΔΑ:

«ΑΠΟΦΑΣΗ

Γεωργακάκης κ.α. κατά Ελλάδας της 14.11.2024 (αριθμ. προσφ. 47788/15 και 47808/15)


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το εθνικό δικαστήριο είχε ακυρώσει την σιωπηρή άρνηση της διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση που αφορούσε το οικόπεδο των προσφευγόντων και παρέπεμψε την υπόθεση στη διοίκηση. Οι προσφεύγοντες, συνιδιοκτήτες ενός οικοπέδου, παραπονέθηκαν για την καθυστερημένη εκτέλεση της με αριθ. 3665/2009 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και για την έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής στο εσωτερικό δίκαιο.

Όσον αφορά τους προσφεύγοντες στην προσφυγή με αριθ. 47808/15, η εν λόγω εσωτερική διαδικασία είχε κινηθεί από τους προκατόχους τους και αυτοί απέκτησαν από κοινού την κυριότητα του οικοπέδου στις 23 Ιουλίου 2010, μετά την καταχώριση της συμβολαιογραφικής τους πράξης στο Κτηματολόγιο.

Στις 29 Νοεμβρίου 2019 δημοσιεύθηκε το ΠΔ σχετικά με την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως – περιελάμβανε δε την άρση της απαλλοτρίωσης και την επαναφορά της. Στις 31 Μαρτίου 2021 εκδόθηκαν διαταγές πληρωμής για την αποζημίωση των προσφευγόντων, θέτοντας έτσι τέλος στη διαδικασία εκτέλεσης.

Στον προσφεύγοντα της προσφυγής με αριθ. 47788/15, εν τω μεταξύ, επιδικάστηκε αποζημίωση 1.000 ευρώ από το Συμβούλιο Συμμόρφωσης (τριμελής επιτροπή) του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης για την μη εκτέλεση της απόφασης από τις αρχές. Το ποσό αυτό καταβλήθηκε στις 25 Απριλίου 2016.

Οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για την καθυστερημένη εκτέλεση της εθνικής απόφασης που εκδόθηκε υπέρ τους και για την έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής στο εθνικό δίκαιο. Επικαλέστηκαν το άρθρο 6 § 1 και το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ.

Κατά το ΕΔΔΑ η εκτέλεση απόφασης που εκδίδεται από οποιοδήποτε δικαστήριο πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της «ακροαματικής διαδικασίας» για τους σκοπούς του άρθρου 6. Παρέπεμψε επίσης στη νομολογία του σχετικά με τη μη εκτέλεση ή την καθυστερημένη εκτέλεση τελεσίδικων εθνικών αποφάσεων.

Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι: α) στην προκειμένη περίπτωση οι αρχές δεν κατέβαλαν τις απαραίτητες προσπάθειες για την πλήρη και έγκαιρη εκτέλεση της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης υπέρ των προσφευγόντων και β) οι προσφεύγοντες δεν είχαν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό ένδικο μέσο για τις καταγγελίες τους.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της Σύμβασης.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6,

Άρθρο 13
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν εξαντλήσει τα διαθέσιμα εσωτερικά ένδικα μέσα, ιδίως να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και να ζητήσουν την αποκατάσταση κάθε ζημίας λόγω της υποτιθέμενης μη συμμόρφωσης προς την εσωτερική απόφαση.

Όσον αφορά τους προσφεύγοντες στην προσφυγή με αριθ. 47808/15, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι, μολονότι είχαν καταστεί συνιδιοκτήτες του οικοπέδου μετά την έκδοση της επίμαχης εθνικής απόφασης, δεν είχαν καταθέσει αίτηση στο Συμβούλιο Συμμόρφωσης (τριμελής επιτροπή), ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο κατά την έννοια του άρθρου 35 της Σύμβασης. Η Κυβέρνηση πρόσθεσε επίσης ότι οι ανωτέρω προσφεύγοντες δεν είχαν συμμετάσχει στις εγχώριες δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες και ως εκ τούτου δεν είχαν την ιδιότητα του θύματος της φερόμενης παραβίασης του άρθρου 6 § 1.

Οι προσφεύγοντες διαφώνησαν με τις ενστάσεις της Κυβέρνησης.

Όσον αφορά την ένσταση της Κυβέρνησης που σχετίζεται με την αγωγή αποζημίωσης βάσει του άρθρου 105 του ΔΛΚ, το Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφασή του Ζωιδάκη -Γεωργαντοπούλου κατά Ελλάδας της 22.06.2022 [Επιτροπή], αριθ. 44038/13, § 14, στην οποία απέρριψε παρόμοια ένσταση.

Για να απαντήσει στην ένσταση σχετικά με τη μη εξάντληση των ένδικων μέσων ενώπιον των Συμβουλίων Συμμόρφωσης όσον αφορά τους προσφεύγοντες στην προσφυγή με αριθ. 47808/15, το Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφασή του Κανελλόπουλος κατά Ελλάδας της 21.02.2008, αριθ. 11325/06, §§ 17-21 και Μπουσίου κατά Ελλάδας της 24.10.2013, αριθ. 21455/10, §§ 24-25. Όσον αφορά την υποτιθέμενη έλλειψη της ιδιότητας του θύματος των προαναφερθέντων προσφευγόντων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες επλήγησαν από την υποτιθέμενη παραβίαση και ότι δεν τους παρασχέθηκε επαρκής επανόρθωση μέχρι την επιδίκαση αποζημίωσης.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέρριψε τις αιτιάσεις της Κυβέρνησης.

Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η προσφυγή δεν ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) της ΕΣΔΑ και ότι δεν ήταν απαράδεκτη για κανέναν άλλο λόγο. Συνεπώς, την κήρυξε παραδεκτή.

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η όποια καθυστέρηση στη διαδικασία εκτέλεσης αποδίδεται στην ανάγκη να διεξαχθεί μια σειρά νόμιμων διαδικασιών με τη συνδρομή των προσφευγόντων ως ιδιοκτητών του ακινήτου που είναι υπεύθυνοι για την υποβολή των απαραίτητων εγγράφων.

Οι προσφεύγοντες αντέκρουσαν τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης και υποστήριξαν ότι δεν είχαν λάβει αποζημίωση μέχρι το 2021.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εκτέλεση απόφασης που εκδίδεται από οποιοδήποτε δικαστήριο πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της «ακροαματικής διαδικασίας» για τους σκοπούς του άρθρου 6. Παρέπεμψε επίσης στη νομολογία του σχετικά με τη μη εκτέλεση ή την καθυστερημένη εκτέλεση τελεσίδικων εθνικών αποφάσεων (βλ. Hornsby κατά Ελλάδας, αριθ. 18357/91, § 40).

Στις κορυφαίες υποθέσεις Κανελλόπουλος, §§ 31-33, και Μπουσίου, §§ 18-21, οι οποίες αναφέρονται και οι δύο παραπάνω, καθώς και στην υπόθεση Βασιλειάδου κατά Ελλάδας της 06.04.2017, αριθ. 32884/09, §§ 33-37, το Δικαστήριο διαπίστωσε ήδη παραβίαση σε σχέση με ζητήματα παρόμοια με αυτά της παρούσας υπόθεσης.

Αφού εξέτασε όλο το υλικό που του υποβλήθηκε, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα γεγονός ή επιχείρημα ικανό να το πείσει να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα επί της ουσίας των εν λόγω καταγγελιών. Έχοντας υπόψη τη σχετική νομολογία του, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι στην προκειμένη περίπτωση οι αρχές δεν κατέβαλαν όλες τις απαραίτητες προσπάθειες για την πλήρη και έγκαιρη εκτέλεση της απόφασης υπέρ των προσφευγόντων.

Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό ένδικο μέσο για τις εν λόγω καταγγελίες.

Συνοψίζοντας, οι εν λόγω προσφυγές κηρύχθηκαν παραδεκτές και το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της Σύμβασης».

Πηγή: www.echrcaselaw.com