Επί αθωωτικής απόφασης και δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης της ποινικής δίκης, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει όταν στην απόφαση δεν εκτίθενται καθόλου ή όταν εκτίθενται ελλιπώς ή ασαφώς τα πραγματικά περιστατικά ή όταν δεν αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα γιατί το δικαστήριο δεν πείστηκε για την ενοχή με βάση τα αποδεικτικά μέσα. Αποδεικτικά μέσα. Αρκεί να αναφέρονται κατ’ είδος γενικώς και να προκύπτει ότι ελήφθησαν όλα υπόψη. Πραγματογνωμοσύνη. Αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της απόφασης μεταξύ των αποδεικτικών μέσων ώστε να είναι βέβαιο ότι ελήφθη υπόψη. Αυτό προκύπτει και όταν από τις παραδοχές της απόφασης προκύπτει ότι έγιναν δεκτά τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης ή έστω ότι δεν είναι αντίθετα με τις παραδοχές. Όταν το δικαστήριο δεν αποδέχεται τα συμπεράσματα της πραγματογνωμοσύνης, οφείλει να αιτιολογεί την αντίθετη πεποίθησή του, ειδάλλως η απόφαση έχει ελλιπή αιτιολογία. Καθήκοντα πραγματογνώμονα. Ερμηνεύει επιστημονικά ως ειδικός δικές του ή ξένες διαπιστώσεις γνωματεύοντας μόνον για ορισμένο τμήμα της υπόθεσης. Η μεταφορά των ευρημάτων σε δικαϊικές έννοιες εναπόκειται αποκλειστικά στον δικαστή που εκτιμά τη συνολική δικαϊική κατάσταση. Διάταξη ορισμού πραγματογνώμονα. Ελάχιστο περιεχόμενο της ώστε οι απαντήσεις του πραγματογνώμονα να είναι εύληπτες και ορθολογικές στο πλαίσιο μόνο συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης. Ο πραγματογνώμονας μπορεί να επεκταθεί και σε επιπλέον άξια λόγου τεχνικά ή επιστημονικά ζητήματα της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης, όχι όμως και σε ζητήματα που αφορούν άλλη συρρέουσα ποινική υπόθεση με τον ίδιο κατηγορούμενο ακόμη και αν ενισχύει την διαπίστωση του επί της υπόθεσης που διορίστηκε. Στην περίπτωση αυθαίρετης επέκτασης της πραγματογνωμοσύνης και σε έτερη συρρέουσα συνεκδικαζόμενη υπόθεση, η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται κατά το μέρος αυτό ως απλό έγγραφο και δεν υπάρχει υποχρέωση ειδικής μνημόνευσης από το Δικαστήριο και ειδικής αιτιολογίας σε περίπτωση αντίθετης πεποίθησης του Δικαστηρίου σε σχέση με τα πορίσματα. Η εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης αφού πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Σε περίπτωση επάλληλης- επικουρικής αιτιολογίας δεν υφίσταται αντίφαση ή πλημμελής αιτιολογία της απόφασης. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης ΕισΑΠ κατά της με αριθμό 562/2023 απόφασης του Τριμ.Εφ.Πλημ.Θεσ. Δείτε ολόκληρη τη σχετική απόφαση του Ε Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (1016/2024), η οποία δημοσιεύεται επιμελεία των δικηγόρων Θεσσαλονίκης Αντωνίου Μικροπανδρεμένου και Γεωργίου Κωνσταντινίδη).
Αριθμός 1016/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Πρίγγουρη, Παρασκευή Τσούμαρη, Σταυρούλα Κουσουλού και Ευαγγελία Γιακουμάτου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 31 Μαΐου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της απόφασης 562/2023 του Τριμελούς Εφειείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενο τον … του .. κάτοικο Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μικροπανδρεμένο. Υποστηρίζουσα την κατηγορία την αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία …, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον παρόντα … και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κωνσταντίνου.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.4.2024 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Νίκης Κορίζη και έλαβε αριθμό 14/2024 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 405/24.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ.2 ΚΠΔ να ζητήσει την αναίρεση οποιοσδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507, δηλαδή μέσα σε ένα (1) μήνα από την καταχώριση της απόφασης στο υπό του άρθρου 473 παρ.3 του αυτού Κώδικα προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο, Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά οιασδήποτε αποφάσεως, εκδιδομένης υπό οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που περιλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 16.04.2024 και με αριθμό κατάθεσης 14/2024 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη για αναίρεση της με αριθμό 562/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, η οποία καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο κατά το άρθρο 473 παρ. 2 και 3 εδ.α του ΚΠΔ βιβλίο στις 29.03.2024 και με την οποία κρίθηκε κατά πλειοψηφία αθώος, λόγω αμφιβολιών, ο κατηγορούμενος … και της … για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, εμπιστευθέντος στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, που φέρεται να τέλεσε, στη Θεσσαλονίκη, στις 25.02.2016 σε βάρος της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας με την επωνυμία … έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (473 παρ. 3 ΚΠΔ), με την κατάθεση στις 16.04.2024, του δικογράφου της αναίρεσης στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 505 παρ.2 εδ,α’, 507 και 508 του ΚΠΔ), συνταχθείσης σχετικής εκθέσεως νόμιμα υπογεγραμμένης (άρθρα 474 παρ.1 και 2 ΚΠΔ) και περιέχει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ και ως εκ τούτου, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του λόγου της.
I. Περαιτέρω, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο, με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά, τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσεώς του. Δεν απαιτείται όμως να παρατίθενται περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο πείσθηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου.
II. Εξάλλου, ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ’ είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά, κατ’ επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Μεταξύ των κυριότερων αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 του Κ.Ποιν.Δ., υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Η πραγματογνωμοσύνη, ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, εκτός αν αυτό προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι την έλαβε υπόψη του, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Πάντως, το Δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από την πραγματογνωμοσύνη συμπεράσματα, οφείλει να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνωμοδοτήσεώς τους. Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο ανωτέρω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 911/0222, ΑΠ 502/2021, ΑΠ 132/2020, ΑΠ 704/2019). Ο πραγματογνώμονας, όμως, που διορίζεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ και η έκθεση του οποίου, αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, που απαιτείται να μνημονεύεται ειδικά στην απόφαση, καλείται με βάση τις ιδιαίτερες δυνατότητες του, να ερμηνεύσει επιστημονικά, ως ειδικός, τις δικές του και ξένες διαπιστώσεις. Το καθήκον του περατώνεται με την παρουσίαση και ερμηνεία των ευρημάτων του, ενώ η μεταφορά των ευρημάτων σε δικαιϊκές έννοιες, όπως της υπεξαίρεσης, εναποτίθεται στο δικαστή. Διότι ο πραγματογνώμονας μόνο για ορισμένο τμήμα της υπόθεσης πρέπει να γνωματεύσει (π.χ. ο λογιστικός πραγματογνώμονας για το θέμα που του τέθηκε, όπως είναι η έρευνα της τυχόν ύπαρξης οφειλής του κατηγορουμένου προς τον μηνυτή), ενώ ο δικαστής εκτιμά τη συνολική και δικαιϊκή κατάσταση (π.χ. αν ο κατηγορούμενος που, κατά την πραγματογνωμοσύνη, οφείλει στον μηνυτή, τέλεσε υπεξαίρεση). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 195 ΚΠΔ, η διάταξη του ανακριτικού υπαλλήλου, του δικαστικού συμβουλίου ή του Δικαστηρίου, με την οποία διορίζεται ο πραγματογνώμονας, κατά τη διάρκεια της προδικασίας ή της εκδίκασης συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης, πρέπει να αναφέρει κατ’ ελάχιστον τον σκοπό, για τον οποίο διορίζεται, τα κύρια και ουσιώδη υπό έρευνα ζητήματα, τα ερωτήματα στους πραγματογνώμονες με λογική σειρά και αλληλουχία, ώστε να αποτελέσουν οι αντίστοιχες απαντήσεις ένα εύληπτο και ορθολογικό κείμενο. Τα ζητήματα πρέπει να σχετίζονται αποκλειστικά με την επίλυση επιστημονικών και τεχνικών ζητημάτων της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης για την οποία διορίζεται, όπως πχ αν από την έρευνα της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ συγκεκριμένου μηνυτή και συγκεκριμένου κατηγορούμενου, οφείλει ο τελευταίος στον πρώτο και όχι να τίθενται στους πραγματογνώμονες νομικά ζητήματα, όπως αν ο κατηγορούμενος τέλεσε υπεξαίρεση σε βάρος του μηνυτή, ούτε επιτρέπεται να τίθενται ζητήματα που μετατρέπουν τον πραγματογνώμονα σε μάρτυρα ή ακόμη περισσότερο σε δικαστή. Οι πραγματογνώμονες, εξάλλου, δεν περιορίζονται στην έρευνα των επιστημονικών και τεχνικών ζητημάτων, που τους τέθηκαν, αν ως ειδικοί, θεωρούν οι ίδιοι ως άξια λόγου και άλλα τέτοια επιστημονικά ή τεχνικά ζητήματα, που ενισχύουν ή επεξηγούν τις διαπιστώσεις τους. Πάντοτε όμως στα πλαίσια της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης, για την οποία διορίστηκαν, αφού οι πραγματογνώμονες δεν μπορούν να επεκταθούν στην έρευνα επιστημονικών ή τεχνικών ζητημάτων, που αφορούν άλλη συρρέουσα ποινική υπόθεση, με τον ίδιο κατηγορούμενο για το ίδιο ποινικό αδίκημα (άρθρο 94 ΠΚ) με άλλο όμως μηνυτή, η οποία συνεκδικάζεται λόγω συνάφειας (128 ΚΠΔ), έστω και αν η έρευνα αυτή, κατά την κρίση τους ενισχύει τις διαπιστώσεις τους, πχ δεν μπορούν να επεκταθούν στην έρευνα άλλης συρρέουσας ποινικής υπόθεσης, που συνεκδικάζεται και να διαπιστώσουν ότι ο ίδιος κατηγορούμενος οφείλει και σε άλλο μηνυτή, προκειμένου, κατά την κρίση τους, να ενισχύσουν το πόρισμά τους ότι ο κατηγορούμενος οφείλει και στον μηνυτή της υπόθεσης, για την οποία διορίστηκαν. Κατ’ ακολουθίαν, η προσκόμιση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που δικάζει τη συρρέουσα ποινική υπόθεση, τέτοιας πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε, δηλαδή, στα πλαίσια άλλης ποινικής υπόθεσης και η έρευνα των τεχνικών ζητημάτων που τέθηκαν για την υπόθεση αυτή, έχει επεκταθεί από τον πραγματογνώμονα και σε τεχνικά ζητήματα της ετέρας συρρέουσας ποινικής υπόθεσης, με ίδιο κατηγορούμενο και για ίδιο αδίκημα, αλλά με άλλο μηνυτή, μόνο ως απλό έγγραφο μπορεί να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο της ουσίας και δεν υπάρχει υποχρέωση του για ειδική μνημόνευση αυτής ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου και αιτιολόγησης των τυχόν αντιθέτων με αυτή πορισμάτων της απόφασής του για τη συρρέουσα αυτή υπόθεση, που συνεκδικάζεται, λόγω συνάφειας (ΑΠ 811/2023).
ΙII. Τέλος δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την 562/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κρίθηκε κατά πλειοψηφία αθώος, λόγω αμφιβολιών, ο κατηγορούμενος … του … και της … για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που του είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, (άρθρο 375 παρ.1 εδ.β’ του ΠΚ), με το εξής επί λέξει διατακτικό : «ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον παραπάνω κατηγορούμενο αθώο κατά πλειοψηφία (μειοψηφούσης της Προέδρου του Δικαστηρίου, η οποία είχε την άποψη ότι έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος ως πρωτοδίκως), λόγω αμφιβολιών του ότι: Στη Θεσσαλονίκη ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα κινητά πράγματα, που περιήλθαν στην κατοχή του και του τα είχαν εμπιστευθεί τρίτοι λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Το ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερης μεγάλης αξίας. Συγκεκριμένα, στον προαναφερόμενο τόπο και την 25-2-2016, υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου και ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, παρανόμως ιδιοποιήθηκε ξένα εν όλω κινητά πράγματα, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητάς του, το δε αντικείμενο της πράξεώς του ήταν ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο 2014 και εντεύθεν στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας αναλάμβανε την οργάνωση της παραγωγής θεατρικών παραστάσεων καθώς και την λογιστική και φορολογική παρακολούθηση των παραστάσεων, ιδιοποιήθηκε παρανόμως χρηματικά ποσά που του δόθηκαν στα πλαίσια των ανωτέρω συνεργασιών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των πελατών του και δη: Τον Ιούνιο του 2015 η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με την επωνυμία … δια του διαχειριστή της, … του …, του ανέθεσε προφορικά την εκτέλεση της παραγωγής του θεατρικού έργου … και την λογιστική και φορολογική παρακολούθηση του και του κατέβαλε συνολικά από τις 15/6/2015 έως και τις 22/4/2016 το ποσό των 62,599,80 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 5.499,80 ευρώ στις 25/2/2016 κατατέθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθμό ΙΒΑΝ … που ο κατηγορούμενος διατηρεί στην Εθνική Τράπεζα, προκειμένου να πληρώσει την παρακράτηση φόρου εισοδήματος 20% των εργαζομένων αυτής, που ανέκυψε κατά την εκτέλεση της παραγωγής. Πλην όμως, ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό αυτό καθόσον δεν κατέβαλε στην εφορία, α) ληξιπρόθεσμη απαίτηση 1.400 ευρώ με ημερομηνία βεβαίωσης 22/6/2016, πλέον προσαυξήσεων 132,86 ευρώ, β) ληξιπρόθεσμη απαίτηση 2.891,80 ευρώ με ημερομηνία βεβαίωσης 22/6/2016, πλέον προσαυξήσεων 211,10 ευρώ, γ) ληξιπρόθεσμη απαίτηση 775,54 ευρώ με ημερομηνία βεβαίωσης 14/7/2016, πλέον προσαυξήσεων 14,15 ευρώ, δ) ληξιπρόθεσμη απαίτηση 250 ευρώ με ημερομηνία βεβαίωσης στις 29/11/2016 πλέον προσαυξήσεων 6 ευρώ, ε) ληξιπρόθεσμη απαίτηση 250 ευρώ με ημερομηνία βεβαίωσης 29/1 1/2016 πλέον προσαυξήσεων 6 ευρώ, στ) ληξιπρόθεσμη απαίτηση ποσού 250 ευρώ με ημερομηνία βεβαίωσης 29/11/2016 πλέον προσαυξήσεων 6 ευρώ. Επομένως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω περιγράφονται ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ογδόντα λεπτών (5.499,80 Ευρώ). Το αντικείμενο δε της πράξεώς του (υπεξαιρέσεως) ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και του το είχαν εμπιστευθεί, λόγω της ανωτέρω ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας».
Την αθωωτική αυτή κρίση της, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου της ουσίας, αφού έλαβε υπόψη της όλα τα αποδεικτικά μέσα που ρητώς μνημονεύει στο προοίμιο του σκεπτικού της, παραθέτοντας αναλυτικά αυτά (ήτοι: την ανωμοτί κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας, τις ένορκες καταθέσεις αντίστοιχα των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων και εκθέσεων, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρίσθηκαν λεπτομερώς στα ίδια πρακτικά, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου), αιτιολόγησε με το εξής επί λέξει σκεπτικό: «Κατά την άποψη της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι έγινε συγκεκριμένη και στοχευμένη μεταφορά του ενδίκου ποσού των 5.499,80 € αποκλειστικά και μόνον για την πληρωμή των παρακρατήσεων φόρου εισοδήματος των συντελεστών της παραστάσεως, ούτε ότι ο μάρτυρας … ως εκπρόσωπος της υποοτηρίζουσας την κατηγορία αστικής εταιρίας … δεν τελούσε εν γνώσει της μη καταβολής, τελικά, των παρακρατήσεων αυτών. Ειδικότερα: Τον Ιούνιο του 2015 η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με την επωνυμία … δια του διαχειριστή της …, του ανέθεσε προφορικά στον κατηγορούμενο την εκτέλεση της παραγωγής του θεατρικού έργου …, στην οποία εντασσόταν και η λογιστική και φορολογική παρακολούθηση της υλοποίησής του και του παρέδωσε συνολικά από τις 15/6/2015 έως και τις 22/4/2016 το ποσό των 62.599,80 ευρώ, το οποίο ο κατηγορούμενος κατέβαλε στους δικαιούχους συντελεστές της παραστάσεως. Μέρος αυτού ήταν και ποσό 5.499,80 ευρώ, που αφορούσε παρακράτηση φόρου εισοδήματος 20% των εργαζομένων της παράστασης και κατατέθηκε στις 25/2/2016 στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθμό ΙΒΑΝ … που ο κατηγορούμενος διατηρεί στην Εθνική Τράπεζα. Αυτή η μεταφορά έγινε σε συνέχεια του από την αυτή ημερομηνία μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail από …) με το οποίο ο κατηγορούμενος ανέλυε το σύνολο της οφειλής για τις παρακρατήσεις φόρου εισοδήματος. Τα ποσά αυτά δεν ήταν άμεσα καταβλητέα στην εφορία, αλλά Θα καταβάλλονταν μετά από μήνες, αφού πληρώνονταν και οι αμοιβές τις οποίες αφορούσαν. Λόγω δε της σταδιακής και βραδείας εκταμίευσης της επιχορήγησης, που αντιστοιχούσε στην παράσταση, οι πληρωμές προς όλους τους συντελεστές γίνονταν τμηματικά, όποτε ερχόταν κάποιο ποσό από το Φεστιβάλ. Ακολούθησε μήνυμα του … προς τον κατηγορούμενο, στις 20/4, με το οποίο αυτός ανακοίνωσε στον κατηγορούμενο την καταβολή της υπόλοιπης επιχορήγησης και έδωσε εντολή για πληρωμές, την οποία επανέλαβε μετ’ επιτάσεως με το επόμενο μήνυμά του στις 22/4/2016, με το οποίο ζητά την άμεση εξόφληση όλων διότι “έχει μαθευτεί και άρχισαν τα τηλέφωνα”. Στο τελευταίο από τα μεταξύ τους μηνύματα που προσκομίζονται, ο κατηγορούμενος ενημερώνει τον … ότι “οι παρακρατήσεις θα εμφανιστούν την Τρίτη 21/6”, χωρίς να υπάρχει κάποια άλλη αντίδραση από τον τελευταίο. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το μήνυμα της 25/2/2016 είχε την έννοια της ενημερώσεως για το ύψος της οφειλής από τις αποδοτέες παρακρατήσεις, σε συνέχεια πολλών άλλων παρομοίων που αφορούσαν διάφορες οφειλές και καταβολές (προσκομίζονται τέτοια από τις 23/5/2015 και ακόμη στις 19, 21 και 26/6/2015, 9/7, 10/7, 24/10/2015, 21/1/2016) και όχι της προσκλήσεως για άμεση καταβολή αυτών, αφού άλλωστε η οφειλή αυτή δεν ήταν ακόμη καταβλητέα. Το ότι ο μάρτυρας μετέφερε αυθημερόν το ποσό αυτό προς τον κατηγορούμενο δεν διαχωρίζει με κάποιο τρόπο το συγκεκριμένα κονδύλιο από τις λοιπές οφειλές της Εταιρίας και τις καταβολές που έκανε για λογαριασμό αυτής ο κατηγορούμενος, Από δε τα προαναφερθέντα μηνύματα της 20/4 και 22/4 επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι μετά την καταβολή της επιχορήγησης δόθηκε από τον ίδιο τον … ως εντολέα του, προτεραιότητα στην πληρωμή των συντελεστών της παραστάσεως διότι “είχαν αρχίσει τα τηλέφωνα”. Μεταξύ δε των συντελεστών της παραστάσεως ήταν προδήλως και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, η αμοιβή του οποίου είχε προφορικά συμφωνηθεί στο ποσό των 5.000 € συν ΦΠΑ, όπως και ο ίδιος ο … δεν αρνήθηκε εξεταζόμενος, περιοριζόμενος να αντιτάξει ότι πάντως δεν υπήρχε έγγραφη περί τούτου συμφωνία (βλ. ανωτέρω σελ. 7 των πρακτικών “Είχατε συμφωνήσει μεταξύ σας 5.000 ευρώ αμοιβή για τον κ. … συν το ΦΠΑ εννοείται; Έχετε συμφωνήσει; Δεν υπάρχει κανένα χαρτί τέτοιο. Αρνείστε αυτή την συμφωνία σας; -Όχι, ούτε την αρνούμαι ούτε μπαίνω… Δεν απαντώ”.) Η αμοιβή αυτή, μετά του αναλογούντος ΦΠΑ, δεν έχει ακόμη εξοφληθεί στον κατηγορούμενο, παρότι είχε τιμολογηθεί από τον ίδιο ήδη από το 2015, η παρακράτηση δε αυτής, που ο κατηγορούμενος ομολογεί για ποσό 2.200 €, από τα ποσά της επιχορήγησης που ο μάρτυρας είχε παραδώσει στον τελευταίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαιρείται από την ρητή εντολή του τελευταίου στις 22/4/2016 “Σε παρακαλώ εξόφλησε τους πάντες ΑΜΕΣΑ”. Αλλως, ακόμη και αν δεν ήταν αυτό το αληθές νόημα της εντολής του … σε κάθε περίπτωση δικαιολογείται η πεποίθηση του κατηγορουμένου ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει και το ποσό των 5.499,80 € που είχε ήδη στα χέρια του για την εξόφληση των συντελεστών της παραγωγής, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του, και συνεπώς δεν συντρέχει στο πρόσωπο του δόλος υπεξαιρέσεως. Συνακόλουθα, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό».
Η παραπάνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού το Δικαστήριο με ειδικότερες αναφορές τόσο στις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριό του, μεταξύ των οποίων και του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας, όσο και στα έγγραφα και στις εκθέσεις, που αναγνώσθηκαν, μεταξύ των οποίων (εκθέσεων) προφανώς συμπεριλαμβάνονται η έκθεση πραγματογνωμοσύνης του και η τεχνική έκθεση της … που είναι οι μοναδικές αναγνωσθείσες εκθέσεις, μετά από αξιολόγηση και συνεκτίμηση όλων των εισφερθένιων αποδεικτικών μέσων, αιτιολογεί επαρκώς τους λόγους για τους οποίους δεν πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την ανωτέρω αποδιδόμενη σ’ αυτόν αξιόποινη πράξη.
Ειδικότερα, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα, το Δικαστήριο, προκειμένου να αιτιολογήσει την παραπάνω κρίση του, δέχθηκε ότι το μη αμφισβητούμενο ως προς το ύψος του, ποσό των 5.499,80 ευρώ, που μεταφέρθηκε λογιστικώς, στις 25.02.2016, στον τραπεζικό λογαριασμό του κατηγορουμένου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος από τον …, ως εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρίας, δεν είχε προορισμό (στόχευση) την καταβολή των παρακρατήσεων φόρου εισοδήματος 20% των συντελεστών της Θεατρικής παράστασης του θεατρικού έργου … στην αρμόδια ΔΟΥ, που δεν ήταν άλλωστε ληξιπρόθεσμες τον Φεβρουάριο του 2016, οπότε το ποσό αυτό μεταφέρθηκε λογιστικώς στον τραπεζικό λογαριασμό του κατηγορουμένου, μετά από ενημερωτικό μήνυμα του τελευταίου προς τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρίας σχετικά με το ύψος των πιο πάνω παρακρατούμενων φόρων και τον χρόνο της καταβολής του σε δόσεις, η πρώτη των οποίων ήταν καταβλητέα τον Ιούνιο του ίδιου έτους, αλλά δέχθηκε το Δικαστήριο ότι το επίμαχο ποσό των 5.499,80 ευρώ αποτελούσε τμήμα του συνολικού ποσού των 62.599,80 ευρώ, το οποίο παραδόθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από 15.06.2015 έως και 22.04.2016, στον κατηγορούμενο και ο τελευταίος το κατέβαλε προς εξόφληση των αμοιβών τους στους συντελεστές της παράστασης, εν γνώσει του ως άνω εκπροσώπου της εγκαλούσας εταιρίας περί της εν λόγω καταβολής του. Πιο συγκεκριμένα, κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρίας στις 20 Απριλίου 2016, ότι εκταμιεύθηκε τμήμα της επιχορήγησης για την παράσταση του ως άνω θεατρικού έργου και του δόθηκε εντολή για πληρωμή, κατά προτεραιότητα, όλων των συντελεστών της παράστασης, ενώ στις 22 Απριλίου του 2016, ο κατηγορούμενος κλήθηκε μετ’ επιτάσεως από τον ίδιο ως άνω εκπρόσωπο στην άμεση εξόφλησή τους. Κατά τις παραδοχές της απόφασης, μεταξύ των συντελεστών της παράστασης ήταν και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, στον οποίο η εγκαλούσα όφειλε την συμφωνημένη αμοιβή του εκ ποσού 5.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, η 4 οποία είχε ήδη τιμολογηθεί από το έτος 2015, έναντι της οποίας κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο ίδιος παρακράτησε το ποσό των 2.200 ευρώ, από το ποσό της επιχορήγησης και η παρακράτηση αυτή εμπίπτει στην εκτέλεση της εντολής, που έλαβε ο κατηγορούμενος στις 22 Απριλίου 2016 από τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρίας, με περιεχόμενο να εξοφλήσει άμεσα τους πάντες, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του, ενώ σε κάθε περίπτωση, κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο κατηγορούμενος είχε την δικαιολογημένη πεποίθηση ότι συμπεριλαμβανόταν και ο εαυτός του στους συντελεστές της παράστασης που έπρεπε να εξοφληθούν άμεσα, με αποτέλεσμα να μη συντρέχει στο πρόσωπό του δόλος υπεξαίρεσης. Η τελευταία δε αυτή αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης, ότι δηλαδή δεν συντρέχει δόλος στο πρόσωπο και ως εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικώς υπεξαίρεση από εντολοδόχο, δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικώς το αδίκημα αυτό ελλείψει δόλου του κατηγορουμένου, δεν αντιφάσκει προς την κύρια αιτιολογία της, ότι δηλαδή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί με την ιδιότητά του ως εντολοδόχου, όπως αβάσιμα επικαλείται ο αναιρεσείων Εισαγγελέας με τον τρίτο (3ο) αναιρετικό λόγο για έλλειψη αιτιολογίας από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Δ’ του ΚΠΔ, αφού όπως προκύπτει και από τη χρήση στην απόφαση της φράσης «σε κάθε περίπτωση» η αιτιολογία αυτή είναι επάλληλη- επικουρική προς την κύρια αιτιολογία ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικός το αδίκημα. Επομένως, επαρκώς αιτιολογείται η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ότι δεν αποδείχθηκε η ενοχή του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που του είχαν εμπιστευθεί με την ιδιότητά του ως εντολοδόχου. Ούτε, άλλωστε, ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης η παράθεση επιπλέον περί τούτου στοιχείων και δη, η παράθεση κονδυλίων στην απόφαση, σχετικός με τις πληρωθείσες με το επίμαχο ποσό των 5.499,80 ευρό, υποχρεώσεις της εγκαλούσας εταιρίας προς τους συντελεστές της παράστασης, ώστε να πιστοποιηθεί ότι τούτο εξαντλήθηκε προς τον σκοπό αυτό, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων Εισαγγελέας, με τον δεύτερο (2ο) λόγο της αναίρεσής του, από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Δ’ του ΚΠΔ, ενόψει και του ότι, κατά τις παραδοχές της απόφασης, μόνο η αμοιβή του κατηγορουμένου, ως συντελεστού της ως άνω παράστασης (5.000 ευρώ συν ΦΠΑ), που έπρεπε να εξοφληθεί, υπερέβαινε συνολικά το επίμαχο ποσό, αλλά και με δεδομένο ότι κατά τις παραδοχές της απόφασης, μετά τη λογιστική μεταφορά του επίμαχου ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του κατηγορουμένου, ακολούθησαν νέες καταβολές από την εκταμιευθείσα επιχορήγηση, με ρητή και έγγραφη εντολή άμεσης εξόφλησης όλων των συντελεστών της εν λόγω παράστασης, μεταξύ των οποίων και του ίδιου του κατηγορουμένου. Και τα ανωτέρω, πέραν του ότι προεχόντως, ο ως άνω δεύτερος (2ος) λόγος της αναίρεσης του Εισαγγελέα είναι απαράδεκτος, αφού πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Περαιτέρω, από την εκτεταμένη αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και αξιολόγησε και μάλιστα με ιδιαίτερη αιτιολογική σκέψη και την προσήκουσα αποδεικτική θεμελίωση της σχετικής κρίσης του όλα τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και την από 29,03.2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα … δοθέντος ότι στο προοίμιο του σκεπτικού της απόφασης, που παρατίθενται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη για τον σχηματισμό της αθωωτικής κρίσης του Δικαστηρίου, μνημονεύεται η λήψη υπόψη, εκτός άλλων και «…όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων και των εκθέσεων, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν λεπτομερώς στα ίδια πρακτικά», στο δε κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων μνημονεύονται ρητώς μόνο δύο εκθέσεις, ήτοι α) η έκθεση πραγματογνωμοσύνης από 29.03.2018 του πραγματογνώμονα … περιλαμβανόμενη πρώτη στον κατάλογο των αναγνωσθέντων έγγραφων της πρωτόδικης απόφασης, τα οποία βεβαιώνεται ότι αναγνώσθηκαν και στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, και β) οι από 17.02.2020 και από 24.02.2020 τεχνικές εκθέσεις της …, χωρίς να περιλαμβάνονται άλλες εκθέσεις στον κατάλογο. Συνεπώς, προκύπτει με βεβαιότητα ότι ελήφθη υπόψη και αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο, κατά τον σχηματισμό της αθωωτικής κρίσης του, η από 29.03.2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα …. Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της 103/2017 Διάταξης διορισμού του ως άνω πραγματογνώμονα, ο τελευταίος διορίστηκε από τον Πταισματοδίκη του Δ’ Τμήματος Πταισματοδικείου Θεσσαλονίκης, που ενεργούσε προκαταρκτική εξέταση ύστερα από την υπ’ αριθμ. ΕΓ… (συσχ. ΕΓ… και ΕΓ…) παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, κατόπιν μήνυσης του … κατά του … μήνυσης της … μήνυσης της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας με την επωνυμία … και του … του … κατά των … και …, προκειμένου, επί λέξει: «… να διενεργήσετε πραγματογνωμοσύνη και προβείτε στην σύνταξη έκθεσης σχετικής λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, αφού λάβετε πλήρη γνώση των στοιχείων της παρούσας δικογραφίας και όλων των στοιχείων (αποδείξεις, συμβάσεις, βιβλία κ.λπ.) που αφορούν την οικονομική συνεργασία μεταξύ του εγκαλούντος … του … και του εγκαλουμένου… (εκεί όπου υπάρχει αμφισβήτηση οφειλών), οι οποίοι οφείλουν να προσκομίσουν τα παραπάνω στοιχεία, να αποφανθείτε σχετικά και να απαντήσετε αναλυτικά α) αναφορικά με τα έσοδα-έξοδα της κάθε συνεργασίας, β) εάν υπάρχει οφειλή από τον εγκαλούμενο … του … στον εγκαλούντα … του … και από ποια αιτία προέκυψε αυτή». Είναι σαφές από τη ρητή αναφορά στον εγκαλούντα ή και στον εγκαλούμενο … αλλά και από τα ζητήματα που τέθηκαν στον ως άνω πραγματογνώμονα από τον προανακριτικό υπάλληλο, που τον διόρισε, ότι αυτή αφορούσε μόνο την προανακριτική εξέταση που διενεργούσε ο ως άνω Πταισματοδίκης, κατόπιν της μήνυσης του εγκαλούντος … κατά του εγκαλούμενου … και όχι τις άλλες μηνύσεις των … του … της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας με την επωνυμία … και του …, κατά του … για τις οποίες επίσης διενεργούσε προκαταρκτική εξέταση και για τις οποίες προφανώς δεν ανέκυψε ανάγκη διορισμού πραγματογνώμονα. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση της από 29,03.2018 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ως άνω πραγματογνώμονα, προκύπτει ότι ο τελευταίος δεν περιορίστηκε στα ζητήματα που του τέθηκαν, με την πιο πάνω Διάταξη του διορισμού του, αλλά επεξέτεινε ανεπίτρεπτους, κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη υπό στοιχείο II, την ερευνά του και στις άλλες ποινικές υποθέσεις, για τις οποίες διενεργούσε προκαταρκτική εξέταση ο Πταισματοδίκης που τον διόρισε, για τις οποίες δεν είχε ανακύψει ζήτημα διορισμού πραγματογνώμονα και μάλιστα εκφέροντας, ως μη ώφειλε, δικαιϊκές κρίσεις σχετικά με τέλεση υπεξαίρεσης, εκ μέρους του ίδιου κατηγορουμένου στην άλλη ποινική υπόθεση, για την οποία, όμως, δεν είχε διοριστεί, («… από τον κατηγορούμενο … του … παρακρατήθηκε ένα ποσό αξίας 5.499,80 ευρώ…» εν τέλει σελ.10 της πραγματογνωμοσύνης), για τις οποίες (δικαιϊκές κρίσεις), είναι αρμόδιο μόνο το Δικαστήριο της ουσίας. Κατ’ ακολουθίαν, στην προκειμένη περίπτωση, η προσκόμιση στο ακροατήριο της ως άνω από 29.03.2018 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε για άλλη ποινική υπόθεση και η σχετική έρευνα έχει επεκταθεί αυθαιρέτως από τον πραγματογνώμονα και στην προκειμένη, συρρέουσα και συνεκδικαζόμενη, λόγω συνάφειας, υπόθεση με τον ίδιο κατηγορούμενο και για ίδιο αδίκημα, αλλά με άλλο μηνυτή, μόνο ως απλό έγγραφο μπορούσε να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο της ουσίας και δεν υπήρχε υποχρέωση του για ειδική μνημόνευση αυτής, ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου και για αιτιολόγηση των αντιθέτων με αυτή πορισμάτων της απόφασής του για τη συνεκδικαζόμενη αυτή υπόθεση (ΑΠ 81 1/2023). Συνεπώς, ο πρώτος (1ος) λόγος αναίρεσης του Εισαγγελέα για έλλειψη αιτιολογίας από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Λ’ του ΚΠΔ, επειδή δεν μνημονεύεται ειδικώς στην απόφαση, αν και ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο η ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ούτε προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 σιοιχ. Δ’ ΚΠΔ, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, με την αιτίαση ότι, η στηρίζουσα το απαλλακτικό πόρισμα του Δικαστηρίου, προαναφερθείσα αιτιολογία δεν είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, ενώ οι λοιπές εκτιθέμενες στους λόγους αυτούς αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον εξ αυτών συνάγονται, κατά τον αναιρεσείοντα Εισαγγελέα, αντίθετα συμπεράσματα από αυτά στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτες, αφού αφορούν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, την οποία και επιχειρούν να πλήξουν με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντας άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16,04.2024 και με αριθμό κατάθεσης ./2024 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη για αναίρεση της με αριθμό 562/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου 2024. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Αυγούστου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: www.dsanet.gr