Έννομο συμφέρον ενάγοντος προς εξάλειψη βάρους σε ακίνητο στο οποίο δεν έχει καταγραφεί ως έχων εμπράγματο δικαίωμα στις αρχικές εγγραφές. Άρθρο 7 ν. 2664/1998. Ελληνικό Δημόσιο. Άρνηση συναίνεσης εξάλειψης υποθήκης εκ μέρους ενυπόθηκου δανειστή και αναφορά αυτής στο εισαγωγικό δικόγραφο. Ορισμένο αγωγής. Δείτε την υπ. αριθμόν 1117/2024 απόφαση του Γ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία δημοσιεύεται επιμελεία του ασκούμενου δικηγόρου Θεσσαλονίκης Αθανάσιου Αρ. Γεωργακούδη:
Αριθμός 1117/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου-Εισηγήτρια, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αγαθή Δερέ, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό των Οικονομικών και ήδη, από 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ 997073525, και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδό Ακαδημίας αριθμ. 68 και Χ. Τρικούπη (Κατάστημα Κ.Υ.Ν.Σ.Κ. – άρθρα 1 παρ. 1, 36 παρ. 1, 41 παρ. 4 και 43 του ν. 4389/2016) και εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης, κάτοικο Θεσσαλονίκης, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Νικολέτα Παπαρούνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ……, κατοίκου Θεσσαλονίκης, 2) ….., κατοίκου Τριλόφου Θεσσαλονίκης, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γεώργιο Γκεσούλη και Κορνηλία Παπαζήση, και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-8-2017 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12030/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 493/2021 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 28-6-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία της αγωγής, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά νόμο, για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, αποτελούν δε προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα μολονότι διαλαμβάνονταν στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, ενώ αν το δικαστήριο κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, παρά την μη επαρκή έκθεση σε αυτό των αναγκαίων στοιχείων για την στήριξη του αιτήματος της αγωγής, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια, την κρίνει ορισμένη παραλείποντας να κηρύξει την ακυρότητα του δικογράφου, ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. (ΑΠ 709/2023, ΑΠ 1780/2022, ΑΠ 1027/2022, ΑΠ 739/2021, ΑΠ 852/2021), καθόσον αυτός αναφέρεται σε παραβάσεις κανόνων δικονομικού δικαίου, στο οποίο υπάγονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τον τρόπο, τα όργανα και την μορφή της ένδικης προστασίας (ΑΠ 386/2020, ΑΠ 1556/2018, ΑΠ 112/2016, ΑΠ 609/2014). Ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αναιρετικός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1148/2023, ΑΠ 1655/2022, ΑΠ 335/2020, ΑΠ 120/2015, ΑΠ 529/2015). Επί πλέον, κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο όρος «ζήτημα» αναφέρεται σε αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό που συγκροτεί την ιστορική βάση και στηρίζει το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής ή ένστασης και έτσι η ανύπαρκτη, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία προκαλεί έλλειψη νόμιμης βάσης και ιδρύει τον αναιρετικό αυτό λόγο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγω της εκ πλαγίου παραβίασης κανόνων ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου (ΑΠ 1106/2023, ΑΠ 544/2023, ΑΠ 630/2019) ακόμη κι αν η παραβίαση δικονομικού κανόνα δικαίου θεμελιώνει δικονομικό λόγο αναίρεσης όπως είναι η παραβίαση του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Συνεπώς, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ελέγχεται αντίστοιχα κατά τα προεκτιθέμενα, από τους αναιρετικούς αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, καθόσον η αοριστία αυτή αφορά σε παραβίαση δικονομικών κανόνων, όπως είναι οι διατάξεις των ως άνω άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, που καθορίζουν το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι ορισμένη. (ΑΠ 725/2021, ΑΠ 220/2016).
II. Επί πλέον, λόγος αναίρεσης ιδρύεται από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν (περ. γ’). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια αποδεικτικά μέσα έμμεση απόδειξη αρκεί να καθίσταται αναμφιβόλως (ΟλΑΠ /2008) ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως (ΟλΑΠ 14/2005) βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους (ΑΠ 559/2020, ΑΠ 64/2019). Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται και όταν, καίτοι ο διάδικος επικαλέσθηκε ομολογία του αντιδίκου του, εντούτοις το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να την εκτιμήσει και να την λάβει υπόψη του, παρόλο που πράγματι περιείχε συγκεκριμένη παραδοχή ενός κρίσιμου γεγονότος, που αποτελούσε τη βάση ισχυρισμού του επικαλούμενου την ομολογία διαδίκου (ΑΠ 1758/2023, ΑΠ 422/2022, ΑΠ 865/2020, ΑΠ 709/2017). Εφόσον αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 352 ΚΠολΔ, αποτελεί και η ομολογία (δικαστική ή εξώδικη), η οποία παρέχει πλήρη απόδειξη, όταν γίνεται από τον διάδικο προφορικώς ή γραπτώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση (ή του εντεταλμένου δικαστή), ενώ κάθε άλλη ομολογία θεωρείται εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, έστω και αν έγινε ενώπιον δικαστηρίου αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη στην οποία έγινε επίκλησή της ως αποδεικτικού μέσου. Η παραπάνω ομολογία, δηλαδή η παραδοχή με μονομερή δήλωση απευθυνόμενη προς το δικαστήριο που δικάζει τη συγκεκριμένη δίκη ενός κρίσιμου γεγονότος από τον αντίδικο εκείνο που φέρει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξής του, πρέπει να γίνει με πρόθεση του προς αναγνώριση του επιβλαβούς αυτού γεγονότος. Απόδειξη δηλαδή δεν αποτελεί κάθε ομολογία αλλά μόνο η γενομένη με σκοπό αποδοχής του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος. Συνεπώς δικαστική ομολογία υπάρχει όταν το ενώπιον του δικαστηρίου αναγνωριζόμενο από το διάδικο επιζήμιο γι’ αυτόν γεγονός αναφέρεται αμέσως στο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 1758/2023, ΑΠ 422/2022, ΑΠ 691/2017, ΑΠ 188/2017), όχι δε όταν το γεγονός αυτό αποτελεί τη βάση δικαστικού τεκμηρίου για το αποδεικτέο περιστατικό (ΑΠ 1758/2023, ΑΠ 1416/2007, ΑΠ 115/2007).
III. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1257, 1258, 1259 εδ. α’, 1269 εδ. 2, 1281, 1317, 1324, 1325, 1327, 1328 ΑΚ συνάγεται ότι η υποθήκη που εγγράφηκε σε ξένο ακίνητο για την εξασφάλιση απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το πράγμα, εξαλείφεται από το βιβλίο υποθηκών είτε με συναίνεση του δανειστή, η οποία γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου, είτε με τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου, μετά από αγωγή εκείνου που έχει έννομο συμφέρον προς αυτό, εφόσον δεν συναινεί στην εξάλειψη ο δανειστής. Το δικαστήριο διατάσσει την εξάλειψη αν η υποθήκη έχει αποσβεστεί ή η εγγραφή της είναι άκυρη, σε περίπτωση δε που ο δανειστής αρνείται να συναινέσει στην εξάλειψη της υποθήκης, που θεωρείται για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο μη υπάρχουσα πλέον, το δικαστήριο δέχεται την αγωγή εφόσον είναι ορισμένη και εφόσον η απαίτηση για την οποία εγγράφηκε η υποθήκη αποσβέστηκε με νόμιμο τρόπο, οπότε αποσβέννυται και η υποθήκη, που εξασφαλίζει την απαίτηση αυτή ή η εγγραφή της είναι άκυρη. Ενάγων είναι όχι μόνο ο κύριος του ακινήτου, αλλά και όποιος έχει έννομο συμφέρον, όπως λ.χ. αυτός που έχει μεταγενέστερη υποθήκη. Εναγόμενος είναι ο δανειστής, ο οποίος με την άρνηση του να συναινέσει έκανε απαραίτητη την παροχή έννομης προστασίας από το δικαστήριο (ΑΠ 564/2022, ΑΠ 462/2022, ΑΠ 1026/2020). Η άρνηση αυτή είναι το απαιτούμενο στοιχείο για την εφαρμογή από το δικαστήριο των διατάξεων των άρθρων 1327 και 1328 ΑΚ. Χωρίς το στοιχείο αυτό δεν γεννάται το δικαίωμα του ενάγοντος να ζητήσει διαταγή εξάλειψης της υποθήκης. Επομένως, για το ορισμένο του δικογράφου κατά τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ, απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή: 1) η ασφαλιζόμενη απαίτηση και η αξία της, 2) ο εκτελεστός τίτλος με βάση τον οποίο εγγράφηκε η υποθήκη, 3) το ακίνητο επί του οποίου εγγράφηκε, 4) ο λόγος για τον οποίο αποσβέστηκε ή είναι άκυρη η υποθήκη και 5) η άρνηση του εναγομένου δανειστή να συναινέσει στην εξάλειψη της υποθήκης ή η αδιαφορία του παρά τη σχετική πρόσκληση του οφειλέτη. Το δικαστήριο δε, δέχεται την αγωγή και διατάσσει την εξάλειψη της υποθήκης μόνο εφόσον η αγωγή είναι παραδεκτή και βάσιμη και αποδειχθεί αυθεντικά ότι η απαίτηση αποσβέστηκε ή υπάρχει ακυρότητα της εγγραφής της υποθήκης εξ άλλων λόγων.
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης 493/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης υπήρξε αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Με την ένδικη αγωγή που άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης οι ενάγουσες, και ήδη αναιρεσίβλητες, εξέθεταν, ότι στις 31.10.2011 εγγράφηκε στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης υποθήκη υπέρ του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου επί ακινήτου, εμβαδού 11.218 τ.μ., ευρισκομένου στη θέση «……… Θεσσαλονίκης, επί του οποίου έχει αναγερθεί το ξενοδοχείο «…….», προς εξασφάλιση απαίτησής του έναντι της πρώτης εναγομένης και πλέον μη διαδίκου, με την επωνυμία «…..» και διακριτικό τίτλο «………», προερχομένης από χρέη αυτής από φόρους. Ότι η εγγραφή της ανωτέρω υποθήκης, κατά το μέρος που εγγράφηκε επί ποσοστού κυριότητας 50% εξ αδιαιρέτου του εν λόγω ακινήτου που ανήκει σε αυτές είναι άκυρη για τους εξής λόγους: α) διότι με την 13409/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης των ιδίων (εναγουσών) και της δικαιοπαρόχου τους …., σε βάρος της ως άνω ανώνυμης εταιρίας και του ….και καταχωρήθηκε στις 13.5.2009 στα βιβλία κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, είχε διαταχθεί δικαστική μεσεγγύηση του ακινήτου αυτού κατά το παραπάνω ποσοστό κυριότητας (50% εξ αδιαιρέτου), β) διότι επί της με αριθμό 47064/1997 αγωγής που είχε ασκήσει ο δικαιοπάροχός τους ……., σε βάρος του …… ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζητώντας την αναγνώριση της εικονικότητας των αναφερομένων συμβολαιογραφικών πράξεων αγοραπωλησίας του επιδίκου ακινήτου, με τις οποίες φέρονταν ως αποκλειστικός αγοραστής ο …… και την αναγνώριση της (συγ)κυριότητάς του επί αυτού κατά το ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, έχει εκδοθεί η 1549/2015 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτή (αγωγή) έγινε δεκτή και συνεπώς, ενόψει ιδίως των εγγραφών, τόσο της ανωτέρω αγωγής, όσο και εκείνης, περί δικαστικής μεσεγγύησης στα οικεία δημόσια βιβλία, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο γνώριζε ότι το ενυπόθηκο ακίνητο δεν ανήκε κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στην οφειλέτιδά του ανώνυμη εταιρία, γ) διότι η εγγραφή της υποθήκης αυτής έγινε από το εναγόμενο για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος αποκλειστικά για το ενδεχόμενο απόρριψης της εκκρεμούσας ως άνω αγωγής του δικαιοπαρόχου τους. Επικαλούμενες δε οι ενάγουσες ότι έχουν καταστεί καθολικές διάδοχοι του ………., (συγ)κυρίου σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου και ότι εν όψει της έκδοσης της ως άνω αμετάκλητης απόφασης, αποβαίνει καταχρηστική η διατήρηση της εν λόγω υποθήκευσης ξένου ακινήτου, στην μερική εξάλειψη της οποίας κατά το προαναφερόμενο ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου δεν συναινεί το εναγόμενο, ζήτησαν να διαταχθεί η μερική αυτή εξάλειψη της υποθήκης. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με την 12030/2018 οριστική απόφασή του, δέχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή ως προς το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και διέταξε την μερική εξάλειψη της εγγραφείσας υποθήκης σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου (συγ)κυριότητας των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων. Επί της εφέσεως που ασκήθηκε κατά της ως άνω αποφάσεως από το Ελληνικό Δημόσιο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 493/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφεται η από 28.6.2021 αίτηση αναιρέσεως το Ελληνικού Δημοσίου, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552 Κ.Πολ.Δικ. και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο αποδίδει συλλήβδην πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση από τους αριθμούς 8, 14, και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με τον λόγο αυτό, αιτιάται το αναιρεσείον, ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1262 περ. 1 ΑΚ, 1324, 1337 εδ. 2, 1328 και 1329 ΑΚ, το Εφετείο δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ενώ αυτές δεν επικαλέσθηκαν και δεν απέδειξαν ότι το ίδιο αρνείται να παράσχει τη συναίνεσή του για τη μερική εξάλειψη της υποθήκης που έχει εγγραφεί στο επίδικο ακίνητο από το ίδιο προς εξασφάλιση της προαναφερόμενης απαίτησής του, ενώ αν τις ερμήνευε και τις εφάρμοζε ορθά, θα έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη, διότι η επίκληση ότι ζητήθηκε η εξάλειψη της υποθήκης και ο δανειστής αρνήθηκε να συναινέσει σε αυτήν, ή ότι, παρά τη σχετική πρόσκληση προς τούτο, αδιαφόρησε, αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της σχετικής αγωγής. Με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, κατά την ορθή εκτίμησή του, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ αρχήν παραβίαση των αριθμών 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, περί ποσοτικής και ποιοτικής αοριστίας της αγωγής, με τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο, που την εξέδωσε, αφενός μεν έλαβε υπόψη του θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με το να δεχθεί ότι σε αυτήν γίνονταν μνεία του απαραίτητου στοιχείου για το ορισμένο του αιτήματός της περί μερικής εξάλειψης υποθήκης, σύμφωνα με τα άρθρα 1327 και 1328 ΑΚ, ήτοι του ότι το ίδιο που είχε προβεί στην εγγραφή της υποθήκης αυτής για την εξασφάλιση απαιτήσεώς του, δεν συναινεί στην εξάλειψή της, αφετέρου δε ότι παρά την μη επαρκή έκθεση σε αυτό των αναγκαίων στοιχείων για την στήριξη του ως άνω αιτήματος της αγωγής, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια, την έκρινε ορισμένη παραλείποντας να κηρύξει την ακυρότητα του δικογράφου αυτής. Με τον ίδιο πρώτο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση του αριθμούς 11 περ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενο, ότι το Εφετείο που την εξέδωσε δεν έλαβε υπόψη του τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του, με τον οποίο το ίδιο επικαλέσθηκε ομολογία των εκεί εφεσίβλητων και ήδη αναιρεσιβλήτων περί του γεγονότος ότι ουδέποτε αυτές προέβησαν σε πρόσκλησή του για την παροχή της συναίνεσής του για τη μερική εξάλειψη της ως άνω υποθήκης σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου. Συγκεκριμένα, το αναιρεσείον αναφέρεται στην περικοπή του δικογράφου της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, με την οποία αυτές εξέθεταν ότι σχετική πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου για παροχή συναίνεσής του για μερική εξάλειψη της ως άνω υποθήκης «…θα ήταν άσκοπη και ότι σε κάθε περίπτωση η κοινοποίηση της αγωγής τους προς αυτό αποτελεί και σχετική πρόσκληση προς αυτό για τη συναίνεσή του επί ματαίω…». Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης επιλαμβανόμενο αρχικά του ως άνω λόγου της εφέσεως του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, με τον οποίο αυτό ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απέρριψε, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, περί μερικής εξάλειψης της εγγραφείσας επί του επιδίκου ακινήτου σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου υποθήκης, παρότι έλλειπε το απαραίτητο στοιχείο αυτής, ώστε να είναι ορισμένη, ήτοι η αναφορά ότι το αναιρεσείον δεν συναινεί στην μερική εξάλειψη αυτής, διέλαβε στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του τα εξής : « Ο παραπάνω λόγος έφεσης τυγχάνει νόμιμος καθόσον… η έλλειψη συναίνεσης του δανειστή – εναγομένου στην εξάλειψη της υποθήκης αποτελεί στοιχείο απαραίτητο για το ορισμένο της αγωγής, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον από την επισκόπηση της αγωγής και ειδικότερa από τη σελίδα 28, στην οποία αναφέρονται επί λέξει τα εξής: ” Επειδή το δεύτερο εναγόμενο και υπέρ ου η υποθήκη δεν συναινεί στην μερική της εξάλειψη από το μερίδιο συγκυριότητάς μας στο επίδικο ακίνητο…”, αποδεικνύεται ότι η κρινόμενη αγωγή περιέχει το ως άνω στοιχείο για το ορισμένο της…». Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο με τις προαναφερόμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του, ήτοι ότι στην αγωγή των αναιρεσιβλήτων γίνονταν ρητή μνεία του αναγκαίου για το ορισμένο αυτής στοιχείου περί του ότι το αναιρεσείον δεν συναινεί στην μερική εξάλειψη της υποθήκης επί του ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου, και απέρριψε τον λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος περί απαραδέκτου της αγωγής αυτής, λόγω αοριστίας της, δεν παραβίασε τους ως άνω αριθμούς 8 και 14 του άρθρο 559 ΚΠολΔ. Επισημαίνεται δε, ότι εφόσον στην αγωγή γίνεται σαφής και ρητή μνεία ότι το αναιρεσείον δεν συναινεί στην μερική εξάλειψη της ως άνω υποθήκης, το ορισμένο αυτής ουδόλως επηρεάζεται από τις ως άνω αναφορές σε αυτήν ότι οι αναιρεσίβλητες δεν προέβησαν σε πρόσκληση του αναιρεσείοντος για να παράσχει τη συναίνεσή του για τη μερική εξάλειψη της υποθήκης, θεωρώντας δεδομένη την άρνησή του και ότι σε κάθε περίπτωση με την άσκηση της προκειμένης αγωγής τους του απευθύνουν την πρόσκληση αυτή, καθόσον, όπως εκτέθηκε στην ως άνω νομική σκέψη περί των αναγκαίων στοιχείων του ορισμένου της αγωγής που αφορά στην εξάλειψη υποθήκης, σε αυτήν πρέπει να αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι ο δανειστής – εναγόμενος δεν συναινεί στην εξάλειψή της, ή ότι αυτός προσκλήθηκε προς τούτο και αδιαφόρησε, πρόκειται δηλαδή περί διαζευκτικών αναφορών, που υποδηλώνουν σε κάθε περίπτωση την έλλειψη της συναίνεσης δανειστή στην εξάλειψη υποθήκης. Επίσης, υπό τα δεδομένα αυτά, η επίκληση από τις αναιρεσίβλητες, ότι αν και η πρόσκληση του αναιρεσείοντος για την παροχή της συναίνεσής του για τη μερική εξάλειψη της εν λόγω υποθήκης, θα απέβαινε μάταιη, του την απευθύνουν σε κάθε περίπτωση με την άσκηση της αγωγής, χωρίς αποτέλεσμα, κατά τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη, και δεν αποτελεί ομολογία αυτών, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 335 και 352 του ΚΠολΔ, δηλαδή, ομολογία γενόμενη με σκοπό αποδοχής αμφισβητούμενου και επιβλαβούς γι’ αυτές γεγονότος, που θα οδηγούσε στην απόρριψη της αγωγής του ως αόριστης, λόγω μη αναφοράς του αναγκαίου στοιχείου αυτής, περί ελλείψεως της συναίνεσης του αναιρεσείοντος για τη μερική εξάλειψη της συγκεκριμένης υποθήκης, αλλά ενίσχυση του ισχυρισμού τους αυτού, οπότε ο ίδιος πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση του αριθμού 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Τα παραπάνω ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνονται παραδοχές περί τέτοιας ομολογίας των αναιρεσιβλήτων, πράγμα που σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε σιωπηρά, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι, αντιθέτως, το Εφετείο δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη καθόσον περιλαμβάνεται σε αυτήν η μνεία του στοιχείου της μη συναίνεσης του αναιρεσείοντος για την προκειμένη εξάλειψη της υποθήκης. Επιπλέον, ο ίδιος (πρώτος) λόγος αναίρεσης όσον αφορά στην παραβίαση του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος. Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σχετική με το ζήτημα αυτό ως άνω νομική σκέψη, η αοριστία της αγωγής, που αφορά σε παραβίαση δικονομικών κανόνων (άρθρο 216 ΚΠολΔ), δεν ελέγχεται από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται μόνο όσον αφορά στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, και στην προκειμένη περίπτωση, υπό την επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν πλήττονται παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης για την μετά την ουσιαστική έρευνα των πραγματικών περιστατικών διατύπωση του αποδεικτικού της πορίσματος, αλλά για την μη απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας.
IV. Επιπροσθέτως, η νομιμοποίηση των διαδίκων είναι η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, καθοριζόμενη κατά κανόνα ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της, από το ουσιαστικό δίκαιο (ΟλΑΠ 18/2005). Το υποκείμενο που εμφανίζεται κατά το δίκαιο ως δικαιούχος, νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος, ενώ ο φερόμενος ως υπόχρεος νομιμοποιείται παθητικά. Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει, κατά κανόνα, αμέσως από τον νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου (αρθρ. 76). Ενόψει του ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της συνδρομής εννόμου συμφέροντος και της νομιμοποίησης του διαδίκου, συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη του εννόμου συμφέροντος ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 28/2008, ΑΠ 364/2023, ΑΠ 2060/2020, ΑΠ 59/2019, ΑΠ 40/2018).
V. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 εδ. α’ και 3, 6 παρ. 1, 2 και 3, 7 παρ. 3 και 7α παρ. 1 περ. α’ εδ. α’ και β’ ν.2664/1998, όπως ισχύει, προκύπτει ότι: α) Στο Κτηματολόγιο καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές, β) Από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου σε καθεμία από τις κατά τον ν. 2308/1995 κτηματογραφούμενες περιοχές αντικαθίσταται το υφιστάμενο έως τότε στις περιοχές αυτές σύστημα μεταγραφών και υποθηκών… γ) Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρούνται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, δ) Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίησή τους παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας, ε) Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, αναφορικά με τον δικαιούχο κυριότητας ενός ακινήτου, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον (ο πραγματικός κύριος, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ο δανειστής του κ.λπ.), να ζητήσει με αγωγή, που απευθύνεται ενώπιον του κατά τις γενικές διατάξεις αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Πρωτοδικείου, την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή στρέφεται κατά του (ανακριβώς) αναγραφομένου στο κτηματολογικό φύλλο ως δικαιούχου κυριότητας του επιδίκου ακινήτου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση μεταβίβασης του επιδίκου και κατά του ειδικού διαδόχου… Επίσης, κατά τις παραγράφους 1 περ. ιβ’ και 5 του άρθρου 12 και 2 εδ. 4 του άρθρου 13 του ίδιου νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 220 του ΚΠολΔ., η σχετική αγωγή πρέπει να καταχωρείται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο μέσα σε προθεσμία, κατ’ ανώτατο όριο, τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτησή της. στ) … ζ) Οι πρώτες εγγραφές, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η ακρίβεια δικαστικά εντός της πιο πάνω αναφερόμενης αποκλειστικής προθεσμίας των 5 ή 7 ετών, καθίστανται άμεσα οριστικές και παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας υπέρ των αναγραφομένων ως δικαιούχων κυριότητας, ενώ σε περίπτωση δικαστικής τους αμφισβήτησης, οριστικοποιούνται μόλις καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγή, ή αν αντίθετα γίνει ολικά ή μερικά δεκτή η ασκηθείσα αγωγή, μόλις καταστεί αμετάκλητη η σχετικώς εκδοθείσα απόφαση, διορθώνονται αντίστοιχα οι πρώτες εγγραφές και έκτοτε παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας. Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του ΑΚ και 12 παρ. 1 ζ’ του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 1412/2021, ΑΠ 239/2021, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 148/2016).
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των αριθμών 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση όφειλε να απορρίψει την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος αυτών για την εξάλειψη της υποθήκης που έχει εγγράψει το ίδιο στα βιβλία υποθηκών επί ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του ακινήτου τους. Επί του ζητήματος αυτού με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής : «…με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν επαναφέρει την νομοτύπως προσβληθείσα στον πρώτο βαθμό ένσταση απαραδέκτου της υπό κρίση αγωγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος των εναγουσών προς άσκησή της. Ειδικότερα, το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι οι ενάγουσες δεν έχουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν την εξάλειψη της υποθήκης στο επίδικο ακίνητο, διότι δεν έχουν καταχωρηθεί ως κυρίες του ενυπόθηκου ακινήτου στο κτηματολογικό του φύλλο, ούτε έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, καθόσον στο κτηματολογικό φύλλο το επίδικο ακίνητο δεν καταχωρήθηκε ως αυτοτελής ιδιοκτησία, αλλά ως τμήμα μείζονος έκτασης με ΚΑΕΚ ……… με εμβαδόν 95.038 τ.μ. και φερόμενο ιδιοκτήτη το εκκαλούν (ήτοι έχει καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία ισχυρότερο δικαίωμα από το δικαίωμα υποθήκης, το οποίο δεν καταχωρήθηκε στο ανωτέρω κτηματολογικό φύλλο) και επομένως τα συμφέροντα των εναγουσών δεν βλάπτονται. Ωστόσο το έννομο συμφέρον των εναγουσών για την αιτούμενη δικαστική προστασία υφίσταται, διότι μέχρι την οριστικοποίηση της πρώτης εγγραφής διατηρούν το δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου, το οποίο επάγεται και το παρεπόμενο δικαίωμα προστασίας αυτής έναντι τρίτων, ήτοι και έναντι του εκκαλούντος. Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου έναρξης της λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή των Συκεών Θεσσαλονίκης, όπου υπάγεται το επίδικο (22.1.2015), προκύπτει ότι δεν έχει παρέλθει η προθεσμία των 7 ετών για την οριστικοποίηση των ανωτέρω εγγραφών (άρθρο 7 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998), ενώ ήδη εκκρεμεί προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η με αριθμό κατάθεσης 10505/2016 αγωγή των εναγουσών σε βάρος, μεταξύ άλλων, και του εκκαλούντος, με αντικείμενο τη διόρθωση της ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής ως προς το επίδικο, ώστε η οριστικοποίηση της ανωτέρω κτηματολογικής εγγραφής να μπορεί να επέλθει μόνο με την έκδοση αμετάκλητης απορριπτικής της ως άνω αγωγής απόφασης (άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 2664/1998)….». Με τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης απέρριψε τον ισχυρισμό του Ελληνικού Δημοσίου περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των αναιρεσιβλήτων για το αίτημα της αγωγής του για τη μερική εξάλειψη της υποθήκης επί ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε κρίνει ομοίως. Όπως ήδη εκτέθηκε παραπάνω, στο πλαίσιο του περιεχομένου της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, αυτές επικαλούμενες ότι απέκτησαν (συγ)κυριότητα επί ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου, εμβαδού 11.218 με παράγωγο τρόπο, ήτοι εκ κληρονομικής διαδοχής, αποδεχόμενες την κληρονομιά του αμετακλήτως αναγνωρισθέντος ως (συγ)κυρίου αυτού σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, δικαιοπαρόχου τους, ……, ζήτησαν, για τους προαναφερόμενους λόγους, την μερική εξάλειψη υποθήκης σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, που έχει εγγραφεί στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης σε βάρος ολοκλήρου του ακινήτου υπέρ του αναιρεσείοντος προς εξασφάλιση απαιτήσεώς του, προερχομένης από χρέη και φόρους, της (συγ)κυρίας του 50% εξ αδιαιρέτου αυτού εταιρίας με την επωνυμία «…….» και διακριτικό τίτλο «……..». Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, κατά την έρευνα του λόγου της εφέσεως του αναιρεσείοντος σχετικά με την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος των αναιρεσιβλήτων για την άσκηση της ως άνω αγωγής με αίτημα την μερική εξάλειψη της υποθήκης που είναι εγγεγραμμένη στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης διέλαβε ειδικότερα, κατά τα προαναφερόμενα, στις παραδοχές του : α) ότι παρόλο που οι αναιρεσίβλητες δεν έχουν καταχωρηθεί ως (συγ)κυρίες του ενυπόθηκου ακινήτου στο κτηματολογικό του φύλλο, καθόσον το επίδικο ακίνητο δεν έχει καταχωρηθεί σε αυτό ως αυτοτελής ιδιοκτησία, αλλά ως τμήμα μείζονος έκτασης με ΚΑΕΚ ……., με εμβαδόν 95.038 τ.μ. και φερόμενο ιδιοκτήτη το αναιρεσείον, οι ίδιες μέχρι την οριστικοποίηση της πρώτης εγγραφής διατηρούν το δικαίωμα κυριότητας επί αυτού, το οποίο επάγεται και το παρεπόμενο δικαίωμα προστασίας αυτής έναντι τρίτων, και β) ότι λαμβανομένου υπόψη του χρόνου έναρξης της λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή των Συκεών Θεσσαλονίκης όπου υπάγεται το επίδικο (22.1.2015), δεν έχει παρέλθει η προθεσμία των 7 ετών για την οριστικοποίηση των ανωτέρω εγγραφών, (άρθρο 7 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 2 του ως άνω ν. 2664/1998) και ήδη εκκρεμεί προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η με αριθμό κατάθεσης 10505/2016 αγωγή των αναιρεσιβλήτων σε βάρος, μεταξύ άλλων, και του αναιρεσείοντος, με αντικείμενο τη διόρθωση της ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής ως προς το επίδικο, ώστε η οριστικοποίηση της ανωτέρω κτηματολογικής εγγραφής να μπορεί να επέλθει μόνο με την έκδοση αμετάκλητης απορριπτικής της ως άνω αγωγής απόφασης (άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 2664/1998). Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, αποφαινόμενο εν τέλει ότι υφίσταται το έννομο συμφέρον των αναιρεσιβλήτων, για την μερική εξάλειψη της υποθήκης επί του ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου (συγ)κυριότητάς τους επί του επιδίκου ακινήτου, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 68 και 70, που αφορούν στο έννομο συμφέρον και τη νομιμοποίηση των διαδίκων, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο δεύτερος λόγος αναίρεσης με τον οποίο το αναιρεσείον επικαλείται παραβίαση του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ όσον αφορά την επικαλούμενη με τον ίδιο λόγο αναίρεσης παραβίαση και του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος, καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη, οι διατάξεις των άρθρων 68 και 70 του ΚΠολΔ, είναι ουσιαστικού δικαίου και ελέγχονται αναιρετικά από τον αριθμό 14 και όχι από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, ο οποίος αφορά στην παραβίαση κανόνων δικονομικού δικαίου.
Συνακόλουθα με τα παραπάνω εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 28.06.2021 ένδικη αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 493/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και να καταδικαστεί το αναιρεσείον ως ηττηθείς διάδικος, στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων που παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το σχετικό αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) μειωμένη όμως κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της 134423/28.12.1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’/11/20.1.1993) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28.06.2021 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 493/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Μαΐου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: www.dsanet.gr