Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου («ΜΑΕΚ»). Υβριδικά και μετατρέψιμα σε μετοχές παράγωγα για χρηματοοικονομικά προϊόντα, σύνθετα στη σύλληψη και τη λειτουργία τους, που συνδέονταν με πλήθος γενικών και ειδικών κινδύνων όχι μόνο για τους τόκους αλλά και για το ίδιο το επενδυόμενο κεφάλαιο, αόριστης διάρκειας (perpetual bonds). Βάσει σχεδίου προσέγγιση της τράπεζας για τη μαζική προώθηση των επίμαχων επενδυτικών προϊόντων τους. Σκόπιμη παράλειψη για τη φύση και τον τρόπο λειτουργίας τους. Υπερτόνιση από τους υπαλλήλους της τράπεζας των πλεονεκτημάτων τους σε σχέση με τις προθεσμιακές καταθέσεις, που κατά κύριο λόγο προτιμούσαν οι ενάγοντες – πελάτες της, και διαβεβαίωση ότι με την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε αυτά θα ήταν τούτα ασφαλή και εγγυημένα. Αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα τράπεζα σαφώς παρέσχε επενδυτική υπηρεσία-συμβουλή προς την πλειοψηφία των πελατών της – εναγόντων, για τους οποίους κρίθηκε ότι διέθεταν την ιδιότητα του καταναλωτή. Με την προπεριγραφείσα συμπεριφορά κρίνεται ότι η τράπεζα προκάλεσε περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη σε βάρος τους. Ολόκληρη η σχετική απόφαση (4563/2024) που εξέδωσε το Εφετείο Αθηνών (16ο Τμήμα – Ενοχικό), είναι η ακόλουθη:
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
16ο Τμήμα – ΕΝΟΧΙΚΟ
Αριθμός Απόφασης 4563/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ευσταθία Μελά, Πρόεδρο Εφετών, Γεώργιο Ανδρεάδη, Εφέτη – εισηγητή και Γεωργία Ασσυχίδου, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και την Γραμματέα Ευστρατία Μούσδη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Απριλίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και τον διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου, είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τις πληρεξούσιες δικηγόρους Μαρία Φερφέλη και Ελένη Δήμου της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «… ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα (Ομήρου 11).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. … και 7. …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δομίνικο Αρβανίτη.
Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 6.12.2013 και υπ’ αριθ. κατάθεσης δικογράφου ./2013 αγωγή τους, η οποία με την υπ’ αριθ. 1905/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Με την υπ’ αριθ. 2017/2023 οριστική απόφαση του τελευταίου Δικαστηρίου η ως άνω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγόμενη, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους η από 13.7.2023 έφεσή της, με αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου ./13.7.2023 και δικογράφου ./2023, που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την προκειμένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή, η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο στη σειρά που ορίσθηκε και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2017/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 6.12.2023 αγωγή, ασκήθηκε νόμιμα (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 520 παρ. 2 ΚΠολΔ) από την πρωτοδίκως ηττηθείσα διάδικο και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 518 παρ. 2 και 520 παρ. 2 ΚΠολΔ και εισάγεται αρμόδια προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, που έχει επισυναφθεί στην έφεση.
Με την από υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι η εναγομένη «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ» με την οποία είχαν μακρόχρονη συνεργασία και είχαν αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης, πρότεινε σε αυτούς, μέσω των προστηθέντων υπάλληλων της, δια τηλεφωνικής ή και δια ζώσης επικοινωνίας μαζί τους, να προβούν, κατά περίπτωση, είτε στην απευθείας τοποθέτηση του κεφαλαίου τους σε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ), είτε στην τοποθέτηση του κεφαλαίου τους αρχικά σε μετατρέψιμα χρεόγραφα (ΜΧ), ακολούθως στην μετατροπή των ως άνω ΜΧ στα παρεμφερή Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (ΜΑΚ), και, τέλος, στην τοποθέτηση του κεφαλαίου τους στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ), που παρουσίαζαν ως επενδυτικό ομόλογο ιδιαίτερα προνομιακό, με προνομιακό επιτόκιο 6.5%, μηδενικού ρίσκου και με εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου κατά τη λήξη του, στοιχεία ανάλογα μιας προθεσμιακής κατάθεσης. Παρ’ όλα αυτά, το επίμαχο επενδυτικό προϊόν εξαρτιόταν από σωρεία παραγόντων κινδύνου, όπως ειδικότερα αναλύονται στο από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο περί ΜΑΕΚ και αναπτύσσονται κατά τα σημαντικότερα στοιχεία τους στην αγωγή, ενημερωτικό δελτίο το οποίο ποτέ δεν τους δόθηκε, ούτε κατά την υπογραφή των σχετικών αιτήσεων εγγραφής, ούτε και στη συνέχεια, με αποτέλεσμα να αγνοούν ακόμα και την ύπαρξή του. Ότι οι ανωτέρω ενάγοντες εξαπατήθηκαν από την εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι δεν τους ενημέρωσαν για τούς κρίσιμους κινδύνους της τοποθέτησής τους και δεν τους συνέστησαν να λάβουν συμβουλή από ειδικούς και νομικούς συμβούλους, όπως προτείνεται στο ανωτέρω δελτίο, με αποτέλεσμα, πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις αυτών, να προβούν σε τοποθετήσεις των αναφερόμενων στην αγωγή χρηματικών ποσών αγοράζοντας τα προϊόντα της εναγόμενης με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα», «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» και «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» κατά περίπτωση, με τελικό αποτέλεσμα την απώλεια του συνόλου των κεφαλαίων τους. Ότι η εναγομένη δεν αξιολόγησε, ως όφειλε, το επενδυτικό προφίλ, τις ανάγκες και τις δυνατότητες εκάστου των εναγόντων, παραβιάζοντας την αρχή της απόλυτης προτεραιότητας του συμφέροντος του πελάτη της και επενδύοντας προς όφελος της τα κεφάλαια των εναγόντων, χωρίς την κατάλληλη ενημέρωσή τους για τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι αποταμιεύσεις τους. Ότι αν οι ενάγοντες είχαν ενημερωθεί επαρκώς και γνώριζαν την αληθή φύση και τους κινδύνους των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων, δεν θα είχαν προβεί σε συνεργασία με την εναγομένη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία και δεν θα τοποθετούσαν τα κεφάλαιά τους στα προαναφερόμενα επενδυτικά προϊόντα. Ότι η εναγόμενη υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας τους, κατά τις διατάξεις του ν. 3606/2007 και της συναφούς νομοθεσίας, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στις μεταξύ τους σχέσεις, στο πλαίσιο εκπλήρωσης σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. ΑΚ) και κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι, ως δικαιούχοι των εν λόγω προϊόντων, έχουν υποστεί ηθική βλάβη από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης σε βάρος τους, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζήτησαν, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής των καταψηφιστικών αιτημάτων τους σε έντοκα αναγνωριστικά: α) να ακυρωθούν οι ένδικες συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των εναγόντων και της εναγόμενης λόγω απάτης, β) ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να τους καταβάλει τα λεπτομερώς αναφερόμενα για καθένα εκ των εναγόντων χρηματικά ποσά, ως αποζημίωση για το απολεσθέντα κεφάλαιά τους και τόκους που δεν έλαβαν επ’ αυτών, καθώς και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα. Με την απόφαση που εκδόθηκε επί της ως άνω αγωγής, αφού απορρίφθηκαν ως αόριστα τα αιτήματα περί ακυρώσεων των ένδικων συμβάσεων ως προς τους 1ο, 3ο, 5η, 6ο και 7ο των εναγόντων και ως νομικά αβάσιμα τα αιτήματα σχετικά με τη μη καταβολή τόκων εκ των ΜΑΕΚ, έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή κατά τα λοιπά αιτήματα, ακυρώθηκαν οι ένδικες συμβάσεις που είχαν συνάψει με την εναγομένη οι 2η και 4η των εναγόντων και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει τα ποσά, των 36.402 ευρώ στον 1ο ενάγοντα, των 45.730 ευρώ στον 2ο ενάγοντα, των 46.000 ευρώ στον 3ο ενάγοντα, των 22,000 ευρώ στην 4η ενάγουσα, των 110.100 ευρώ εις ολόκληρον στους 5ο και 6ο των εναγόντων και επιπλέον το ποσό των 5.000 ευρώ σε έκαστο εξ αυτών και το ποσό των 40.250 ευρώ στον 7ο ενάγοντα, με τον νόμιμο τόκο για όλα τα ως άνω ποσά από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγομένη, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση αγωγή.
Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του 2ου ενάγοντος, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, της υπ’ αριθ. ./27.1.2021 ένορκης βεβαίωσης της . ενώπιον του συμβολαιογράφου Τρίπολης ., της υπ’ αριθ. ./28.1.2021 ένορκης βεβαίωσης της . ενώπιον της Ειρηνοδίκη Περιστεριού, της υπ’ αριθ. ΔΣΘ ΕΒ ./27.1.2021 ένορκης βεβαίωσης της . ενώπιον του δικηγόρου Θεσσαλονίκης ., της υπ’ αριθ. ./26.1.2021 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της συμβολαιογράφου Κορινθίας ., της υπ’ αριθ. ./28.1.2021 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ιωαννίνων, της υπ’ αριθ. ./26.1.2021 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ., τις οποίες προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης, των λοιπών εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο άλλων δικών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη είναι τραπεζική ανώνυμη εταιρεία, που εδρεύει στην Κύπρο και ήταν εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπου διατηρούσε κατά τον επίδικο χρόνο υποκαταστήματα. Το έτος 2008, η εναγόμενη αποφάσισε την έκδοση ενός επενδυτικού προϊόντος με τον τίτλο «ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 2013/2018», με σταθερό επιτόκιο 6,5% για τις πρώτες δύο περιόδους τόκου και ακολούθως κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο θα αναθεωρείται στην αρχή της κάθε περιόδου τόκου και θα ισχύει για τη συγκεκριμένη περίοδο τόκου. Τα ως άνω προϊόντα μπορούσαν, κατ’ επιλογή της εναγομένης και κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοραστούν από την πρώτη, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους κατά τις 30 Ιουνίου 2013 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται. Με τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα ενισχύθηκε η κεφαλαιακή επάρκεια της εναγόμενης και δη το δευτεροβάθμιο κεφάλαιο αυτής (Tier 2). Το 2009, η εναγόμενη εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, τα «ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (ΜΑΚ)», στα οποία οι επενδυτές μπορούσαν να εγγραφούν καταβάλλοντας είτε μετρητά, είτε ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 2013/2018 αντίστοιχης ονομαστικής αξίας, τα οποία θα ακυρώνονταν με τον τρόπο αυτό. Τα ΜΑΚ είχαν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 5,50% για τις πρώτες δέκα περιόδους τόκου, μέχρι τις 30 Ιουνίου 2014 και εν συνεχεία κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου πλέον 3% και μπορούσαν κατ’ επιλογή της τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολό τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2014 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με πρωτοβάθμιο κεφάλαιο, εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι η Τράπεζα διαθέτει ικανοποιητική επάρκεια κεφαλαίου. Τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγόμενης και δη για την ενίσχυση των πρωτοβάθμιων κεφαλαίων της (Tier 1). Στις 6.4.2011 η εναγομένη με ανακοίνωσή της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 1.342.422.297 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ 1 ΕΥΡΩ ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Οι επενδυτές μπορούσαν να εγγραφούν στην έκδοση των νέων αυτών επενδυτικών προϊόντων (ΜΑΕΚ), είτε καταβάλλοντας μετρητά, είτε με προβαίνοντας στην ανταλλαγή άλλων υφισταμένων αξιών της τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας, ήτοι Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007, τα οποία, εφόσον γίνονταν αποδεκτά, θα ακυρώνονταν. Τα ΜΑΕΚ αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της τράπεζας και κατατάσσονται σε ίση μοίρα μεταξύ τους. Είναι δε αξίες αόριστης διάρκειας, χωρίς ημερομηνία λήξης, με σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% για τις πρώτες δέκα περιόδους τόκου και εν συνεχεία κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου πλέον 3%. Τα ΜΑΕΚ δύνανται, κατ’ επιλογή του κατόχου τους, να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της τράπεζας κατά τις περιόδους μετατροπής στην τιμή μετατροπής, που είναι 3,30 ευρώ ανά συνήθη μετοχή της τράπεζας ονομαστικής αξίας 1 ευρώ. Τα ΜΑΕΚ μπορούν, κατ’ επιλογή της τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολό τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30.6.2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με πρωτοβάθμιο κεφάλαιο ίσης ή ψηλότερης διαβάθμισης. Επίσης, η τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της και σε οποιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση, να επιλέξει να ακυρώσει την πληρωμή τόκου σε μη σωρευτική βάση στα πλαίσια των «Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου», ενώ και στην περίπτωση που η τράπεζα δεν τηρεί τις ελάχιστες απαιτήσεις της φερεγγυότητας, όπως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή δεν διαθέτει τα απαιτούμενα Διανεμητέα Στοιχεία τότε η τράπεζα υποχρεωτικά θα ακυρώσει την πληρωμή τόκων στα ΜΑΕΚ. Σε περίπτωση δε που επισυμβεί οποιοδήποτε Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας, τα ΜΑΕΚ υποχρεωτικά μετατρέπονται σε συνήθεις μετοχές, στην τιμή υποχρεωτικής μετατροπής. Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου θα θεωρείται ότι έχει επισυμβεί, όταν η Τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III, ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ύψος των Βασικών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων της Core Tier 1 ratio είναι χαμηλότερο του 5%, ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III, ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ύψος των Κοινών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων – Common Equility Tier 1 ratio – είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί, είτε όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, όπως καθορίζονται στους σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς. Σε κάθε περίπτωση θα πραγματοποιηθεί η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ σε συνήθεις μετοχές συνέπεια του Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου. Γεγονός Βιωσιμότητας ορίζεται οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους τους δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε Γεγονός Βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητάς της και/ή η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή αποφυγή του ενδεχομένου πτώχευσής της ή δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Περαιτέρω, στο προαναφερόμενο Ενημερωτικό Δελτίο αναφερόταν ότι «Η επένδυση στα ΜΑΕΚ και σε μετοχές της Τράπεζας υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, πριν επενδύσουν στα ΜΑΕΚ που περιλαμβάνουν την επιλογή ή/και υποχρεωτική μετατροπή τους σε μετοχές και ως εκ τούτου σε μετοχές της εταιρείας. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των μετοχών της εταιρείας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιοσδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του συγκροτήματος». Ακολούθως, περιγράφονταν οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εναγομένης κίνδυνοι, όπως κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Κύπρο και το εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος από τις διακυμάνσεις της αγοράς, κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, εποπτικός κίνδυνος κλπ. Ειδικά όσον αφορά τους κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγω έκδοση ΜΑΕΚ, ρητώς αναφερόταν ότι «Τα ΜΑΕΚ αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τούς επενδυτές. Κατά συνέπεια, μια επένδυση στα ΜΑΕΚ και τις μετοχές της τράπεζας (στις οποίες είναι μετατρέψιμα) εμπεριέχει αυξανόμενους και εσωτερικούς κινδύνους. Κάθε πιθανός επενδυτής στα ΜΑΕΚ πρέπει να καθορίσει την καταλληλότητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του. Συγκεκριμένα, κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει να κατέχει τις κατάλληλες γνώσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τούς κινδύνους μιας επένδυσης στα ΜΑΕΚ όπως και των πληροφοριών που περιλαμβάνονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, να έχει πρόσβαση, τις κατάλληλες γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει, στα πλαίσια της δικής του οικονομικής κατάστασης, μια πιθανή επένδυση στα ΜΑΕΚ και τον αντίκτυπο στο γενικό του επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που δυνατό να έχει η επένδυσή του στα ΜΑΕΚ, να έχει ικανοποιητικούς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει τους κινδύνους επένδυσης στα ΜΑΕΚ συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων σε περίπτωση που το νόμισμα για την αποπληρωμή του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό οπό το νόμισμα του επενδυτή, να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους έκδοσης των ΜΑΕΚ και ιδιαίτερα, αλλά όχι μόνο, τους όρους που αφορούν την ακύρωση τόκου, την αναγκαστική μετατροπή σε μετοχές, το Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και το Γεγονός Βιωσιμότητας και να κατανοεί τη λειτουργία των σχετικών με την έκδοση κεφαλαιαγορών, όπως και την πιθανότητα να υπάρξει Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας, να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μεταφέρει τα ΜΑΕΚ για σημαντικό χρονικό διάστημα ή και καθόλου, να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε μόνος είτε με τη βοήθεια ενός οικονομικού συμβούλου) τα πιθανά σενάρια όσον αφορά την οικονομία, το επιτόκιο και άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επένδυσή του, τη μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές, και τη δυνατότητά του να αναλάβει τους κινδύνους που απορρέουν. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι νέα χρηματοοικονομικά μέσα. Ένας πιθανός επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει στα ΜΑΕΚ εκτός αν κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του, είτε με έναν οικονομικό σύμβουλο) για να αξιολογήσει την απόδοση των ΜΑΕΚ στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αγοράς, τα αποτελέσματα που θα προκόψουν από την πιθανότητα μετατροπής τους, την αξία τους και την επίδραση που αυτή η επένδυση θα έχει στο γενικό του επενδυτικό χαρτοφυλάκιο. Πριν από τη λήψη μιας απόφασης για επένδυση, οι πιθανοί επενδυτές πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη της οικονομικές περιστάσεις και τους στόχους της επένδυσής τους και όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παρόν ενημερωτικό δελτίο». Επίσης, στο Ενημερωτικό Δελτίο αναφερόταν ότι «Σε περίπτωση πραγματοποίησης Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας, τα ΜΑΕΚ θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε μετοχές … Η τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου υπό τους περιορισμούς που περιγράφονται … Πριν από την ημερομηνία οποιοσδήποτε πληρωμής τόκου, η τράπεζα, κατά την κρίση της, αν διαπιστώσει ότι δεν τηρεί την σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια, όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η πληρωμή τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την πληρωμή τέτοιων τόκων σε μη σωρευτική βάση … η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται, και στη βάση αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας της τράπεζας για τα επόμενα τρία χρόνια, να απαιτήσει την ακύρωση πληρωμής τόκου ή κεφαλαίου…Τα ΜΑΕΚ είναι αξίες αόριστης διάρκειας, χωρίς ημερομηνία λήξης και γι’ αυτό το λόγο οι επενδυτές θα λάβουν το κεφάλαιο επένδυσής τους στα ΜΑΕΚ μόνο στην περίπτωση που η τράπεζα επιλέξει να τα εξαγοράσει, με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου … Η τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς η αγοράς των ΜΑΕΚ σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι κάτοχοι δεν έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την τράπεζα…εάν η τράπεζα τελεί υπό διάλυση ή εκκαθάριση, ο εκκαθαριστής θα ικανοποιήσει πρώτα όλες τις αξιώσεις των καταθετών ή άλλων πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών και πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated), πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ίσης προτεραιότητας με τις αξιώσεις των κατόχων ΜΑΕΚ. Σε περίπτωση που η τράπεζα δεν έχει ικανοποιητικά περιουσιακά στοιχεία για τον πλήρη διακανονισμό των αξιώσεων που δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας, τότε οι αξιώσεις των κατόχων των ΜΑΕΚ δεν θα ικανοποιηθούν. Σε αυτή την περίπτωση οι κάτοχοι δύνανται να χάσουν το σύνολο ή μέρος της επένδυσής τους. Επιπλέον, εάν τα ΜΑΕΚ μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές μετά από την πραγματοποίηση Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας, κάθε κάτοχος θα υποστεί περαιτέρω μείωση της προτεραιότητας των δικαιωμάτων και αξιώσεών του λόγω της μετατροπής επένδυσής του σε συνήθεις μετοχές και υπάρχει αυξημένος κίνδυνος οι μέτοχοι να χάσουν μέρος ή ολόκληρη την επένδυσή τους … Η τράπεζα δεν σκοπεύει να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση των ΜΑΕΚ σε οποιαδήποτε ρυθμισμένη αγορά εκτός από την αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Τα νέα ΜΑΕΚ είναι τίτλοι για τους οποίους δεν υπάρχουν συναλλαγές σε καμία αγορά και δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση μελλοντικής ρευστότητας στις αγορές που αναμένεται να εισαχθούν … Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου και Αξιογράφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλότητα τυχόν ανταλλαγής ή μη της επένδυσής τους και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέπειες τυχόν επένδυσης στα ΜΑΕΚ …». Περαιτέρω, η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Ελληνικής Δημοκρατίας, ιδίως μετά το έτος 2009 και η συνεπεία αυτής υποβάθμιση των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) και κατ’ επακόλουθο της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας επηρέασε δυσμενώς τη θέση και της εναγόμενης, η οποία, παρά το γεγονός ότι τελούσε σε γνώση της ραγδαίας επιδείνωσης των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2009 και Ιουνίου 2010, αύξησε την έκθεσή της σε ΟΕΔ μέχρι του ποσού των 2.400.000.000 ευρώ, με συνέπεια η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου για την εναγόμενη να ανέρχεται σε ποσοστό 80%, ενώ, επίσης, δεν έλαβε μέτρα περιορισμού του κινδύνου αυτού, είτε με πώληση ΟΕΔ, είτε με αγορά συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (CDS). Αποτέλεσμα της συνεχούς επιδείνωσης των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας ήταν να τρωθεί βαρύτατα η κεφαλαιακή επάρκεια της εκτεθειμένης σε μεγάλο βαθμό σε ΟΕΔ εναγόμενης, η δε τελική ζημία στα ίδια κεφάλαια αυτής από τη συγκεκριμένη αιτία, την απομείωση της αξίας των ΟΕΔ, να ανέλθει στα τέλη του 2012 στα 1.900.000.000 ευρώ. Η εναγομένη. αποκρύπτοντας στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της την πραγματική οικονομική της κατάσταση και τις ζημίες από την απομείωση της αξίας των ΟΕΔ, επεχείρησε μέσω της προώθησης στο επενδυτικό κοινό σύνθετων επενδυτικών προϊόντων, όπως τα ΜΑΕΚ, ν’ απορροφήσει μέρος των ζημιών αυτών, με παραπλάνηση των υποψήφιων επενδυτών ως προς το βαθμό ασφάλειας της επένδυσής τους, όπως θα αναπτυχθεί λεπτομερώς κατωτέρω. Στο πλαίσιο αυτό, στις 15.6.2012, η εναγόμενη αποφάσισε, σε σχέση με τα ΜΑΕΚ, την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκου για τις περιόδους από 31.12.2011 έως 30.12.2012. Στις 30.6.2012, η εναγομένη εμφάνισε έλλειμμα, οφειλόμενο κατά το μεγαλύτερο μέρος στο πρόγραμμα PSI σε σχέση με τα ΟΕΔ και συμφώνησε με τους πιστωτές της τη χρηματοδότησή της με το ποσό των 10.000.000.000 ευρώ, ενώ ήδη στις 15.3.2012 είχε χρηματοδοτηθεί με το ποσό του 1.000.000.000 ευρώ. Στις 15.3.2013, το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης αποφάσισε τη μη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, της εναγομένης και της Λαϊκής Τράπεζας, με επακόλουθο, στις 26.3.2013, η εναγόμενη να τεθεί υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013», στα πρότυπα της «Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου του 2012 για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» και βάσει της «Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθμ. 2001/24/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων» και του «Περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2004», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη η ως άνω Οδηγία και επιβλήθηκε για πρώτη φορά η διάσωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα, δηλαδή με «κούρεμα» καταθέσεων και μετοχοποίηση ομολόγων. Τελικά, με τα υπ’ αριθ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, τα ΜΑΕΚ μετατράπηκαν σε Μετοχές Δ’ Τάξεως με τιμή μετατροπής ένα ευρώ, δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία εκάστης μετοχής στο ένα ευρώ για κάθε ευρώ των ως άνω χρεών της τράπεζας. Ακολούθησε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ’ Τάξεως από 1 ευρώ 0,01 ευρώ για κάθε μετοχή, με σκοπό διαγραφής των συσσωρευμένων ζημιών της εναγομένης. Κάθε 100 μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 ευρώ για κάθε μετοχή, οι οποίες ήσαν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μια νέα συνήθη μετοχή, αξίας 1 ευρώ η καθεμία. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (λ.χ. αριθμός μετοχών μικρότερος των 100) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγομένης, έκτοτε δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απόληψης μερίσματος στους μετόχους. Στο πλαίσιο αυτό η συναλλακτική σχέση των εναγόντων με την εναγόμενη διαμορφώθηκε ως εξής: 1) Ο 1ος ενάγων, οικονομολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου, διατηρούσε επί σειρά ετών συνεργασία με την εναγομένη, στην οποία προσελήφθη από τον Μάιο του 2008 λόγω του αντικειμένου των σπουδών του ως υπάλληλος αορίστου χρόνου στο υποκατάστημά της στην Τρίπολη. Επιπλέον, διέθετε τρεις επενδυτικές μερίδες στο Χρηματιστήριο (τη μία εξ αυτών από κοινού με τον πατέρα του), μέσω των οποίων προέβαινε σε αγοραπωλησίες μετοχών εταιρειών με υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση. Λόγω της ιδιότητάς του ως τραπεζικός υπάλληλος, και γνωρίζοντας τις εκτεταμένες προωθητικές ενέργειες της εναγόμενης για τα επενδυτικά της προϊόντα, αποφάσισε τον Ιούλιο του 2008 να τοποθετήσει ποσό 21.000 ευρώ στα «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα» (ΜΧ) της εναγόμενης. Επιπλέον, αιτήθηκε και έλαβε από την εναγομένη προσωπικό/καταναλωτικό δάνειο ύψους 21.000 ευρώ προκειμένου το ποσό αυτό να χρησιμοποιηθεί ως κεφάλαιο για την κάλυψη των ως άνω μετατρέψιμων χρεογράφων (ΜΧ). Το έτος 2009, η εναγόμενη γνωστοποίησε στον πρώτο ενάγοντα με την από 18.5.2009 επιστολή της ότι, ως κάτοχος των ΜΧ, είχε το δικαίωμα να μετάσχει κατά προτεραιότητα σε έτερο επενδυτικό προϊόν, τα ΜΑΚ. Ο πρώτος ενάγων συμπλήρωσε την ευρισκόμενη στην ίδια ως άνω επιστολή προδιατυπωμένη και προσυμπληρωμένη με τα στοιχεία του αίτηση εγγραφής στην έκδοση των ΜΑΚ και αιτήθηκε τη μετατροπή των 21.000 ΜΧ σε 21,000 ΜΑΚ με ονομαστική αξία μετατροπής 1 ευρώ, καθώς και την απόκτηση επιπλέον 30.000 ΜΑΚ ονομαστικής αξίας 30.000 ευρώ. Εκ των συνολικά αιτηθέντων 51.000, η εναγόμενη του παραχώρησε τελικά 49,902 ΜΑΚ. Στις 12,1.2011, αναλαμβανόμενος μια σχετική πτώση της τρέχουσας χρηματιστηριακής αξίας των ΜΑΚ, προέβη στην ρευστοποίηση 16.500 ΜΑΚ και εισέπραξε το ποσό των 15.044,51 ευρώ. Έτσι, τον Μάιο του 2011, ο 1ος ενάγων, έχοντας πλέον 33.402 ΜΑΚ στο χαρτοφυλάκιο που τηρούσε από κοινού με τον πατέρα του, και ως δικαιούχος να μετάσχει κατά προτεραιότητα στην έκδοση των ΜΑΕΚ, συμπλήρωσε και πάλι την προδιατυπωμένη και προσυμπληρωμένη αίτηση εγγραφής που του απεστάλη με την από 20.4.2011 ενημερωτική επιστολή της εναγόμενης και έλαβε 33.402 ΜΑΕΚ. Παράλληλα, ως κάτοχος 297 μετοχών στο υπ’ αριθ. . επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο, ήταν δικαιούχος να μετάσχει κατά προτεραιότητα στην έκδοση των ΜΑΕΚ με βάση τον αριθμό αυτό των μετοχών. Κάνοντας χρήση του δικαιώματος αυτού, αιτήθηκε και έλαβε επιπλέον 445 ΜΑΕΚ, με αποτέλεσμα να κατέχει πλέον συνολικά 33.847 ΜΑΕΚ. Τον Φεβρουάριο του 2012, η εναγόμενη αποφάσισε την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και τόσο οι μέτοχοι της τράπεζας, όσο και οι κάτοχοι μετατρέψιμων αξιογράφων είχαν δικαίωμα προτίμησης στην αγορά νέων μετοχών ή την μετατροπή των αξιογράφων τους σε μετοχές. Τότε ο 1ος ενάγων αποφάσισε να μετατρέψει τον Μάρτιο του 2012 τα 33.402 ΜΑΕΚ σε 44.536 μετοχές και τα 445 ΜΑΕΚ σε 593 μετοχές της εναγομένης. Το επόμενο έτος και με τις από 8.8.2013 επιστολές της εναγομένης ενημερώθηκε ότι με βάση το Τροποποιητικό Διάταγμα που εκδόθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου στις 29.3.2013, η ονομαστική αξία των 57.116 συνήθων μετοχών που κατείχε μειώθηκαν από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ για κάθε μετοχή, και ότι κάθε 100 συνήθεις μετοχές ονομαστικής αξίας 0,01 ευρώ η καθεμία έχουν συνενωθεί σε μία συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 1 ευρώ, και συνεπώς οι 57.116 μετοχές μετατράπηκαν σε 571 συνήθεις μετοχές, ενώ αντίστοιχα οι 1.086 μετοχές μετατράπηκαν σε 10 συνήθεις μετοχές. 2) Ο 2ος ενάγων, εργαζόμενος στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, διατηρούσε με την εναγομένη συνεργασία ήδη από το έτος 1997, τοποθετώντας το κεφάλαιά του σε προθεσμιακές καταθέσεις. Παράλληλα, διατηρούσε επενδυτική μερίδα στο Χρηματιστήριο Αθηνών και ήταν κάτοχος 1.780 μετοχών της εναγόμενης. Είχε επίσης προβεί σε τοποθετήσεις κεφαλαίου σε αμοιβαία κεφάλαια. Τον Ιούνιο του έτους 2011 ο 2ος ενάγων δέχθηκε από υπάλληλο της εναγομένης τηλεφώνημα, ο οποίος τον προέτρεψε να επισκεφθεί το γειτονικό του υποκατάστημα στο Περιστέρι Αττικής για να συζητήσουν την τοποθέτηση του κεφαλαίου του, που ήταν ήδη τοποθετημένο σε προθεσμιακή κατάθεση. Εκεί του συστήθηκε ένα επενδυτικό ομόλογο, το οποίο του παρουσιάστηκε ως «ιδιαίτερα προνομιακό», προσομοιάζον στην προθεσμιακή κατάθεση πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη του. Προκειμένου δε να τον πείσει, ο υπάλληλος του είπε ότι και ο ίδιος είχε προτιμήσει το εν λόγω προϊόν, χωρίς, ωστόσο, να του επισημανθεί το υψηλό ρίσκο του συγκεκριμένου προϊόντος. Έχοντας εμπιστοσύνη στην εναγομένη μετά από χρόνια συνεργασίας, χωρίς να του έχει χορηγηθεί κανένα πληροφοριακό έγγραφο, πεισθείς από τις παραινέσεις του υπαλλήλου της τράπεζας ότι πρόκειται για μία καλή τοποθέτηση χρημάτων, ο 2ος ενάγων δέχθηκε την συμβουλή του υπαλλήλου της εναγόμενης και τοποθέτησε το κεφάλαιό του, ύψους 12.670 ευρώ, σε ΜΑΕΚ της εναγομένης λαμβάνοντας το ποσό αυτό από προθεσμιακή κατάθεση, που διατηρούσε στην τελευταία, την οποία και «έσπασε» χωρίς να του επιβληθεί οποιαδήποτε ποινή από την εναγομένη για την ενέργεια αυτή. Πέραν δε του ως άνω ποσού και λόγω της ένθερμης παρουσίασης των προνομίων του ως άνω επενδυτικού προϊόντος, αλλά και της προτροπής του ίδιου ως άνω υπαλλήλου να τοποθετήσει στο ίδιο προϊόν επιπλέον κεφάλαια, ο 2ος ενάγων αποφάσισε να τοποθετήσει επιπλέον το ποσό των 39.700 δολαρίων ΗΠΑ (29.060 ευρώ) και με τον τρόπο αυτό τοποθέτησε συνολικά 41.730 ευρώ σε ΜΑΕΚ της εναγομένης. Στις 31.12.2011 έλαβε από τόκους συνολικά το ποσό των 2.428,94 ευρώ. Τον Ιούνιο του 2012 η εναγομένη δεν κατέβαλε τόκους, αλλά με σχετική επιστολή της τον ενημέρωσε σχετικά με την «υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκου». Άμεσα επισκέφθηκε το υποκατάστημα της εναγόμενης, ζητώντας εξηγήσεις, όπου οι υπάλληλοι της τράπεζας τον ενημέρωσαν για πρώτη φορά ότι πρόκειται για δυνατότητα που παρέχεται στην τράπεζα στο πλαίσιο της σύμβασης ανάληψης των ΜΑΕΚ και εκείνος απαίτησε να του επιστραφεί το τοποθετηθέν σε ΜΑΕΚ ποσό. Ακολούθησε σειρά τηλεφωνημάτων από την πλευρά της εναγόμενης προκειμένου να δοθεί η συγκατάθεσή του για την τροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές, πλην όμως εκείνος αρνήθηκε να προβεί σε τέτοια ενέργεια. Τελικά, στις 29.3.2013 έλαβε χώρα μονομερής και αναγκαστική μετατροπή του συνόλου των ΜΑΕΚ του 2ου ενάγοντος σε 43.538 μετοχές τάξης Δ’, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ η καθεμία, οι οποίες, με βάση το Τροποποιητικό Διάταγμα της 31.7.2013, μαζί με τις 4.702 συνήθεις μετοχές που κατείχε ο ίδιος στις 29.3.2013, μετατράπηκαν σε 482 συνήθεις μετοχές ονομαστικής αξίας 1 ευρώ η καθεμία. 3) Ο 3ος ενάγων είναι πολιτικός μηχανικός. Από το έτος 2003 είχε συνεργασία με την εναγομένη, στην οποία διατηρούσε προθεσμιακές καταθέσεις. Παράλληλα, διέθετε επενδυτική μερίδα στο Χρηματιστήριο Αθηνών και ήταν κάτοχος μετοχών εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης. Το έτος 2008 τοποθέτησε κεφάλαιο ύψους 42.000 ευρώ αγοράζοντας 42.000 ΜΧ της εναγομένης. Ως μέτοχος της εναγομένης και κάτοχος ΜΧ, είχε δικαίωμα να μετάσχει κατά προτεραιότητα στην έκδοση των ΜΑΚ το έτος 2009, για το λόγο δε αυτό και κατόπιν ενημέρωσης από υπάλληλο της εναγομένης που του παρουσίασε το νέο αυτό προϊόν ως επενδυτικό ομόλογο παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης, πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό προνόμιο, και με εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου κατά τη λήξη του, ο ενάγων αποφάσισε να μετατρέψει τα 42.000 ΜΧ σε 42.000 ΜΑΚ. Το έτος 2011, ως κάτοχος των ΜΑΚ και ως δικαιούχος να μετάσχει κατά προτεραιότητα στην έκδοση των ΜΑΕΚ, έλαβε την από 20.4.2011 ενημερωτική επιστολή της εναγόμενης μαζί με την προδιατυπωμένη και προσυμπληρωμένη με τα στοιχεία του αίτηση εγγραφής του στην έκδοση των ΜΑΕΚ. Στις αρχές Μαΐου του 2011, υπάλληλος της εναγομένης επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικά προκειμένου να επισκεφθεί και πάλι το υποκατάστημα της εναγομένης και να συζητήσουν την περαιτέρω μετατροπή των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ. Ο υπάλληλος του συνέστησε πολύ ένθερμα να μετατρέψει τα ΜΑΚ σε ένα άλλο, παραπλήσιο και «πιο συμφέρον» προϊόν, το οποίο του παρουσίασε ως επενδυτικό ομόλογο παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης, πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου κατά τη λήξη του. Πεισθείς από τις διαβεβαιώσεις του ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, και έχοντας εμπιστοσύνη στην εναγομένη, προέβη στη μετατροπή των 42.000 ΜΑΚ σε 42.000 ΜΑΕΚ. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2011 έλαβε από τόκους συνολικά το ποσό των 8.709,21 ευρώ. Τον Ιούνιο του 2012 η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό για τόκους, ενώ λίγο αργότερα ο ενάγων έλαβε μία επιστολή από την τράπεζα περί «υποχρεωτικής ακύρωσης τόκου». Τότε άρχισε να αντιλαμβάνεται την επικινδυνότητα των ΜΑΕΚ, και φοβούμενος για το κεφάλαιό του ζήτησε εξηγήσεις από τους υπαλλήλους της εναγομένης. Οι τελευταίοι τον ενημέρωσαν ότι η ακύρωση καταβολής των τόκων ήταν μεταξύ των δυνατοτήτων που παρείχαν στην τράπεζα τα ΜΑΕΚ, όταν δε ζήτησε να του επιστραφεί το κεφάλαιο που είχε επενδύσει, του το αρνήθηκαν. Στις 29.3.2013 έλαβε χώρα μονομερής και αναγκαστική μετατροπή του συνόλου των ΜΑΕΚ του 3ου ενάγοντος σε 42.000 μετοχές τάξης Δ’, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ η καθεμία, οι οποίες, με βάση το Τροποποιητικό Διάταγμα της 31.7.2014, μαζί με τις 1.505 συνήθεις μετοχές που κατείχε ο ίδιος κατά την 29.3.2013, μετατράπηκαν σε 435 συνήθεις μετοχές ονομαστικής αξίας 1 ευρώ η καθεμία. 4) Η 4η ενάγουσα είναι λογοθεραπεύτρια, διατηρούσε συνεργασία με την εναγόμενη, χωρίς, να διαθέτει γνώσεις ή προγενέστερη εμπειρία στις επενδύσεις. Στις αρχές Μαΐου 2011 υπάλληλος της εναγομένης επικοινώνησε μαζί της τηλεφωνικά προκειμένου να μεταβεί στο υποκατάστημα της Κορίνθου και να συζητήσουν σχετικά με μια επωφελή τοποθέτηση του κεφαλαίου της. Στη συνάντηση αυτή της παρουσιάστηκαν τα ΜΑΕΚ ως ένα επενδυτικό ομόλογο, παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη του. Προκειμένου να πεισθεί, ο υπάλληλος που της παρουσίασε το εν λόγω προϊόν της είπε ότι και ο ίδιος έχει τοποθετήσει κεφάλαιό του στο ίδιο προϊόν και την προέτρεψε να τοποθετήσει και τυχόν άλλα κεφάλαια σε αυτό. Η ενάγουσα τον ενημέρωσε ότι δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να διακινδυνεύσει το κεφάλαιό της και ο υπάλληλος τη διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Πεισθείσα από τις διαβεβαιώσεις του υπαλλήλου της εναγομένης και λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε αναπτύξει με την τελευταία, η 4η ενάγουσα, αφού άνοιξε επενδυτική μερίδα στο ΧΑΑ και αφού κατήρτισε με την εναγόμενη την από 9.5.2011 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών δραστηριοτήτων και παρεπόμενων υπηρεσιών, προέβη στην τοποθέτηση ποσού 20.000 ευρώ σε ΜΑΕΚ. Αφού έλαβε τους τόκους του πρώτου εξαμήνου, ύψους 808,49 ευρώ και ενώ πλησίαζε ο χρόνος καταβολής των τόκων του δεύτερου εξαμήνου, επικοινώνησε και πάλι μαζί της τηλεφωνικά υπάλληλος της εναγομένης, ο οποίος την ενημέρωσε ότι θα αναστελλόταν η πληρωμή των τόκων και ότι θα ήταν προς το συμφέρον της να προβεί στη μετοχοποίηση των ΜΑΕΚ. Θορυβημένη, άρχισε να απαιτεί περισσότερες εξηγήσεις για το λόγο που γινόταν αυτό, οπότε ο υπάλληλος της εναγόμενης για πρώτη φορά την ενημέρωσε ότι αυτό προβλεπόταν από το καθεστώς των ΜΑΕΚ, ενώ της είπε ότι και ο ίδιος είχε προβεί στη μετοχοποίηση των δικών του ΜΑΕΚ. Αυτό καθησύχασε πάλι την ενάγουσα, ενώ για να πεισθεί να μετατρέψει τα αξιόγραφα σε μετοχές, ο υπάλληλος την ενημέρωσε ότι θα λάμβανε 6.666 χαριστικές μετοχές από την ανταλλαγή. Ακολουθώντας και πάλι τις υποδείξεις του υπαλλήλου της εναγόμενης, η 4η ενάγουσα υπέβαλε την από 2.3.2013 αίτησή της – προσφορά για εθελοντική ανταλλαγή μετατρέψιμων αξιογράφων ενισχυμένου κεφαλαίου μέσω έκδοσης υποχρεωτικά μετατρέψιμων ομολόγων και έλαβε 26.666 μετοχές της εναγομένης. Στις αρχές Αύγουστου 2013, η εναγόμενη της απέστειλε την από 8.8.2013 επιστολή της, με την οποία την ενημέρωνε ότι οι 26.666 συνήθεις μετοχές της τέταρτης ενάγουσας μετατράπηκαν σε 266 συνήθεις μετοχές, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ η καθεμία. 5) Η 5η ενάγουσα είναι απόφοιτος Λυκείου και ασχολείται με τα οικιακά, ενώ ο 6ος ενάγων είναι αγρότης. Αμφότεροι οι ως άνω ενάγοντες, οι οποίοι τυγχάνουν σύζυγοι, είχαν συνεργασία με την εναγόμενη από το έτος 2000, διατηρώντας σε αυτή τις καταθέσεις τους σε κοινούς λογαριασμούς. Δεν είχαν ιδιαίτερες γνώσεις σχετικά με σύνθετα τραπεζικά ή επενδυτικά προϊόντα, πλην όμως προέβαιναν σε επενδύσεις σε αμοιβαία κεφάλαια χαμηλού και μεσαίου κινδύνου, ενώ διέθεταν και επενδύσεις σε μετοχές. Τον Ιούλιο του 2008 επικοινώνησε τηλεφωνικά με την 5η ενάγουσα υπάλληλος της εναγομένης, η οποία εξυπηρετούσε συνήθως τους ενάγοντες αυτούς και τους πρότεινε να μεταβούν στο υποκατάστημα της τράπεζας στη Νέα Μάκρη για να συζητήσουν σχετικά με την τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, που ήταν τοποθετημένο σε κατάθεση. Οι 5ος και 6ος των εναγόντων επισκέφθηκαν το εν λόγω υποκατάστημα, όπου η υπάλληλος, από κοινού με την τότε διευθύντρια του υποκαταστήματος, πολύ ένθερμα τούς συνέστησαν ένα προϊόν, τα «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» της εναγομένης, για το οποία τους πληροφόρησαν ότι ήταν ένα προϊόν παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης, πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη του. Προκειμένου δε να τους πείσουν να επενδύσουν στο εν λόγω προϊόν, τους είπαν ότι τους συνέφερε να τοποθετήσουν το κεφάλαιό τους άμεσα, καθόσον επρόκειτο ουσιαστικά για προσφορά απόλυτα συμφέρουσα, αλλά ισχύουσα για πολύ λίγες ημέρες, για το λόγο αυτό έπρεπε να αποφασίσουν άμεσα. Πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις τους σχετικά με την εγγυημένη επιστροφή των χρημάτων τους, οι ως άνω ενάγοντες, τοποθέτησαν το ποσό των 100.000 ευρώ σε ΜΧ της εναγομένης. Ως μέτοχοι της εναγομένης και ως κάτοχοι ΜΧ, είχαν δικαίωμα να μετάσχουν κατά προτεραιότητα στην έκδοση των ΜΑΚ το έτος 2009, για το λόγο δε αυτό έλαβαν την από 18.5.2009 ενημερωτική επιστολή της εναγομένης. Στο τέλος του ίδιου μήνα, υπάλληλος της εναγόμενης, τηλεφώνησε εκ νέου στους ενάγοντες προκειμένου να επισκεφθούν το υποκατάστημα και να συζητήσουν την περαιτέρω μετατροπή των ΜΧ σε ένα άλλο, παραπλήσιο και «πιο συμφέρον» προϊόν. Το ζευγάρι επισκέφθηκε το υποκατάστημα της τράπεζας, και εκεί η υπάλληλος τους συνέστησε ένα επενδυτικό ομόλογο, τα ΜΑΚ, τους τα παρουσίασε ως προϊόν «ιδιαίτερα προνομιακό», παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης, πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου κατά τη λήξη του. Οι ενάγοντες αποφάσισαν να μετατρέψουν τα 100.000 ΜΧ σε ΜΑΚ, επαυξάνοντας, μάλιστα, το ποσό της επένδυσής τους κατά 100 ευρώ. Έτσι, έλαβαν 100.100 ΜΑΚ. Το έτος 2011, ως κάτοχοι των ΜΑΚ και ως δικαιούχοι να μετάσχουν κατά προτεραιότητα στην έκδοση των ΜΑΕΚ, οι ενάγοντες έλαβαν την από 20.4.2011 ενημερωτική επιστολή της εναγομένης μαζί με την αίτηση εγγραφής της στην έκδοση των ΜΑΕΚ. Ακολούθησε τηλεφώνημα από υπάλληλο της εναγομένης, η οποία, μετά από νέα επίσκεψη στο υποκατάστημα της Τράπεζας, τούς συνέστησε ένθερμα ένα παραπλήσιο αλλά «ακόμη πιο προνομιακό» επενδυτικό ομόλογο, με προνομιακό επιτόκιο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου. Στη συζήτηση παρενέβηοαν και άλλοι υπάλληλοι της τράπεζας, διαβεβαιώνοντάς τούς ότι επρόκειτο για ένα προϊόν απολύτως συμφέρον, χωρίς κανένα κίνδυνο, ενώ τους επισήμαναν και πάλι ότι είχαν λίγο χρόνο για να αποφασίσουν, γιατί η προσφορά αυτή θα αποσυρόταν. Έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους της τράπεζας με τους οποίους συνεργάζονταν πολλά χρόνια και τους εξυπηρετούσαν, πείσθηκαν και αποφάσισαν να μετατρέψουν περαιτέρω τα 100.100 ΜΑΚ σε ισόποσα ΜΑΕΚ. Οι ενάγοντες έλαβαν για τόκους της περιόδου από 31.12.2008 έως 30.12.2011 συνολικά το ποσό των 21.074,04 ευρώ. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2012 η εναγόμενη δεν κατέβαλε κανένα ποσό για τόκους, ενώ λίγο αργότερα οι ενάγοντες έλαβαν μία επιστολή από την τράπεζα σχετικά με την υποχρεωτική ακύρωση των τόκων. Τότε μετέβησαν στο συγκεκριμένο υποκατάστημα της εναγομένης, όπου οι υπάλληλοι τους δήλωσαν ότι πρόκειται για προσωρινή δυστοκία, που δεν ενέχει κίνδυνο για το κεφάλαιό τους. Οι ενάγοντες ζήτησαν την επιστροφή του κεφαλαίου τους, αλλά οι υπάλληλοι τούς είπαν ότι τέτοια δυνατότητα δεν προβλέπεται. Στις 29.3.2013 έλαβε χώρα μονομερής και αναγκαστική μετατροπή του συνόλου των ΜΑΕΚ τους σε 100.100 μετοχές τάξης Δ’, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ η καθεμία, οι οποίες, με βάση το Τροποποιητικό Διάταγμα της 31ης Ιουλίου 2013, μαζί με τις 2.600 συνήθεις μετοχές που κατείχαν κατά την 29.3.2013, μετατράπηκαν σε 1.027 συνήθεις μετοχές ονομαστικής αξίας 1 ευρώ η καθεμία. 6) Ο 7ος ενάγων είναι οικονομολόγος, και εργάζεται στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Από το έτος 2009 ήταν πελάτης της εναγομένης, στην οποία διατηρούσε προθεσμιακές καταθέσεις. Παράλληλα, διέθετε επενδυτική μερίδα στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Τον Μάιο του 2009 επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικά ένας υπάλληλος της εναγόμενης και του πρότεινε να επισκεφθεί το υποκατάστημα της Τράπεζας στα Ιωάννινα, προκειμένου να συζητήσουν σχετικά με το κεφάλαιό του. Όταν πήγε εκεί, ο υπάλληλος της εναγομένης του παρουσίασε τα ΜΑΚ ως ένα επενδυτικό ομόλογο, παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης, πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο, και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου κατά τη λήξη του. Ο 7ος ενάγων τόνισε στον υπάλληλο ότι δεν τον ενδιέφερε το γρήγορο κέρδος και ότι δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει το κεφάλαιό του, πλην όμως ο υπάλληλος τον διαβεβαίωσε όχι δεν έχει λόγο να φοβάται, αφού επρόκειτο για ένα 100% εγγυημένο προϊόν με μηδενικό ρίσκο. Μάλιστα ο υπάλληλος, του είπε ότι και ο ίδιος είχε τοποθετήσει κεφάλαιό του στα προϊόντα αυτά. Πεισθείς από τις διαβεβαιώσεις του, ο ενάγων αποφάσισε να τοποθετήσει κεφάλαιο ύψους 36.705 ευρώ σε ΜΑΚ της τράπεζας. Ως κάτοχος των ΜΑΚ, ο ενάγων είχε δικαίωμα να μετάσχει κατά προτεραιότητα στην έκδοση των ΜΑΕΚ το έτος 2011, για το λόγο δε αυτό έλαβε και την από 20.4.2011 σχετική ενημερωτική επιστολή της εναγόμενης. Παράλληλα, στις αρχές Μαΐου 2011 ένας υπάλληλος της τράπεζας επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικά και του πρότεινε να επισκεφθεί το υποκατάστημα της τελευταίας, προκειμένου να συζητήσουν τη μετατροπή των ανωτέρω ΜΑΚ σε ένα άλλο, παραπλήσιο και «πιο συμφέρον» προϊόν. Κατά την επίσκεψη του στο υποκατάστημα, ο εν λόγω υπάλληλος του πρότεινε να μετατρέψει τα ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ, τα οποία του παρουσίασε ως «ακόμη πιο προνομιακά», λέγοντας ότι πρόκειται για ένα επενδυτικό ομόλογο παραπλήσιο της προθεσμιακής κατάθεσης, πενταετούς διάρκειας, με προνομιακό επιτόκιο και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου κατά τη λήξη του. Ο 7ος ενάγων ενημέρωσε και πάλι ότι δεν επιθυμεί να θέσει σε κίνδυνο τα χρήματά του και ο υπάλληλος τον διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για 100% εγγυημένα προϊόντα με μηδενικό ρίσκο. Πεισθείς από τις διαβεβαιώσεις του ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος και χωρίς να έχει λάβει κάποιο ενημερωτικό έγγραφο, ο ενάγων μετέτρεψε τα 36.705 ΜΑΚ σε ισόποσα ΜΑΕΚ. Κατά το χρονικό διάστημα από 31.12.2009 μέχρι την 31.12.2011 ο 7ος ενάγων έλαβε για τόκους συνολικά το ποσό των 5.470,88 ευρώ. Τον Ιούνιο του 2012, όταν η εναγόμενη δεν κατέβαλε κανένα ποσό για τόκους και μετά τη λήψη της επιστολής της τράπεζας περί «υποχρεωτικής ακύρωσης τόκου», ο ενάγων απευθύνθηκε άμεσα στο ανωτέρω υποκατάστημα της εναγομένης ζητώντας σχετικές εξηγήσεις. Οι υπάλληλοι του εξήγησαν ότι πρόκειται για δυνατότητα που παρέχεται στην τράπεζα στο πλαίσιο των ΜΑΕΚ. Τότε ο 7ος ενάγων συνειδητοποίησε ότι ήταν ενδεχόμενο να χάσει ακόμα και το κεφάλαιό του και ζήτησε την επιστροφή του κεφαλαίου του, με τους υπαλλήλους να του απαντούν ότι δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Στις 29.3.2013 έλαβε χώρα μονομερής και αναγκαστική μετατροπή του συνόλου των ΜΑΕΚ του σε μετοχές τάξης Δ’, αξίας 367 ευρώ. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, πλην της περίπτωσης του 1ου ενάγοντος, για την οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω: α) η πρωτοβουλία προσέγγισης των εναγόντων-πελατών της εναγομένης, με σκοπό την προσέλκυσή τους και την πρόκληση σε αυτούς της απόφασης να επενδύσουν στα προαναφερόμενα επενδυτικά προϊόντα (ΜΑΕΚ), ανήκε αποκλειστικώς στην τελευταία, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της οποίας, στο πλαίσιο λεπτομερούς σχεδιασμού και ενεργούντες βάσει ρητών οδηγιών από τις κεντρικές υπηρεσίες αυτής, επικοινωνούσαν τηλεφωνικώς με τους ενάγοντες, προκειμένου να τους καλέσουν σε προσωπική ενημέρωση και τελικώς να προτείνουν σε αυτούς την επένδυση των κεφαλαίων τους. Το γεγονός ότι υπήρξε οργανωμένη και βάσει σχεδίου προσέγγιση, εκ μέρους της εναγόμενης, πελατών αυτής με σκοπό τη μαζική προώθηση των παραπάνω επενδυτικών προϊόντων, αποδεικνύεται από σειρά προσκομιζομένων από τους διαδίκους εσωτερικών εγγράφων της εκκαλούσας προς τα στελέχη της σχετικώς με τα ΜΑΕΚ (βλ. σχετ. το από 10.3.2011 υπ’ αριθ. ΟΡΜ/052/11 έγγραφο με τίτλο «ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 99: ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ» και β) το από 11.4.20011 υπ’ αριθ. ΟΗΜ/074/11 όμοιο με τίτλο «ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 101: ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ», τα οποία απευθύνονται σε ανώτερα στελέχη της εναγομένης και στα οποία γίνεται αναφορά σε «εκστρατεία» και «στόχους», προσδιορίζονται οι ομάδες ενδιαφέροντος – στόχοι (με αναφορά στο χαρτοφυλάκιο και το ύψος των καταθέσεών. τους), καθορίζεται ο τρόπος επικοινωνίας και προσέγγισης των πελατών, η μέθοδος καταγραφής της προσέγγισης αυτής και των αποτελεσμάτων της. β) Οι προστηθέντες από την εναγομένη τραπεζικοί υπάλληλοι δεν έθεσαν υπόψη των εναγόντων το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο, ούτε γνωστοποίησαν σε αυτούς εάν και πού είναι αυτό διαθέσιμο, αλλά φρόντισαν να εξασφαλίσουν την υπογραφή τους στις προαναφερόμενες αιτήσεις συμμετοχής των επίμαχων επενδυτικών προϊόντων, στις οποίες περιλαμβάνεται η τυπική – αλλά όχι ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα – παραδοχή ότι έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο και τους όρους των εν λόγω προϊόντων και επιπλέον τους κατανόησαν πλήρως. Ακόμα όμως και αν ήθελε υποτεθεί ότι οι ενάγοντες έλαβαν εκ των υστέρων γνώση του περιεχομένου του Ενημερωτικού δελτίου, αφενός δε ήταν σε θέση να κατανοήσουν πλήρως τη λειτουργία των ΜΑΕΚ, δεδομένου ότι το Ενημερωτικό Δελτίο, έκτασης 200 σελίδων, χρησιμοποιούσε δυσνόητη τεχνική γλώσσα, σύνθετους νομικούς και χρηματοοικονομικούς όρους, που δεν μπορούσαν να γίνουν κατανοητοί από τον στερούμενο ειδικών γνώσεων μέσο μη επαγγελματία επενδυτή, όπως ήταν οι ενάγοντες, που είχαν ως βασική και πρωταρχική επιδίωξή τους την ασφαλή τοποθέτηση των κεφαλαίων τους, από την οποία θα επετύγχαναν ένα ικανοποιητικό επιτόκιο, χωρίς να θέτουν σε οποιοδήποτε κίνδυνο την επιστροφή του αρχικού κεφαλαίου τους, γι’ αυτό και επέλεγαν κατά κύριο λόγο την τοποθέτηση των χρημάτων τους σε προθεσμιακές καταθέσεις, αφετέρου δε δεν μπορούσαν να ζητήσουν και να πάρουν το κεφάλαιό τους πίσω, παρά μόνο να επιδιώξουν να πωλήσουν τους τίτλους τους στη δευτερογενή αγορά με εντελώς αβέβαια αποτελέσματα, καθώς, όπως αναφερόταν στο Μέρος Β’ του Ενημερωτικού Δελτίου «…τα ΜΑΕΚ είναι τίτλοι για τους οποίους δεν υπάρχουν συναλλαγές σε καμία αγορά και δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση μελλοντικής ρευστότητας στις αγορές που αναμένεται να εισαχθούν…». γ) Οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης που επικοινώνησαν με τους ενάγοντες παρέλειψαν σκοπίμως να τους ενημερώσουν για τη φύση και τον τρόπο λειτουργίας των επίμαχων επενδυτικών προϊόντων, ήτοι ότι πρόκειται για μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) απαιτήσεις, που συνιστούσαν υβριδικά και μετατρέψιμα σε μετοχές παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης και δη του πρωτοβαθμίου κεφαλαίου της (Tier 1), σύνθετα στη σύλληψη και τη λειτουργία τους, που συνδέονταν με πλήθος γενικών και ειδικών κινδύνων όχι μόνο για τους τόκους αλλά και για το ίδιο το επενδυόμενο κεφάλαιο, αόριστης διάρκειας (perpetual bonds), με την έννοια ότι ο επενδυτής δεν είχε αξίωση κατά της εκδότριας τράπεζας να αναζητήσει το κεφάλαιό του σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή οποτεδήποτε, αλλά μόνο δυνατότητα να διαθέσει αυτά στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά υπό τις επικρατούσες σε δεδομένη χρονική στιγμή συνθήκες διαπραγμάτευσης, ιδίως δε οι παραπάνω τραπεζικοί υπάλληλοι απέκρυψαν και δεν επισήμαναν στους ενάγοντες τους ιδιαίτερα δυσμενείς όρους της μονομερούς, κατά την κρίση της εναγομένης, ακύρωσης πληρωμής τόκων και της μονομερούς και αναγκαστικής μετατροπής των παραπάνω επενδυτικών προϊόντων σε μετοχές της, δεδομένου ότι τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα σχεδιάσθηκαν ως «μέσα απορρόφησης ζημιών» ώστε να απορροφήσουν τις ιδιαιτέρως αυξημένες ζημίες της εκκαλούσας λόγω της υπερβολικής έκθεσής της σε ΟΕΔ. δ) Οι ως άνω τραπεζικοί υπάλληλοι φρόντιζαν να προβαίνουν σε άμεση ή έμμεση σύγκριση των ένδικων επενδυτικών προϊόντων με τις κοινές προθεσμιακές καταθέσεις, τις οποίες κατά κύριο λόγο προτιμούσαν οι ενάγοντες, υπερτονίζοντας και προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα αυτών σε σχέση με τις εν λόγω καταθέσεις (ελκυστικό επιτόκιο 6,5%) και διαβεβαιώνοντας τους ενάγοντες ότι το κεφάλαιό τους ήταν ασφαλές και εγγυημένο και ότι θα επιστρεφόταν σε αυτούς μετά από πέντε έτη, ήτοι στις 30.6.2016. Το γεγονός ότι, κατά την προσέγγιση των πελατών της εναγόμενης με σκοπό την προώθηση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, σημαντικό επιχείρημα αποτελούσε η προβολή των πλεονεκτημάτων αυτών σε σχέση με την απλή προθεσμιακή κατάθεση, αποδεικνύεται και από το προοριζόμενο «αυστηρώς για εσωτερική χρήση» έγγραφο της εκκαλούσας αναφορικώς με τα ΜΑΕΚ με τον τίτλο «ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ», όπου αναφέρεται επί λέξει ότι «Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν τόκο 6,50% (για τα πρώτα 5 χρόνια) μια απόδοση που είναι ψηλότερη από την κατάθεση …», χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στους σχετικούς κινδύνους του εν λόγω προϊόντος. Ενόψει των παραπάνω αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα, με την ιδιότητα της παρέχουσας επενδυτικές υπηρεσίες εντασσόμενες στον κύκλο της συνήθους εμπορικής της δραστηριότητας, σαφώς παρέσχε, μέσω των παραπάνω προστηθέντων υπαλλήλων της, επενδυτική υπηρεσία-συμβουλή (υπό τη μορφή της σύστασης) στους πελάτες της ενάγοντες, οι οποίοι έφεραν την ιδιότητα του καταναλωτή των παρεχόμενων επενδυτικών υπηρεσιών ως τελικοί αποδέκτες αυτών και οι οποίοι δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή-μη επαγγελματία επενδυτή. Η ως άνω κρίση περί παροχής επενδυτικών συμβουλών από την εναγομένη επιρρωνύεται από: α) την «Έκθεση ειδικού ελέγχου της Τράπεζας Κύπρου» της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου με αντικείμενο τη διερεύνηση της παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας της επενδυτικής συμβουλής κατά την προώθηση των ΜΑΕΚ και στην οποία καταγράφεται η πρακτική των αρμόδιων υπαλλήλων της εναγομένης κατά την προσέγγιση των πελατών της με σκοπό την προώθηση των παραπάνω επενδυτικών προϊόντων, η μη επαρκής ενημέρωση των τελευταίων για τους κινδύνους των προϊόντων αυτών, ο υπερτονισμός των πλεονεκτημάτων τους, η πρακτική της μη επιβολής ποινών για τυχόν προεξόφληση λογαριασμών υπό προειδοποίηση εφόσον με τα κεφάλαια τέτοιων λογαριασμών θα ελάμβανε χώρα αγορά των εν λόγω προϊόντων, διατυπώνεται δε το συμπέρασμα ότι υπήρξε παροχή επενδυτικής συμβουλής, υπό τη μορφή της σύστασης, με την οποία παρουσιάσθηκαν τα εν λόγω προϊόντα ως κατάλληλα στον κάθε συγκεκριμένο επενδυτή (βλ. σχετ. στην ως άνω Έκθεση: « … οι διαδικασίες που εφαρμόσθηκαν δεν διασφάλιζαν την παροχή αντικειμενικής και ορθής πληροφόρησης, αφού αυτή γινόταν και από πρόσωπα που δεν ήταν πιστοποιημένα για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών … η παροχή πληροφόρησης κατά την οποία τονίζονται τα πλεονεκτήματα ενός προϊόντος και, ως εκ τούτου, δίδεται μεροληπτική και ετεροβαρής βάση, είναι δυνατόν να επηρεάσει την απόφαση του παραλήπτη. Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, η εν λόγω πληροφόρηση θεωρείται ως σύσταση … έστω και αν διατυπώνεται σαφής, εμφανής και κατανοητή αποποίηση στους όρους του Ενημερωτικού Δελτίου ότι καμία συμβουλή ή σύσταση δε δίνεται, θεωρείται ότι η τράπεζα, υπό τις περιστάσεις, σύστηνε τα αξιόγραφα ως κατάλληλα για τους επενδυτές … οι ενέργειες της τράπεζας καθώς και τα μέτρα που έλαβε ήταν ανεπαρκή για να διασφαλίσουν, ως ήταν η πρόθεσή της, τη μη παροχή, άμεσα ή έμμεσα, επενδυτικής συμβουλής κατά τη διάθεση των ΜΑΕΚ του έτους 2011, με αποτέλεσμα να εμπλακεί στην παροχή της εν λόγω επενδυτικής υπηρεσίας…», β) Την υπ’ αριθ. 9/./10.12.2014 Απόφαση του ΔΣ της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «…Η Τράπεζα εξέδωσε εσωτερικές οδηγίες προς τους υπαλλήλους της προκειμένου να τους προετοιμάσει για να παρουσιάσουν τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα στους πελάτες με τους οποίους έρχονταν σε επαφή. Στις οδηγίες αυτές διαπιστώθηκε η ύπαρξη σημείων παροχής επιλεκτικής πληροφόρησης προς τους πελάτες και παροχής κινήτρων προς ορισμένες κατηγορίες πελατών με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απόφασή τους προς επένδυση. Η ύπαρξη επιλεκτικής πληροφόρησης και παρότρυνσης αποτελούν στοιχεία που χαρακτηρίζουν την επενδυτική συμβουλή. Η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ ενήργησε κατά τρόπο που ακόμη και αν δεν ήταν στις προθέσεις της, φαίνεται να παρείχε επενδυτικές συμβουλές … Ακόμα και εάν στα έντυπα των αιτήσεων αγοράς των επενδυτικών προϊόντων διατυπώνεται σαφής αποποίηση ότι καμία συμβουλή δεν δίνεται, ο χειρισμός από την Τράπεζα της προώθησης των επενδυτικών προϊόντων ως προς τα σημεία που περί γράφονται ανωτέρω, οδηγεί σε βάσιμες ενδείξεις για την παροχή εκ μέρους της επενδυτικών συμβουλών. Επομένως προκύπτει ότι η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΚ και ΜΑΕΚ παρείχε την επενδυτική υπηρεσία των επενδυτικών συμβουλών, χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στη διαδικασία προώθησης των ΜΑΕΚ από την Τράπεζα εντοπίστηκαν σημεία παροχής επιλεκτικής πληροφόρησης προς τους πελάτες και παροχής κινήτρων προς ορισμένες κατηγορίες πελατών με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απόφασή τους για επένδυση. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την κοινή θέση των καταγγελλόντων ότι για την αγορά των συγκεκριμένων προϊόντων παρακινήθηκαν από υπαλλήλους της Τράπεζας, τους οποίους σε αρκετές περιπτώσεις κατονομάζουν. Επομένως, προκύπτει ότι η Τράπεζα κατά την προώθηση των ΜΑΕΚ ενήργησε με τρόπο που ακόμη κι αν δεν ήταν στις προθέσεις της, φαίνεται να παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/1.11.2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και χωρίς να έχει διενεργήσει ως όφειλε αξιολόγηση της καταλληλότητας των επενδυτών, κατά παράβαση της παρ. 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007». γ) Την υπ’ αριθ. πρωτ. ./25.2.2013 Έγγραφη Σύσταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή (κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 ν. 3297/2004) προς την εναγομένη, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1, 12 παρ. 3 και 25 του ν. 3606/2007, 8 παρ. 1 και 9ε του ν. 2251/1994 και 197 ΑΚ, στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ότι «…οι κίνδυνοι που αναλύονται στο ενημερωτικό φυλλάδιο σε καμία περίπτωση δεν αφορούν τους κινδύνους που εσωκλείει μια προθεσμιακή κατάθεση και ως εκ τούτου η σύγκριση των ΜΑΕΚ με προθεσμιακή κατάθεση αναφορικά με το θέμα ασφαλείας κρίνεται ως παραπλανητική…δεδομένου ότι προς τα στελέχη των καταστημάτων παρέχονταν η παραπάνω μονομερής, ελλιπής και παραπλανητική πληροφόρηση αναφορικά με τα εν λόγω προϊόντα, την ίδια μονομερή, ελλιπή και παραπλανητική πληροφόρηση λάμβαναν και οι επενδυτές … το δικαίωμα των επενδυτών να μετατρέπουν τις υφιστάμενες καταθέσεις τους σε χρεόγραφα, χωρίς κανένα penality, αποτελεί ουσιαστικά έμμεση προτροπή στην αγορά των συγκεκριμένων προϊόντων … οι επενδυτές δεν ενημερώθηκαν από άλλη πηγή για την έκδοση, αλλά ενημερώθηκαν προσωπικά από τους υπαλλήλους της τράπεζας και είναι λογικό να θεωρήσουν ότι η πρόταση αυτή καλύπτει τις επενδυτικές τους ανάγκες…η τράπεζα προχώρησε σε παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τους επενδυτές πελάτες της, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το επενδυτικό τους προφίλ και χωρίς να προσφέρει αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση …». Επιπλέον, οι παραπάνω τραπεζικοί υπάλληλοι δεν διενήργησαν τον επιβαλλόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση από τις διατάξεις του ν. 3606/2007 έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας των εναγόντων αναφορικά με τις συγκεκριμένες επενδύσεις, δεδομένου, μάλιστα, ότι γνώριζαν το συντηρητικό επενδυτικό προφίλ των τελευταίων, αλλά και το γεγονός ότι – κατά τα ρητώς αναφερόμενα στο προαναφερόμενο Ενημερωτικό Δελτίο – τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα δεν ήσαν κατάλληλα για όλους τους επενδυτές. Επομένως, είναι σαφές ότι η εναγομένη προώθησε στους ενάγοντες επενδυτικά προϊόντα ιδιαίτερα πολύπλοκα και ριψοκίνδυνα (βλ. πρόβλεψη περί υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές, ανυπαρξία υποχρέωσης επιστροφής του κεφαλαίου), οι δε ενάγοντες, που ήταν συντηρητικοί αποταμιευτές και επενδυτές και ενεργούσαν με γνώμονα την εξασφάλιση του κεφαλαίου τους, αν γνώριζαν εξαρχής το σύνολο των πραγματικών δεδομένων της επένδυσής τους και ιδίως τους κινδύνους που αναλάμβαναν, αναμφίβολα δεν θα προέβαιναν στις συγκεκριμένες επενδυτικές επιλογές. Ο ισχυρισμός δε της εναγομένης ότι δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση ο ν. 3606/2007 και αρκεί η τήρηση από αυτήν των διατάξεων του ν. 3401/2005 για τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, η εν τοις πράγμασι παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, με τη μορφή των επενδυτικών συμβουλών από τους προστηθέντες υπαλλήλους της προς τους ενάγοντες. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η παραπάνω αντισυμβατική, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης συνιστά παράβαση των άρθρων 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1ε και 25 παρ. του ν. 3606/2007, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4, 8, 12, 13, 14 της υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 Απόφασης του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και των άρθρων 147, 149 εδ. β’, 281, 288, 297, 298, 299, 334, 361, 914, 922, 932 ΑΚ και του άρθρου 8 του ν. 2251/1994. Με την ως άνω συμπεριφορά της, η εναγομένη προκάλεσε περιουσιακή ζημία στους ενάγοντες, καθώς και ηθική βλάβη εξαιτίας της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που καθένας από αυτούς υπέστη από την απώλεια του αντίστοιχου επενδυθέντος κεφαλαίου του. Ειδικότερα, η περιουσιακή ζημία των εναγόντων ανέρχεται για τον 2o ενάγοντα στο ποσό των 45.730 ευρώ, για τον 3o ενάγοντα στο ποσό των 46.000 ευρώ, για την 4η ενάγουσα στο ποσό των 22.000 ευρώ, για τους 5η και 6o των εναγόντων στο ποσό των 110.100 ευρώ, καθώς και για καθένα από τους 5η και 6o των εναγόντων στο ποσό των 5.000 ευρώ και για τον 7ο ενάγοντα στο ποσό των 40.250 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ομοίως ως προς την ευθύνη της εναγομένης απέναντι στους παραπάνω ενάγοντες – έστω και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΑΚ) – δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι σχετικοί 1ος, 2ος, 3ος, 4ος και 9ος λόγοι της έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Σημειωτέον ότι η εκκαλούσα δεν προσβάλλει με ειδικό λόγο έφεσης το ύψος της επιδικασθείσας σε καθέναν εκ των εναγόντων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και συνεπώς, μετά την απόρριψη του 9ου λόγου της έφεσης, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του σχετικού άρθρου 932 ΑΚ, το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί περαιτέρω με το συγκεκριμένο κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης.
Ειδικά, όμως, ως προς τον 1ο ενάγοντα θα πρέπει να σημειωθούν τα κατωτέρω: Ο ενάγων, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την εκκαλουμένη και δεν αμφισβητήθηκαν με λόγο έφεσης, είναι οικονομολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου και εργαζόταν ως υπάλληλος της εναγομένης από τον Μάιο του 2008 και καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Επομένως, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, διέθετε την εκπαίδευση, την εμπειρία και τις εξειδικευμένες γνώσεις για να μπορεί να επιλέγει ο ίδιος τις μορφές επωφελούς τοποθέτησης των κεφαλαίων του και να κατανοεί και να αξιολογεί τις περίπλοκες πληροφορίες και τους κινδύνους που αφορούν εξειδικευμένα επενδυτικά προϊόντα, όπως ήταν και τα επίμαχα ΜΑΕΚ, αλλά και πριν από αυτά τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα και τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου, στα οποία επίσης είχε επενδύσει ο 1ος ενάγων. Πολλώ μάλλον λόγω της εργασιακής θέσης του εντός της εναγομένης είχε άμεση πρόσβαση τόσο στο σχετικό Ενημερωτικό δελτίο, που είχε εκδώσει η εναγόμενη σχετικά με τα ΜΑΕΚ, όσο και στις ενημερωτικές επιστολές που απέστελνε η εναγομένη στους κατόχους ΜΧ και ΜΑΚ ενόψει της έκδοσης των ΜΑΕΚ, τα οποία μπορούσε χωρίς καμία πίεση χρόνου να μελετήσει λεπτομερώς, να τα κατανοήσει και κατόπιν να λάβει την απόφαση συμμετοχής ή μη στις σχετικές επενδύσεις. Η απασχόλησή του εντός του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Τρίπολη του έδινε επιπλέον τη δυνατότητα να έρχεται σε επαφή με τους εξίσου έμπειρους και καταρτισμένους συναδέλφους του στο παραπάνω υποκατάστημα, αλλά και σε άλλα υποκαταστήματα, να ανταλλάσσει απόψεις και να συγκεντρώνει πληροφορίες για τα επενδυτικά προϊόντα της εναγομένης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό από το Δικαστήριο ότι ο συγκεκριμένος ενάγων παραπλανήθηκε από άλλους συναδέλφους του ως προς τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους της επένδυσης σε ΜΑΕΚ και ότι αυτό δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση και επιλογή αποδοχής του σχετικού ρίσκου. Υπό τις περιστάσεις αυτές επένδυσε ποσό 21.000 ευρώ σε Μετατρέψιμα Χρεόγραφα, τα οποία εν συνεχεία, το έτος 2009, μετέτρεψε σε ΜΑΚ, επενδύοντας πλέον του αρχικού κεφαλαίου επιπλέον κεφάλαιο 30.000 ευρώ και τελικά, το έτος 2011, τα 33.402 ΜΑΚ που είχε στην κατοχή του, καθώς και 297 μετοχές της εναγόμενης, μετέτρεψε σε ΜΑΕΚ. Το γεγονός μάλιστα ότι οι σχετικές επενδύσεις σε αξιόγραφα της εναγομένης ήταν μια συνειδητή επιλογή και όχι αποτέλεσμα παραπλάνησης, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι παρακολουθούσε την κίνηση του σχετικού χαρτοφυλακίου του, γνωρίζοντας το ευμετάβλητο της αξίας του και την επικινδυνότητά του και προβαίνοντας σε διορθωτικές κινήσεις, όποτε χρειαζόταν, προς περιορισμό τυχόν ζημίας του ή αύξηση του προσδοκώμενου κέρδους. Έτσι, τον Ιανουάριο του 2011 και αντιλαμβανόμενος μια μικρή πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των ΜΑΚ, προέβη σε ρευστοποίηση 16.500 ΜΑΚ, εισπράττοντας το ποσό των 15.044,51 ευρώ, ενώ τον Φεβρουάριο του 2012, όταν η εναγομένη αποφάσισε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, επέλεξε την μετατροπή των ΜΑΕΚ που είχε στην κατοχή του σε μετοχές της εναγομένης. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η τοποθέτηση του κεφαλαίου του 1ου ενάγοντος στα ένδικα ΜΑΕΚ ήταν μια συνειδητή επενδυτική επιλογή, που οφειλόταν στο υψηλότερο επιτόκιο έναντι άλλων επενδυτικών προϊόντων ή προθεσμιακών καταθέσεων και από έναν έμπειρο περί τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος επαγγελματία, που είχε τις απαραίτητες γνώσεις για να αξιολογήσει τους κινδύνους του επίμαχου επενδυτικού προϊόντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι η εναγόμενη ευθύνεται απέναντι και στον 1ο ενάγοντα για τη ζημία που του προκλήθηκε από την επένδυση που έκανε σε ΜΑΕΚ, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ως προς αυτόν να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι οι σχετικοί 1ος, 2ος, 3ος, 4ος λόγοι της έφεσης.
Περαιτέρω, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο 5ος λόγος έφεσης περί υπέρβασης της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, καθόσον η εκκαλουμένη έκρινε περί της κεφαλαιακής ανεπάρκειας και της αφερεγγυότητας της εναγομένης, ισχυρισμός που είχε προβληθεί από τους ενάγοντες απαραδέκτως με τις προτάσεις τους και είχε κριθεί ως απαράδεκτος και με την εκκαλουμένη. Στην προκειμένη περίπτωση, ανεξαρτήτως του ότι η εκκαλουμένη δεν προέβη σε κρίσεις περί της κεφαλαιακής ανεπάρκειας και αφερεγγυότητας της εναγομένης, ούτε συνδέει αυτή με την παραπλάνηση των εναγόντων (βλ. χαρακτηριστικά στη σελ. 81 της εκκαλουμένης: «… υφίσταται πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, δεδομένου ότι αν η εναγομένη είχε παράσχει, ως ώφειλε κατά τις αρχές της καλής συναλλακτικής πίστης, τη δέουσα πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση στους ίδιους ως άνω ενάγοντες πελάτες της ως προς τη φύση, τη λειτουργία και κυρίως τους κινδύνους της επένδυσης στα συγκεκριμένα προϊόντα…»), η σχετική κρίση δε θα συνιστούσε υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, ενόψει του ότι αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης είναι η αποζημίωση των εναγόντων από την προπεριγραφόμενη αντισυμβατική, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της, στο πλαίσιο της οποίας είχε δικαιοδοσία να αποφανθεί, έστω παρεμπιπτόντως, για κάθε σχετικό θέμα, ακόμη και διοικητικής φύσης, το οποίο αποτελεί πρόκριμα και είναι αναγκαίο για την επίλυση της ιδιωτικής διαφοράς που δικάζει (βλ. σχετ. ΑΠ 16/2024, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 246/2019, ΑΠ 27/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Με τον έκτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε – δεχόμενο αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του προβαλλομένου ως ζημιογόνου γεγονότος και της επελθούσας ζημίας των εφεσιβλήτων, αφού δεν υπήρξε τέτοιος αιτιώδης σύνδεσμος και σε κάθε περίπτωση αυτός διεκόπη λόγω του ότι η εναγομένη τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εξυγίανσης στις 26.3.2013 και η μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές ονομαστικής αξίας ίσης με 1/100 της αρχικής έλαβε χώρα σε εκτέλεση των διατάξεων του συγκεκριμένου νόμου και των συνακόλουθων Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, επομένως η ζημία τους οφειλόταν σε γεγονότα ανωτέρας βίας, μη δυνάμενα να προβλεφθούν εκ των προτέρων και μάλιστα μη συνδεόμενα με δικές της ενέργειες ή παραλείψεις. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση η ζημία των εφεσιβλήτων δεν προέκυψε από καθεαυτή τη μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές το έτος 2013, αλλά στο γεγονός ότι το έτος 2011, κατά το χρόνο κτήσης των ΜΑΕΚ τα κεφάλαια των εφεσιβλήτων εξήλθαν από την περιουσία τους χωρίς να εισέλθει στην περιουσία τους ισοδύναμο μέγεθος, ποιοτικώς και ποσοτικώς, το οποίο οι εφεσίβλητοι προσδοκούσαν και για το οποίο είχαν πεισθεί από την εκκαλούσα, δηλαδή ένα επενδυτικό προϊόν με τα χαρακτηριστικά προθεσμιακής κατάθεσης. Αντιθέτως, στην περιουσία των εφεσιβλήτων εισήλθε κάτι άλλο, το οποίο δεν επιθυμούσαν, δηλαδή σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ιδιαιτέρως επισφαλή, μη παρέχοντα δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, αφενός ως προς το νόμιμο λόγο ευθύνης της εκκαλούσας και αφετέρου ως προς τη ζημία των εφεσιβλήτων, συνάγεται περαιτέρω ότι η έρευνα για τη θεμελίωση αιτιώδους συνδέσμου δεν αφορά στο ζήτημα αν η επένδυση στα ΜΑΕΚ ήταν πρόσφορη ή όχι να επιφέρει ζημία στην περιουσία των εφεσιβλήτων, αλλά στο κατά πόσο ο νόμιμος λόγος ευθύνης της εκκαλούσας ήταν πρόσφορος να επιφέρει τη ζημία των εφεσιβλήτων όπως αυτή ορίζεται παραπάνω και πράγματι ήταν πρόσφορος, αφού αν η εκκαλούσα είχε παράσχει, ως όφειλε, τη δέουσα πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση στους εφεσίβλητους ως προς τη φύση, τη λειτουργία και κυρίως, τους κινδύνους της επένδυσης στα συγκεκριμένα προϊόντα και δεν τους δημιουργούσε με παραπλανητικές δηλώσεις πλανημένη εντύπωση για τη φύση τους, οι εφεσίβλητοι, κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν θα είχαν επενδύσει στα προϊόντα αυτά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία τους (βλ, σχετ. ΑΠ 16/2024, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 1083/2022, ΑΠ 1183/2021, ΑΠ 1182/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με παρόμοια αιτιολογία έκρινε ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων.
Με τον 7ο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας την επικουρικώς προταθείσα ένστασή της περί συνυπαιτιότητας των εφεσιβλήτων στην πρόκληση και στην έκταση της ζημίας τους (άρθρο 300 ΑΚ), την οποία η εκκαλούσα στήριζε στο ότι οι εφεσίβλητοι: α) δεν ανέγνωσαν, όπως όφειλαν, τα έγγραφα που υπέγραψαν για να επενδύσουν στα ΜΑΕΚ, ούτε τους έγγραφους όρους των εν λόγω προϊόντων οι οποίοι είχαν τεθεί υπόψη τους και β) μετά τη λήψη σχετικών ενημερώσεων (statements) των επενδυτικών χαρτοφυλακίων τους, από τις οποίες προέκυπτε ότι δεν είχαν προθεσμιακές καταθέσεις, δεν έσπευσαν να ρευστοποιήσουν τα ΜΑΕΚ στη χρηματιστηριακή αγορά, στην τιμή που αυτά είχαν τότε, εισπράττοντας το τίμημα της πώλησης και περιορίζοντας αντίστοιχα τη ζημία τους. Η παραπάνω ένσταση είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη και ως προς τα δύο σκέλη της. Συγκεκριμένα, ως προς το πρώτο σκέλος της, είναι απορριπτέα επειδή, υπό τις παραπάνω αναλυτικά περιγραφόμενες συνθήκες προσέγγισης και παραπλάνησης των 2ου έως και 7ου των εφεσιβλήτων, εκ μέρους της εκκαλούσας, να προβούν στις επίδικες επενδύσεις, δεν νοείται, ούτε άλλωστε προέκυψε, η συνδρομή συντρέχοντας πταίσματος αυτών. Εξάλλου οι τελευταίοι, για να επενδύσουν στα ΜΑΕΚ ακολούθησαν τις επενδυτικές συμβουλές της ίδιας της εκκαλούσας και δεν είναι δυνατόν να καταλογίζεται από αυτήν στους εφεσιβλήτους ότι δεν έλεγξαν την ορθότητα των δικών της συμβουλών. Επιπλέον, όπως επίσης έχει αναπτυχθεί ανωτέρω, στους εφεσίβλητους αυτούς δεν τέθηκε υπόψη το περιεχόμενο του από 5.4.2011 Ενημερωτικού Δελτίου που εξέδωσε η εκκαλούσα, αλλά ακόμη και αν λάμβαναν με κάποιο τρόπο γνώση αυτού, αυτοί, ως συντηρητικοί μέσοι αποταμιευτές – επενδυτές, δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία και τους κινδύνους των ΜΑΕΚ, όταν μάλιστα, στο ίδιο το ενημερωτικό δελτίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα ΜΑΕΚ «αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές…κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει α) να κατέχει τις κατάλληλες γνώσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τους κινδύνους μιας επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου…β) να έχει πρόσβαση στις κατάλληλες γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει, στα πλαίσια της δικής του οικονομικής κατάστασης, μια πιθανή επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου…γ) να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε μόνος του είτε με τη βοήθεια οικονομικού συμβούλου) τα πιθανά σενάρια όσον αφορά την οικονομία, το επιτόκιο και άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επένδυσή του, τη μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε μετοχές και τη δυνατότητά του να αναλάβει τους κινδύνους που απορρέουν…». Περαιτέρω, ως προς το δεύτερο σκέλος της, η ένσταση είναι επίσης απορριπτέα επειδή, μέχρι τον Ιούνιο του 2012, που έγινε η ακύρωση των τόκων των ΜΑΕΚ για το πρώτο εξάμηνο του ίδιου έτους, οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αντιληφθεί τον κίνδυνο του κεφαλαίου τους, μετά δε τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι εφεσίβλητοι συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο αυτόν – πράγμα που επίσης δεν αποδείχθηκε, αφού οι εφεσίβλητοι δεν είχαν ειδικές χρηματοοικονομικές γνώσεις, ούτε διέθεταν ειδικούς νομικούς και χρηματιστηριακούς συμβούλους ώστε να αξιολογούν επαρκώς την πορεία της επένδυσής τους – κάθε απόπειρα εκ μέρους τους για την πώληση των ΜΑΕΚ στη χρηματιστηριακή αγορά, ενόψει του ότι η αξία των τελευταίων είχε σχεδόν μηδενισθεί, θα αποδεικνυόταν ατελέσφορη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με παρόμοια αιτιολογία απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων.
Με τον 8o λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας ως νομικά αβάσιμη την, επικουρικώς προταθείσα, ένστασή της περί συνυπολογισμού στη ζημία των εφεσιβλήτων του κέρδους που οι τελευταίοι είχαν από τη λήψη των τόκων των ΜΑΕΚ για το χρονικό διάστημα από 30.6.2011 έως 30.12.2011, ενώ, εάν ορθώς είχε κρίνει, έπρεπε να αφαιρέσει από τα επιδικαζόμενα ποσά αποζημίωσης τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης εισπραχθέντα από τους εφεσιβλήτους ποσά τόκων. Ωστόσο, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι πράγματι νομικά αβάσιμος, διότι τα παραπάνω ποσά τόκων που έλαβαν οι εφεσίβλητοι δεν συνιστούν κέρδος των εφεσιβλήτων συνδεόμενο με τη ζημία τους, αλλά αποτελούν καρπούς της επένδυσής τους στα παραπάνω επενδυτικά προϊόντα, η οποία σαφώς προέβλεπε συγκεκριμένες απολήψεις. Δηλαδή, οι τόκοι τους οποίους έλαβαν οι εφεσίβλητοι αποτελούσαν μεν κέρδος τους από την κυριότητα των συγκεκριμένων προϊόντων, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προερχόταν από το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου τους λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εκκαλούσας, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου τους στην τελευταία, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με τον προσφορότερο γι’ αυτήν τρόπο, αποδίδοντας στους εφεσιβλήτους τους παραγόμενους τόκους. Σε κάθε περίπτωση, ο συνυπολογισμός των εισπραχθέντων τόκων ως κέρδους στη ζημία των εφεσιβλήτων θα ήταν αντίθετος στην καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες οι εφεσίβλητοι προέβησαν στην αγορά των ένδικων επενδυτικών προϊόντων [βλ. σχετ. ΑΠ 524/2024, ΑΠ 16/2024 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο το οποίο απέρριψε με παρόμοια αιτιολογία την προαναφερόμενη ένσταση της εκκαλούσας δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων.
Τέλος, απορριπτέο ως αβάσιμο τυγχάνει το παραδεκτώς προβαλλόμενο, με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της εκκαλούσας, αίτημα περί επιδείξεως των σε αυτές αναφερομένων εγγράφων (άρθρο 450 ΚΠολΔ) που αφορούν αντίγραφα των ατομικών επενδυτικών μερίδων και αντίγραφα κινήσεων των λογαριασμών αξιών των εναγόντων, αφού τα εν λόγω έγγραφα δεν κρίνονται αναγκαία για τη μόρφωση πλήρους δικανικής πεποίθησης του παρόντος Δικαστηρίου ως προς την πραγματική επενδυτική εμπειρία των εφεσιβλήτων, όπως αυτή περιγράφεται παραπάνω, δεδομένου μάλιστα ότι η φύση, η λειτουργία και οι κίνδυνοι των ΜΑΕΚ δεν θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά με μόνη την εμπειρία από επενδύσεις σε κοινά, απευθυνόμενα σε απλούς μη επαγγελματίες επενδυτές, χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Κατόπιν όλων των παραπάνω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει η τελευταία να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατά ένα μέρος της και μόνο όσον αφορά τον 1o εφεσίβλητο, ν’ απορριφθεί δε ως προς τους λοιπούς εφεσιβλήτους. Περαιτέρω, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο ως προς 1o ενάγοντα και να δικαστεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί ως προς τον ανωτέρω ενάγοντα η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, τόσο κατά το μέρος που έγινε δεκτή η έφεση, ως προς τον 1o εφεσίβλητο, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όσο και κατά το μέρος που απορρίφθηκε η έφεση, ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφισθούν στο σύνολό τους, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στην εκκαλούσα-εναγομένη, λόγω της μερικής νίκης της (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση ως προς τους 2o, 3o, 4η, 5η, 6o και 7o των εφεσιβλήτων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση ως προς τον 1o εφεσίβλητο.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 2017/2023 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) ως προς τον 1o εφεσίβλητο.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της ουσίας την από 6.12.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2013 αγωγή μόνο ως προς τον 1o εφεσίβλητο.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον 1o εφεσίβλητο-ενάγοντα.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα: α) μεταξύ της εκκαλούσας και του 1ου εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και β) μεταξύ της εκκαλούσας και των λοιπών εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου στην εκκαλούσα-εναγομένη.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 4/11/2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: www.dsanet.gr