Απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας (382/2024) σχετικά με ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων – Διαχειριστής Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας, η οποία είναι κατά το τυπικό κριτήριο εμπορική. Ολόκληρη η απόφαση είναι η ακόλουθη:

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

Έδρα Πύργος

ΕΦΕΣΗ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ Ν.3869/2010

Αριθμός Απόφασης 382 /2024

[αριθμός έκθεσης δικογράφου έφεσης -προσδ.συζητ.- ΜΕ ./19.7.2022]

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου έφεσης ./18.7.2022]

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αίτησης ./13.12.2017]

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αίτησης ./04.12.2017]

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Μαρία Γιαμπαστή.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 13 Μαρτίου του έτους 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Των εκκαλούντων : 1) ., κατοίκου συνοικισμού Λαμπετίου του Δήμου Πύργου Ηλείας, ΑΦΜ ., ΔΟΥ Πύργου, και 2) ., κατοίκου συνοικισμού Λαμπετίου του Δήμου Πύργου Ηλείας, ΑΦΜ ., ΔΟΥ Πύργου, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Σταύρου Μαρινόπουλου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 64, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.ΗΛΕΙΑΣ Νο : Η./20.11.2023] και κατέθεσαν νομοτύπως επί της έδρας προτάσεις.

Των εφεσίβλητων : 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αρ.40, και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντίκλητου της εταιρείας με την επωνυμία «GALAXY ΙΙ FUNDING DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK AE», η οποία δεν παραστάθηκε. 2) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)», ως οιονεί καθολικού διαδόχου (άρθρο 51 παρ.1 Ν.4387/2016) του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Ελευθερίας Μπέλτσου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 100, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗΛ Η./13.3.2024] και κατέθεσε νομοτύπως επί της έδρας προτάσεις. 3) Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εκπροσωπούμενου από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ΑΦΜ ., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της [άρθρα 1 παρ.1, 36 παρ.1, 41 παρ.4, 43 Ν. 4389/2016], στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Πύργου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Δικαστικό Πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σπυρίδωνα Πέρρα και κατέθεσε νομοτύπως επί της έδρας προτάσεις.

Οι αιτούντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ο μεν εκκαλών την από 01.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./04.12.2017 αίτηση η δε εκκαλούσα την από 13.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./13.12.2017 αίτηση περί ρύθμισης των οφειλών τους και υπαγωγής τους στις διατάξεις του Ν.3869/2010, την οποία απηύθυναν στο Ειρηνοδικείο Πύργου Ηλείας. Επί των ανωτέρω αιτήσεων εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 149/13.5.2022 απόφαση του ανωτέρω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αμφότερες οι αιτήσεις απορρίφθηκαν ως αβάσιμες κατ’ουσίαν. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης [149/2022] οι αιτούντες άσκησαν την από 18.7.2022 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 34/18.7.2022 και εν συνεχεία προς προσδιορισμό δικάσιμου στη Γραμματεία Μονομελούς [πολιτικών υποθέσεων] του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΕ./19.7.2022. Η συζήτηση της έφεσης προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 11ης.01.2023 και γράφηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό [8]. Κατά τη τελευταία αυτή δικάσιμο [11.01.2023] η υπόθεση αναβλήθηκε στη δικάσιμο της 22.11.2023, ότε αναβλήθηκε στη δικάσιμο της 13.12.2023, ότε εκ νέου αναβλήθηκε στη παρούσα δικάσιμο [13.3.2024] και γράφηκε εκ νέου στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ’αριθμ. .Γ/29.7.2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης έφεσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 11ης Ιανουαρίου του έτους 2023, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στη μη παριστάμενη πρώτη εφεσίβλητη, με επιμέλεια των εκκαλούντων, η οποία επέσπευσε την συζήτηση της έφεσης, καθώς ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των εκκαλούντων, που υπογράφει το εφετήριο, κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ακριβές αντίγραφο του τελευταίου για τον προσδιορισμό δικασίμου [άρθρα 122 παρ.1, 123, 124 παρ.1 και 2, 126 παρ.1 περ.γ, 127 παρ.1, 129 παρ.1, 748 παρ.1,2,4 και 760 ΚΠολΔ]. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, ότε η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, η ανωτέρω πρώτη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία δεν παραστάθηκε. Ενόψει όμως του ότι η εγγραφή της μετ’αναβολής δικασίμου επέχει θέση κλητεύσεως για όλους τους διαδίκους, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της έφεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα [ΚΠολΔ 524 παρ.4, 764 παρ.2). Παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας δεν θα οριστεί, διότι η άσκηση του ένδικου αυτού μέσου δεν προβλέπεται στην προκειμένη περίπτωση (άρθρο 14 του Ν.3869/2010). Σημειωτέον ότι η μη παριστάμενη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία δεν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους εφεσίβλητους, παρά το γεγονός ότι στη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ο δεσμός που συνδέει τους πιστωτές του αιτούντος οφειλέτη, ενόψει του ότι η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους «μετέχοντες στη δίκη» πιστωτές, είναι αυτός της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας (άρθρο 76 παρ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ), καθόσον στην εκούσια δικαιοδοσία, κατά την ορθότερη γνώμη, δεν εφαρμόζεται, όπως στην αμφισβητούμενη, η διάταξη του άρθρου 76 παρ.1 εδάφιο τελευταίο του ΚΠολΔ, κατά την οποία «οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται». Και τούτο διότι η έκταση του επηρεασμού στις έννομες σχέσεις του αιτούντος και των άλλων ενδιαφερομένων είναι διάφορη (Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση του ΚΠολΔ, τ.δ, έκδοση 1996, άρθρο 754 αριθμ. Ια). Ειδικά δε στο Ν. 3869/2010, όπου συντρέχουν αντίθετα συμφέροντα των πιστωτών, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη (ΕιρΛαρ 69/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», όπου παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).

Η υπό κρίση από 18.7.2022 έφεση των ηττηθέντων αιτούντων κατά της υπ’αριθμ. 149/13.5.2022 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, το οποίο συνεκδίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας τις αιτήσεις και την κυρία παρέμβαση αντιμωλία των διαδίκων, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος καθ’ύλην και κατά τόπο αρμόδιου Δικαστηρίου, κατά την ίδια διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας [άρθρα 17 Α, 741 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 Ν.3869/2010]. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./18.7.2022, και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός προθεσμίας δύο [2] ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 13 Μαΐου του έτους 2022, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται σχετική έκθεση επίδοσης της εκκαλουμένης, ούτε προσκομίζεται σχετική έκθεση επίδοσης, ούτε κάτι τέτοιο προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας (άρθρα 14 Ν.3869/2010, 495 αρ.1, 511, 513 παρ.1 περ.β εδ.α, 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Επιπλέον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί το νόμιμο ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 75,00 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. ./18.7.2022 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, όπου γίνεται αναφορά στο υπ’αριθμ. . ηλεκτρονικό e – παράβολο ως εξοφληθέν.

Σημειωτέον ότι, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στην παρ.4 εδ.β του άρθρου 495 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται για την οικονομία της δίκης ο καθένας από τους εκκαλούντες να προκαταβάλει χωριστό παράβολο, όταν μάλιστα η έφεση ασκήθηκε από αυτούς με το ίδιο δικόγραφο, ανεξαρτήτως από το αν οι διάδικοι που εκκαλούν την πρωτόδικη απόφαση συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της απλής, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ή της αναγκαστικής ομοδικίας, αφού ο σκοπός της επιβολής διαφορετικών τελών, όπως είναι και το άνω παράβολο του άρθρου 495 ΚΠολΔ, δεν αποβλέπει σε δημοσιονομικά οφέλη του Δημοσίου, αλλά συνιστά οικονομική υποχρέωση του διαδίκου, ως προϋπόθεση για την αποτροπή αβάσιμων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, σκοπός, ο οποίος όμως ικανοποιείται, σε περίπτωση ομοδικίας, ανεξαρτήτως του είδους αυτής, με την καταβολή ενός και μόνο παράβολου από την ομάδα των ομοδίκων -εκκαλούντων και τούτο διότι διαφορετική ερμηνεία και θεώρηση του ζητήματος (ιδιαιτέρως στην περίπτωση που υπάρχει πολυάριθμη ομοδικία, ενεργητική και παθητική) θα οδηγούσε στην επιβολή δυσβάστακτων οικονομικών προϋποθέσεων για την πρόσβαση ενός πολίτη στη Δικαιοσύνη, συνέπεια η οποία έρχεται σε αντίθεση με το κατοχυρωμένο στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση σε αυτήν, αφού με τέτοιες οικονομικές προϋποθέσεις, ουσιαστικά θα αναιρείτο ο πυρήνας του εν λόγω δικαιώματος [ΕφΒορΑιγ (Μον) 47/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 162/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Σημειωτέον ότι η έφεση της αιτούσας και ήδη εκκαλούσας απαραδέκτως στρέφεται κατά του δεύτερου και του τρίτου των εφεσίβλητων [ΕΦΚΑ και Ελληνικό Δημόσιο] καθώς οι τελευταίοι δεν υπήρξαν διάδικοι στη δίκη επί της αιτήσεως της αιτούσας διότι ως μη πιστωτές της δεν ήταν καθ’ών η αίτηση, δεδομένου ότι η άσκηση της αίτησης σε βάρος όλων των πιστωτών επιβάλλεται από το νόμο, και επιπλέον πρωτοδίκως δεν άσκησαν παρέμβαση, δεν διατάχθηκε [πρωτοδίκως] η κλήτευσή τους ούτε και προσεπικλήθηκαν. Συνεπώς η έφεση της αιτούσας απαραδέκτως στρέφεται κατά του δεύτερου και του τρίτου των εφεσίβλητων.

Οι εκκαλούντες, με τις με αριθμούς ./04.12.2017 και ./13.12.2017 αιτήσεις τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών τους οφειλών προς τις καθών η αίτηση πιστώτριες τους, ζήτησαν να επικυρωθεί το περιεχόμενο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης οφειλών, ως προτείνεται ή ως τροποποιηθεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 Ν.3869/2010, ώστε να αποκτήσει αυτό ισχύ δικαστικού συμβιβασμού, και επικουρικά, σε περίπτωση μη επίτευξης δικαστικού συμβιβασμού, να διαταχθεί η δικαστική ρύθμιση των οφειλών τους για χρονικό διάστημα τριών ετών [άρθρο 8 παρ.2 Ν.3869/2010] και να εξαιρεθούν από την εκποίηση η κινητή και ακίνητη περιουσία τους συμπεριλαμβανομένου για τον ενάγοντα και του ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του αιτούντος κείμενου εντός οικοπέδου ευρισκόμενου εντός του συνοικισμού Λαμπετίου του Δήμου Πύργου Ηλείας, με την έναρξη των καταβολών για τη διάσωση της κύριας κατοικίας μετά τη πάροδο της τριετίας του άρθρου 8, ώστε να του χορηγηθεί περίοδος χάριτος μεταξύ των δύο ρυθμίσεων των άρθρων 8 παρ.2 και 9 παρ.2, καθώς και να αναγνωριστεί ότι με τη τήρηση της ρύθμισης των οφειλών τους θα απαλλαγούν από τα χρέη τους προς τους καθ’ών η αίτηση.

Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’αριθμ. 149/2022 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, η οποία, αφού έκρινε τις αιτήσεις επαρκώς ορισμένες και νόμιμες στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 1,4,6 παρ.3, 8,9, 10 και 11 του Ν.3869/2010, πλην των αιτημάτων περί επικύρωσης του σχεδίου διευθέτησης, περί αναγνώρισης ότι με την τήρηση της ρύθμισης του Δικαστηρίου θα απαλλαγεί από τα χρέη του και περί συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης μεταξύ των διαδίκων, τα οποία απέρριψε ως μη νόμιμα, τις απέρριψε ως προς τον αιτούντα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης καθώς έκρινε ότι ως ταχυδρομικός πράκτορας και διατηρώντας εμπορική επιχείρηση είχε αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα και κατ’ επέκταση την πτωχευτική ικανότητα και ότι όταν απώλεσε την εμπορική ιδιότητα με την διακοπή των εργασιών στην αρμόδια ΔΟΥ Πύργου είχε ήδη παύσει τις πληρωμές του καθώς όφειλε ασφαλιστικές εισφορές, συνολικού ύψους 12.433,55 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του έτους 2013 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2016, ως προς δε την αιτούσα ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης σε σχέση με την κύρια οφειλή, η οποία κρίθηκε ότι φέρει εμπορικό χαρακτήρα.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι αιτούντες και ήδη εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για τον διαλαμβανόμενο σε αυτήν λόγο, ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό να γίνει δεκτή η αίτηση εκάστου εξ αυτών ως ουσιαστικά βάσιμη. Ειδικότερα, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα έκρινε ότι η διενέργεια των εργασιών ταχυμεταφορών ήταν ικανή να του προσδώσει την εμπορική ιδιότητα αν και τα καθαρά εισοδήματά του παραπέμπουν περισσότερο σε μισθωτό παρά σε επιχειρηματία, γεγονός το οποίο προκύπτει και από τη σύμβαση που είχε συνάψει με την εταιρεία ταχυμεταφορών ACS, υπό τις εντολές της οποίας ενεργούσε και όχι ως ανεξάρτητος επιχειρηματίας. Επίσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του έτους 2013 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2016, που δεν κατέβαλε τις οφειλές του στο δεύτερο εφεσίβλητο [e-EFKA], συνέτρεχε λόγος ανωτέρας βίας που δικαιολογούσε τη μη καταβολή, καθότι το τέκνο του αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας που απαιτούσε την οικονομική του συνδρομή, λόγο τον οποίο δεν διέγνωσε η εκκαλουμένη παρά τα τιθέμενα αποδεικτικά στοιχεία. Ισχυρίζεται δε ότι σε κάθε περίπτωση στερείτο της εμπορικής ιδιότητας διότι ήταν διαχειριστής ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας [ΙΚΕ]. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη έκρινε ότι με την παροχή εγγυήσεως στα δάνεια του συζύγου της-καταναλωτικό και στεγαστικό- απέκτησε την εμπορική ιδιότητα, καθώς αυτή δεν ήταν συστηματική και δεν έγινε κατά σύνηθες επάγγελμα αλλά προς ενίσχυση της πιστοληπτικής ικανότητας του συζύγου της χωρίς όμως να προσδοκά συγκεκριμένο άμεσο οικονομικό όφελος.

Επί του λόγου αυτού εφέσεως πρέπει να επισημανθούν τα κάτωθι :

[I] Με το Ν.4072/2012 [ΦΕΚ Α 86] (Μέρος Δεύτερο-άρθρα 43-120) θεσπίστηκε νέα εταιρική μορφή, η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία [ΙΚΕ], η οποία έχει νομική προσωπικότητα και είναι εμπορική ακόμα και εάν ο σκοπός της δεν είναι εμπορικός. Συνεπώς πρόκειται για εμπορική εταιρεία κατά το τυπικό κριτήριο. Ευθύνεται μόνο αυτή με την περιουσία της για τις εταιρικές υποχρεώσεις με εξαίρεση την ευθύνη που αναλαμβάνει πρωτογενώς ο εταίρος με εγγυητικές εισφορές κατά τις διατάξεις των άρθρων 43 παρ.2 και 79. Όσον αφορά τα μέλη της ΙΚΕ, αυτά από μόνο το γεγονός της συμμετοχής τους στην εταιρεία δεν αποκτούν την εμπορική ιδιότητα [Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία, μελέτη δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης epixeireite.duth.gr].

Εμπορικές πράξεις δεν συνιστούν ούτε η κατοχή μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ούτε η άσκηση δραστηριότητας διαχειριστή τέτοιας εταιρείας. Από τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 του Ν. 3190/1955 “περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης”, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1 και 1 παρ. 1 του ίδιου νόμου, σύμφωνα με τις οποίες η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης αποκτά νομική προσωπικότητα αν τηρηθούν οι διατυπώσεις του άρθρου 8, ευθύνεται δε μόνον αυτή με την περιουσία της για τις εταιρικές υποχρεώσεις, προκύπτει, ότι ο εταίρος διαχειριστής της ΕΠΕ, ασχέτως του αριθμού των εταιρικών μεριδίων που κατέχει και της εντεύθεν δυνατότητάς του να κατευθύνει και ρυθμίζει την ζωή της εταιρείας και την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, ενεργεί τις αναγόμενες στο σκοπό της εταιρείας εμπορικές πράξεις, όχι στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό, αλλά στο όνομα και για λογαριασμό του νομικού προσώπου της εταιρείας, επιδιώκοντας να προσπορίσει αμέσως κέρδος σε αυτήν και διακινδυνεύοντας μόνον τη δική της περιουσία.

Συνεπώς η ενέργεια των πράξεων αυτών, εφόσον γίνεται για ξένο λογαριασμό και σε ξένο όνομα, δεν καθιστά τον διαχειριστή της ΕΠΕ έμπορο. Άρα ο εταίρος διαχειριστής της ΕΠΕ δεν γίνεται έμπορος, έστω κι αν κατέχει το μεγαλύτερο μέρος ή και το σύνολο των εταιρικών μεριδίων και μπορεί έτσι να επιδρά στην οικονομική της ζωή, αφού το μεν περιστατικό αυτό δεν συνιστά αντικειμενικώς εμπορική πράξη, οι δε εμπορικές πράξεις που επιχειρεί ως διαχειριστής ενεργούνται όχι στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας (ΑΠ Ολ 5/1996, ΑΠ 805/2019, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr].

Περαιτέρω κριτήρια κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας μονοπρόσωπης εταιρείας που οδηγεί στον παραμερισμό αυτής, έτσι ώστε ο εταίρος να ευθύνεται για τα χρέη της εταιρείας και να αποκτά την εμπορική ιδιότητα, συνιστούν η ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση της εταιρείας, η σύγχυση της εταιρικής περιουσίας με τη περιουσία των εταίρων κατά τρόπο ανεπίδεκτου χωρισμού, η πρόκληση σε τρίτους της εντύπωσης της προσωπικής δράσης και ευθύνης, η έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης της εταιρείας, η χρησιμοποίηση εκ μέρους του μοναδικού εταίρου των ίδιων εγκαταστάσεων, προσωπικού, μηχανισμού [ βλ σχετ. Κορδέλα Ελπινική, διπλωματική εργασία με θέμα «Η Μονοπρόσωπη ΕΠΕ – Ζητήματα ευθύνης μοναδικού εταίρου και περιορισμοί συμμετοχής σε μονοπρόσωπη ΕΠΕ ειδικότερα», εκδ.12/2006, Τμήμα Νομικής, Τομέας Εμπορικού και Οικονομικού Δικαίου, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα ikee.lib.auth.gr, ΑΠ 805/2019 ο.π.].

[ΙΙ]Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του Ν.3869/2010 «φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Ν.3588/2007 (ΠτΚ), πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι και οι ενώσεις προσώπων με νομική προσωπικότητα, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Β.Δ. 19-4/01.5.1835, έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικές και κύριο επάγγελμα έχουν την εμπορία. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι από τη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 αποκλείονται φυσικά πρόσωπα που έχουν πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή οι έμποροι. Κρίσιμο χρονικό σημείο είναι η ύπαρξη ή μη της εμπορικής ιδιότητας κατά τον χρόνο υποβολής από τον οφειλέτη της αίτησης προς το δικαστήριο και όχι η εμπορικότητα ή μη του χρέους. Επομένως, ο οφειλέτης, που κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης είναι έμπορος, δεν μπορεί να υπαγάγει στη ρύθμιση του νόμου αστικά χρέη, που δημιούργησε κατά το παρελθόν, πριν ακόμα αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα. Για τους χαρακτηριζόμενους ως εμπόρους, σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων τους κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (παύση πληρωμών), ισχύουν οι ρυθμίσεις του πτωχευτικού κώδικα και όχι αυτές του Ν.3869/2010. Συνεπώς αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για την εφαρμογή του Ν. 3869/2010 η ιδιότητα του αιτούντος οφειλέτη ως εμπόρου ή μη κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν.3588/2007), η παύση της εμπορίας ή της οικονομικής δραστηριότητας ή ο θάνατος δεν κωλύουν την πτώχευση, εφόσον επήλθαν σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι προϋπόθεση για την πτώχευση εμπόρου που έπαυσε την εμπορία του είναι η παύση της εμπορίας να έγινε μέσα στο χρόνο της παύσεως των πληρωμών του και ο τελευταίος να ανάγεται στο χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε την εμπορική ιδιότητα. Συνεπώς, υπάγονται στο Ν. 3869/2010 και όσοι ήταν έμποροι, έπαψαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα, χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρο 2 παρ. 3 του Πτωχευτικού Κώδικα). Αντιθέτως δεν υπάγονται στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 οι οφειλέτες που κατά τον χρόνο της παύσεως των πληρωμών είχαν την εμπορική ιδιότητα. Εάν έπαυσαν τις πληρωμές όταν ήταν ακόμα έμποροι τότε απορρίπτεται η αίτηση. Δηλαδή, η εμπορική ιδιότητα είτε υφιστάμενη, είτε αναγόμενη στο παρελθόν κατά το χρονικό όμως σημείο κατά το οποίο έπαυσαν οι πληρωμές, είναι η προϋπόθεση που προσδίδει πτωχευτική ικανότητα στο φυσικό πρόσωπο, αποκλείοντας την υπαγωγή του στο πεδίο εφαρμογής του Ν.3869/2010 (ΑΠ 31/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 805/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»,ΑΠ 803/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘεσπ 44/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΣερ 201/2017, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕιρΑμαλ 83/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

[ΙΙΙ] Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΕμπΝ και τη διδασκαλία του εμπορικού δικαίου, έμπορος είναι ο κατά σύνηθες επάγγελμα ασκών εμπορικές πράξεις. Κατά δε το άρθρο 8 παρ. 2 του Διατάγματος περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων ισχύει το τεκμήριο της εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι συναλλαγές που γίνονται από τον έμπορο τεκμαίρεται ότι γίνονται χάριν της εμπορίας του. Ωστόσο οι χαρακτηριζόμενοι ως μικρέμποροι δεν έχουν την εμπορική ιδιότητα και δεν υφίστανται τις αρνητικές συνέπειές της. Τέτοιοι δε θεωρούνται αυτοί για τους οποίους το κέρδος από την άσκηση εμπορικών πράξεων αποτελεί αμοιβή του σωματικού τους μόχθου και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών, όπως υπαίθριοι πωλητές, τεχνίτες, μοδίστρες κ.λ.π. (ΑΠ 756/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 947/1995,Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαμ 4/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΠατρ 1163/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον Ν.3869/2010, έκδοση 2016, άρθρο 1, αρ. 5 επ., σελ. 37 επ., Βενιέρης – Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, αρ. 231 επ., σελ. 123 επ.). Παρά την έλλειψη ρητής διάταξης στο νόμο, με την οποία εξαιρούνται του χαρακτηρισμού τους ως εμπόρων οι μικρέμποροι, εντούτοις γίνεται δεκτό ότι αυτοί υπάγονται στο Ν.3869/2010, όταν δηλαδή η κατά σύνηθες επάγγελμα άσκηση εμπορικών πράξεων συνδέεται προεχόντως και κατά κύριο λόγο με την σωματική τους καταπόνηση και το κέρδος που αποκομίζουν από αυτές αποτελεί αμοιβή της προσωπικής τους εργασίας και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών. Ενδεικτικά δε στοιχεία της ύπαρξης της ιδιότητας του μικρεμπόρου αποτελούν η έλλειψη διάθεσης οργανωμένης επιχείρησης, η μη απασχόληση προσωπικού, η έλλειψη διάθεσης μηχανημάτων ή άλλων εγκαταστάσεων, ο χαμηλός τζίρος. Τον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως μικρέμπορου πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ίδιος ο οφειλέτης (ΜΠΘες/κης 9/2016, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕιρΛαρ 44/2020, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕιρΛαρ 106/2018, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕιρΧαν 101/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

[ΙV] Περαιτέρω η από τα άρθρα 847 επ. του ΑΚ ρυθμιζόμενη σύμβαση εγγύησης είναι καθαυτή αστικού δικαίου σύμβαση, αφού κατά κανόνα παρέχεται χαριστικώς προς εξυπηρέτηση συμφερόντων άλλου. Στην περίπτωση, όμως, που η εγγύηση δίνεται από τον εγγυητή για κερδοσκοπία με αμοιβή ή άλλη χρηματική ωφέλεια ή έχει αυτός οικονομικό συμφέρον από την υπόθεση, για την οποία δόθηκε, η πράξη αυτή είναι εμπορική και μάλιστα ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή. Είναι δηλαδή πράξη αντικειμενικά εμπορική, διότι περιέχει διαμεσολάβηση στην παροχή πίστης για την ανάληψη κινδύνου και κερδοσκοπία, στοιχεία που αποτελούν αντικειμενικά γνωρίσματα χαρακτηρισμού της πράξεως ως εμπορικής κατά το άρθρο 2 του β.δ/τος 2/14.5.1835 «περί της αρμοδιότητος των εμποροδικείων». Επομένως τέτοιες εγγυήσεις, εφόσον παρέχονται κατά σύνηθες επάγγελμα με σκοπό βιοπορισμού, αποτελούν αντικειμενικά εμπορικές πράξεις, που προσδίδουν στον παρέχοντα αυτές την ιδιότητα του εμπόρου κατά το άρθρο 1 του ΕμπΝ (ΑΠ 1692/1998, ΕλλΔνη 40.101, ΑΠ 108/1997, ΕλλΔνη 39.101). Εξάλλου η παροχή τέτοιων εγγυήσεων προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΕμπΝ, στον παρέχοντα αυτές, όταν ασκείται κατά σύνηθες και όχι απαραίτητα κατά κύριο επάγγελμα. Η κτήση δηλαδή της εμπορικής ιδιότητας δεν αποκλείεται από την παράλληλη με αυτές άσκηση και άλλου μη εμπορικού επαγγέλματος ή άλλης ιδιότητας. Η εγγύηση αποτελεί καταρχήν αστική πράξη και παρέχεται χαριστικά για εξυπηρέτηση ξένου συμφέροντος. Αν όμως αυτή δίνεται από τον εγγυητή κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομά του και η οικονομική του επιφάνεια, με την είσπραξη από αυτόν αμοιβής ή άλλης χρηματικής ωφέλειας ή με οποιοδήποτε άλλο, άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος, που αντλείται από τον λόγο για τον οποίο δόθηκε η εγγύηση και με την ανάληψη του σχετικού κινδύνου, τότε αυτή είναι εμπορική πράξη για τον εγγυητή και, μάλιστα, ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή, δηλαδή, αντικειμενικά εμπορική πράξη, κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 β.δ/τος 2/14.5.1835 περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων, διότι συντρέχουν τα προσδιοριστικά στοιχεία της εξ αντικειμένου εμπορικότητας, δηλαδή η διαμεσολάβηση στην παροχή πίστης με την ανάληψη του κινδύνου, προς το σκοπό απόλαυσης οικονομικού οφέλους. Επομένως, η κατά σύνηθες επάγγελμα παροχή τέτοιων εγγυήσεων προσδίδει σ’ αυτόν που τις παρέχει, κατά την έννοια του άρθρου 1 ΕμπΝ, την ιδιότητα του εμπόρου συνεπώς και πτωχευτική ικανότητα. Η μεμονωμένη, συνεπώς, παροχή εγγύησης, έστω και με την κτήση ή προσδοκία κτήσης οφέλους, δεν αρκεί για να προσδώσει στον εγγυητή την ιδιότητα του εμπόρου, αλλά θα πρέπει αυτή να είναι συστηματική και κατά σύνηθες επάγγελμα. Περαιτέρω, συναφώς με τα παραπάνω, θα πρέπει να διακρίνουμε τις περιπτώσεις άξιας προστασίας, δηλαδή τις περιπτώσεις όπου η εγγύηση για τα εμπορικά χρέη του πρωτοφειλέτη παρέχεται από στενό συγγενή αυτού. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις αυτές, όπου επιδρούν διαβρωτικά στη δικαιοπρακτική αυτοδιάθεση του συγγενούς εγγυητή αφενός μεν η έλλειψη πληροφόρησης, λόγω της περιορισμένης διάθεσης αναζήτησής της, αναφορικά με τα επενδυτικά σχέδια του δανειολήπτη, την αξία των εξασφαλίσεων, που αυτός είναι σε θέση να προσφέρει, και τις προοπτικές αποπληρωμής του δανείου εκ μέρους του, αφετέρου δε ο ηθικός εγκλωβισμός αυτού, ο οποίος γνωρίζει ότι η άρνησή του παροχής εγγύησης συνέπεια θα έχει τη ματαίωση χορήγησης του δανείου και την οικονομική καταστροφή του πατέρα ή συζύγου ή αδελφού, θα πρέπει να απαιτείται συχνή επανάληψη παροχής της εγγύησης για να προσδοθεί στον εγγυητή η εμπορική ιδιότητα και να αποκλειστεί από τις προστατευτικές διατάξεις του Ν.3869/2010 (ΑΠ 626/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 805/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 1534/1996 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘες 17753/2012 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 425/2018 ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», όπου περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία, ΕιρΑθ 360/2012 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 74/2016 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

Το δεύτερο εφεσίβλητο, Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-ΕΦΚΑ) πρόβαλε την ένσταση αντισυνταγματικότητας του άρθρου 1 παρ.2 εδ.β Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.1 του άρθρου 1 υποπαρ. Α4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 [ ΦΕΚ Α 94/14.8.2015] και καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 2 της υποπαρ. Α4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος τους, ως προς την ένταξη σε αυτόν των βεβαιωμένων οφειλών στη Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διοίκησης, τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσοδών, τον Τελωνειακό Κώδικα, και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης Κοινωνικής Ασφάλισης καθώς και των ασφαλιστικών οφειλών προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης.

Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι η Πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, επί του μοναδικού λόγου αίτησης αναίρεσης 1) του Ελληνικού Δημοσίου και 2) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με την οποία διώκετο η αναίρεση της εκδοθείσας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας υπ’ αριθμ. 13316/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για ευθεία παραβίαση με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α’ του Ν. 3869/2010 “Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων προσώπων”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 1 του άρθρου 1 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015), με την οποία εντάχθηκαν στο Ν 3869/2010 και οι βεβαιωμένες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, λόγω αντίθεσης της διάταξης αυτής στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, κατόπιν παραπομπής με την υπ’ αριθμ. 357/2021 ομόφωνη απόφαση του Δ’ πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, έκρινε τα ακόλουθα :

Με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: “Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου”. Η αρχή της ισότητας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο αυτό του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις ή σχέσεις ή κατηγορίες προσώπων, να μην τις μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο, είτε με τη μορφή ενός χαριστικού μέτρου ή προνομίου που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την επιβολή μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από γενικότερο κανόνα, εκτός εάν η ιδιαίτερη ρύθμιση υπαγορεύεται από ειδικές περιστάσεις, που τη δικαιολογούν ή επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, δημιουργουμένης διαφορετικά ανισότητας στη νομοθετική μεταχείριση της αυτής κατηγορίας. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά το δικαστικό αυτό έλεγχο, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν την εκδήλως άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες ή την αυθαίρετη εξομοίωση προσώπων που τελούν υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες. Και μπορεί μεν, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τη συνταγματική αρχή της ισότητας, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 7/2018, ΟλΑΠ 4/2012, ΟλΑΠ 24/2006, ΟλΣτΕ 686/2018, ΟλΣτΕ 1286/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος: “Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους”. Η διάταξη αυτή έχει τριπλή σημασία: α) επιβάλλει την εν γένει φορολογική υποχρέωση των Ελλήνων (“συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη”), β) διακηρύσσει τη φορολογική ισότητα (“χωρίς διακρίσεις”) και γ) κατοχυρώνει τη φορολογική δικαιοσύνη (“ανάλογα με τις δυνάμεις τους”). Η φορολογική ισότητα εξειδικεύεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους, σε κάθε περίπτωση, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, κατά την εν λόγω, δηλαδή, συνταγματική αρχή, η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνον εάν και στο βαθμό, που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή της φορολογικής δικαιοσύνης επιβάλλεται η διαμόρφωση του φορολογικού συστήματος κατά τρόπο, που να λαμβάνει υπ’ όψη τις οικονομικές δυνάμεις κάθε φορολογούμενου. Με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α’ και β’ και 2 περ. α’ του Ν 3869/2010 “Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων προσώπων”, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 1 του άρθρου 1 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 και καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή μετά την υπογραφή από τα συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ Β’ του άρθρου 3 του Ν 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015), ορίζεται: “1. Φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για την ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής…2. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου εμπίπτει το σύνολο των οφειλών των προσώπων της παραγράφου 1 προς τους ιδιώτες. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου περιλαμβάνονται επίσης: α) οι βεβαιωμένες οφειλές στην Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) και τον Τελωνειακό Κώδικα, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, β)…και γ)… Τα αναφερόμενα στα στοιχεία α’, β’ και γ’ πρόσωπα, δεν επιτρέπεται να συνιστούν το σύνολο των πιστωτών του αιτούντος και οι οφειλές του προς αυτά υποβάλλονται σε ρύθμιση κατά τον παρόντα νόμο μαζί με τις οφειλές του προς τους ιδιώτες πιστωτές…3…4. Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου οι οφειλές, οι οποίες: είτε α) έχουν αναληφθεί ή βεβαιωθεί το τελευταίο έτος πριν την κατάθεση της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4, είτε β) δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε από τον οφειλέτη με δόλο ή βαρεία αμέλεια, είτε γ) συνίστανται σε διοικητικά πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, είτε δ) αφορούν στην υποχρέωση διατροφής συζύγου ή ανηλίκου τέκνου. Ο περιορισμός του εδαφίου α’ στοιχείο α’ δεν ισχύει όσον αφορά τις οφειλές του εδαφίου β’ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου”. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν 3869/2010 “η δυνατότητα της ρύθμισης, για το φυσικό πρόσωπο, των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά βρίσκει τη νομιμοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει όμως να εξυπηρετεί και ευρύτερα το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα”.Με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. α’ του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 4336/2015, επιτράπηκε η υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του νόμου και η ρύθμιση βεβαιωμένων οφειλών του φυσικού προσώπου προς το Δημόσιο, εφόσον αυτές συντρέχουν με χρέη του έναντι ιδιωτών πιστωτών. Η δυνατότητα υπαγωγής, μαζί με τα χρέη προς τους ιδιώτες πιστωτές, και των χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία αρχικά δεν υπάγονταν στο νόμο, κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο προστατευτικός σκοπός των ρυθμίσεων του Ν 3869/2010, που έδωσε τη δυνατότητα σε υπερχρεωμένους πολίτες, που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφλησή τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτά, εφόσον εξυπηρετήσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με βάση το εισόδημά τους ένα μέρος των χρεών τους. Η μέριμνα για τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρέωσης, είτε αυτή αφορά σε οφειλές προς ιδιώτες, είτε αφορά σε οφειλές προς το Δημόσιο, επιτάσσεται τόσο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, όσο και από την υποχρέωση σεβασμού της αξίας του οφειλέτη ως ανθρώπου. Επομένως, η νέα διάταξη του νόμου, με την οποία υπάγονται στη ρύθμιση του νόμου, πέραν των χρεών προς τους ιδιώτες, και τα χρέη προς το Δημόσιο, υπηρετεί την προστασία της προσωπικότητας των υπερχρεωμένων προσώπων και την οικονομική επανένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο. Ειδικότερα, η κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος προστασία της αξίας του ανθρώπου (προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας), από την οποία αντλεί τη θεμελιώδη σημασία της η αρχή της ισότητας, αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Από τη διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απορρέει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο έχει ως φορέα τον “καθένα”, ενεργοποιείται δε ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης και αποτελεί το ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Από την επανένταξη δε των υπερχρεωμένων πολιτών στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα ωφελείται η κοινωνία και η οικονομία. Αντίθετα, η μη συμπερίληψη και των φορολογικών οφειλών στη ρύθμιση του Ν 3869/2010 δεν ωφελεί ούτε τους ιδιώτες πιστωτές, ούτε το Δημόσιο, αφού είναι ορατός ο κίνδυνος να μην μπορέσει ο υπερχρεωμένος οφειλέτης να εξοφλήσει, αφενός μεν τις με βάση τη δικαστική απόφαση ορισθείσες δόσεις προς τους ιδιώτες πιστωτές, αφετέρου δε τις μη ρυθμισθείσες οφειλές του προς το Δημόσιο. Περαιτέρω, η τροποποιηθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α του Ν. 3869/2010 προϋποθέτει, για τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη προς το Δημόσιο μαζί με τα χρέη του προς ιδιώτες, τη δικαστική διάγνωση για τη χωρίς δόλο μόνιμη αδυναμία πληρωμής των εν γένει ληξιπρόθεσμων οφειλών του, κατόπιν συνεκτίμησης της οικονομικής και περιουσιακής του κατάστασης, ήτοι με κριτήρια, που συνάδουν με τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Στη δικαστική διαδικασία συμμετέχουν όλοι οι πιστωτές, προκειμένου να εκθέσουν τις απόψεις τους, τόσο ως προς την έκταση του περιορισμού, όσο και ως προς τον τρόπο ικανοποίησης των απαιτήσεών τους. Μόνο δε μετά τη συνεπή τήρηση της δικαστικής ρύθμισης των χρεών του επέρχεται απαλλαγή του οφειλέτη, μεταξύ άλλων, και από μέρος των φορολογικών οφειλών του. Άλλωστε, προβλέπονται περιορισμοί στα δυνάμενα να ρυθμιστούν χρέη προς το Δημόσιο, διότι σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 3869/2010 εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του, μεταξύ άλλων, τα χρέη από διοικητικά πρόστιμα (όπως της Εφορίας, της Τροχαίας, της αρμόδιας λιμενικής αρχής κ.ά.) ή από χρηματικές ποινές, οι οποίες επιβάλλονται συνήθως από τα ποινικά δικαστήρια. Επίσης, η νέα διάταξη δεν παραβιάζει την ισότητα των πολιτών στα φορολογικά βάρη, που κατανέμονται σ’ αυτούς ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα, διότι οι φορολογικές υποχρεώσεις των υπερχρεωμένων οφειλετών, δικαίως μεν υπολογίσθηκαν με βάση τη φοροδοτική τους ικανότητα κατά την αντίστοιχη φορολογική χρήση, εντούτοις, εφόσον σε μεταγενέστερο χρόνο διαγνωσθεί δικαστικά, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν 3869/2010 και δη ότι έχουν ήδη περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών τους προς τους ιδιώτες πιστωτές, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, ότι, παρά ταύτα, διατηρούν την προγενέστερη φοροδοτική ικανότητά τους και κατ’ επέκταση ότι έχουν την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσουν στο ακέραιο τις οφειλές τους προς το Δημόσιο, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο όχι μόνο η αξιοπρεπής διαβίωσή τους, αλλά και η εξόφληση των δικαστικά ρυθμισμένων οφειλών τους προς τους ιδιώτες. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει ανόμοια μεταχείριση των υπερχρεωμένων οφειλετών με εκείνους τους φορολογούμενους πολίτες, με τους οποίους είχαν κάποτε την ίδια ή όμοια φοροδοτική ικανότητα, καθόσον αυτή δεν υφίσταται πλέον. Επίσης, το γεγονός ότι εξαιρούνται της ρυθμιστικής εμβέλειας του νόμου οι πολίτες, που έχουν αποκλειστικά χρέη προς το Δημόσιο και όχι και προς ιδιώτες πιστωτές, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα περί μη εφαρμογής του νόμου λόγω αντισυνταγματικότητας στους πολίτες, που πληρούν τις προϋποθέσεις του (ΟλΑΠ 2/2016, ΟλΑΠ 3/2013, ΟλΑΠ 46/2005, ΟλΑΠ 9/2004). Από την άλλη πλευρά, με τη ρύθμιση των οφειλών προς το Δημόσιο, δεν θίγεται η δυνατότητα εξυπηρέτησης δημοσίων σκοπών από την είσπραξη βεβαιωμένων φόρων, διότι οι σχετικές απαιτήσεις του Δημοσίου έναντι των υπερχρεωμένων οφειλετών είναι, σε κάθε περίπτωση, ιδιαιτέρως επισφαλείς, έτσι ώστε η εκ μέρους του Δημοσίου είσπραξη μέρους των απαιτήσεών του μέσω της διαδικασίας του Ν. 3869/2010, συνιστά ένα βέβαιο τρόπο να εισπράξει έσοδα από τις οφειλές αυτές. Συνακολούθως, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α του Ν. 3869/2010, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 1 του άρθρου 1 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, με την οποία προβλέπεται η υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου και των οφειλών των υπερχρεωμένων οφειλετών προς το Ελληνικό Δημόσιο, με συνέπεια τον περιορισμό των σχετικών αξιώσεων του τελευταίου, είναι συμβατή με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, διότι θεσπίσθηκε με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ο δε τιθέμενος περιορισμός των αξιώσεων του Δημοσίου δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους όχι μόνο γενικότερου κοινωνικού, αλλά και δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι την επανένταξη των υπερχρεωμένων πολιτών στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, από την οποία ωφελείται η κοινωνία και η οικονομία, πληροί το αναγκαίο μέτρο προς επίτευξη του απαραίτητου αποτελέσματος, καθώς και το όριο αναλογικότητας σε σχέση με την ανάγκη να τεθεί ο συγκεκριμένος περιορισμός [ ΑΠ (ΟΛ) 4/2023, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].

Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, καθώς και από εκείνα τα έγγραφα, που προσκομίζουν οι διάδικοι άνευ επικλήσεως με τις προτάσεις τους και τα οποία παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη κατά τις διατάξεις των άρθρων 744 και 759 παρ.3 ΚΠολΔ, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως κατά τις διατάξεις αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι εκκαλούντες, εκ των οποίων ο πρώτος γεννήθηκε το έτος 1962 και η δεύτερη γεννήθηκε το έτος 1965, τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, που απεβίωσε στις 03 Μαρτίου του έτους 2016, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών. Οι εκκαλούντες είναι κάτοικοι Δημοτικής Ενότητας Λαμπετίου του Δήμου Πύργου Νομού Ηλείας. Ο εκκαλών στο παρελθόν ήταν ελεύθερος επαγγελματίας με έναρξη εργασιών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Πύργου, ως φυσικό πρόσωπο επιτηδευματίας, στις 31 Δεκεμβρίου του έτους 2012, και με διακοπή εργασιών στις 10 Οκτωβρίου του έτους 2017, με αντικείμενο κύριας δραστηριότητας ταχυμεταφορές εγγράφων και αντικειμένων και δευτερεύουσας δραστηριότητας υπηρεσίες αντιπροσώπου κινητής τηλεφωνίας, που αμείβεται με προμήθεια επί των λογαριασμών των συνδρομητών. Ο εκκαλών ασκούσε την δραστηριότητά του στην πόλη του Πύργου, σε μίσθιο κατάστημα επί της οδού 28ης Οκτωβρίου. Ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι για την διεκπεραίωση των εργασιών της επιχειρήσεώς του δεν χρησιμοποιούσε προσωπικό. Ο ισχυρισμός του αυτός κρίνεται αβάσιμος καθότι λόγω του εύρους των εργασιών της επιχειρήσεώς του, όπως προκύπτει κατά του αναφερόμενους κατωτέρω υψηλούς τζίρους αυτής, είναι αδύνατον να μην απασχολούσε τουλάχιστον ένα άτομο ως προσωπικό και να αρκείτο στη βοήθεια της συζύγου του κατά τις απογευματινές ώρες. Τα δηλωθέντα εισοδήματα των εκκαλούντων καθώς και τα ακαθάριστα έσοδα από την επιχειρηματική δραστηριότητά του εκκαλούντος ανέρχονταν : 1) το φορολογικό έτος 2014, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του εκκαλούντος ανήλθε στο ποσό των 66.900,62 ευρώ (επιχειρηματική δραστηριότητα 66.083,00 ευρώ), το συνολικό δηλωθέν εισόδημα της εκκαλούσας ανήλθε στο ποσό των 10.166,45 ευρώ (μισθωτή εργασία), ενώ τα ακαθάριστα έσοδα του εκκαλούντος από την επιχειρηματική δραστηριότητά του ανήλθαν στο ποσό των 195.269,07 ευρώ, 2) το φορολογικό έτος 2015, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του εκκαλούντος ανήλθε στο ποσό των 77.852,57 ευρώ (επιχειρηματική δραστηριότητα 76.042,46 ευρώ), το συνολικό δηλωθέν εισόδημα της εκκαλούσας ανήλθε στο ποσό των 10.352,59 ευρώ (μισθωτή εργασία), ενώ τα ακαθάριστα έσοδα του εκκαλούντος από την επιχειρηματική δραστηριότητά του ανήλθαν στο ποσό των 206.734,61 ευρώ, 3) το φορολογικό έτος 2016, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του εκκαλούντος ανήλθε στο ποσό των 60.799,15 ευρώ (επιχειρηματική δραστηριότητα 59.934,69 ευρώ), το συνολικό δηλωθέν εισόδημα της εκκαλούσας ανήλθε στο ποσό των 10.380,77 ευρώ (μισθωτή εργασία), ενώ τα ακαθάριστα έσοδα του εκκαλούντος από την επιχειρηματική δραστηριότητά του ανήλθαν στο ποσό των 206.734,61 ευρώ, 4) το φορολογικό έτος 2017, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του εκκαλούντος ανήλθε στο ποσό των 57.647,04 ευρώ (επιχειρηματική δραστηριότητα 57.174,42 ευρώ), το συνολικό δηλωθέν εισόδημα της εκκαλούσας ανήλθε στο ποσό των 10.717,78 ευρώ (μισθωτή εργασία), ενώ τα ακαθάριστα έσοδα του εκκαλούντος από την επιχειρηματική δραστηριότητά του ανήλθαν στο ποσό των 162.157,83 ευρώ, 5) το φορολογικό έτος 2018, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του εκκαλούντος ανήλθε στο ποσό των 739,12 ευρώ, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα της εκκαλούσας ανήλθε στο ποσό των 11.983,90 ευρώ (μισθωτή εργασία), 6) το φορολογικό έτος 2019, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του εκκαλούντος ανήλθε στο ποσό των 2.933,58 ευρώ(μισθωτή εργασία), το συνολικό δηλωθέν εισόδημα της εκκαλούσας ανήλθε στο ποσό των 12.132,91 ευρώ (μισθωτή εργασία), 7) το φορολογικό έτος 2020, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του εκκαλούντος ανήλθε στο ποσό των 5.303,98 ευρώ(μισθωτή εργασία), το συνολικό δηλωθέν εισόδημα της εκκαλούσας ανήλθε στο ποσό των 12.621,23 ευρώ (μισθωτή εργασία), 8) το φορολογικό έτος 2021, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του εκκαλούντος ανήλθε στο ποσό των 5.447,98 ευρώ(μισθωτή εργασία), το συνολικό δηλωθέν εισόδημα της εκκαλούσας ανήλθε στο ποσό των 13.471,93 ευρώ (μισθωτή εργασία). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επιχείρηση του εκκαλούντος είχε υψηλούς τζίρους και δη σε εποχές οικονομικής κρίσης ενώ και το δηλωθέν ετήσιο εισόδημα του εκκαλούντος χαρακτηρίζεται και δη σε εποχές οικονομικής κρίσης ως πολύ υψηλό. Στον κατάλογο των εμπορικών πράξεων του άρθρου 2 του ν.δ. για την αρμοδιότητα των εμποροδικείων περιλαμβάνεται και κάθε πράξη πρακτορείας. Η πρακτορεία ως δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών συνιστά εμπορική πράξη και μάλιστα αντικειμενικά εμπορική. Συνεπώς ο εκκαλών ασκούσε κατά σύνηθες επάγγελμα με αντικείμενο την με αντάλλαγμα ανάληψη υποχρέωσης παροχής στο κοινό κάθε φύσης υπηρεσιών.

Την επαγγελματική αυτή δραστηριότητα του εκκαλούντος, την οποία ασκούσε σταθερά επί πέντε συναπτά έτη και δη στην ίδια επαγγελματική εγκατάσταση, χαρακτηρίζει η ανάλωση κεφαλαίου, για την οργάνωση του χώρου και τον εξοπλισμό του και το ρίσκο για την επιτυχή έκβαση από οικονομικής άποψης του όλου εγχειρήματος. Άλλωστε ο ίδιος ο εκκαλών στην ένδικη αίτηση προσδίδει στον εαυτό του την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία. Σημειωτέον ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο εκκαλών από την φορολογική αρχή αντιμετωπίζεται ως έμπορος. Το στοιχείο αυτό και μόνο δεν αρκεί για να προσδώσει την ιδιότητα του εμπόρου κατά το εμπορικό δίκαιο, καθώς στο φορολογικό δίκαιο η έννοια του εμπόρου είναι ευρύτερη και τούτο διότι κατά το τελευταίο, ανεξάρτητα από τη νομική φύση – εμπορική ή αστική – των επιχειρούμενων πράξεων και την απόκτηση ή όχι κατά το εμπορικό δίκαιο της ιδιότητας του εμπόρου, αρκεί ο φορολογούμενος να έχει έσοδα από τη συστηματική άσκηση οποιουδήποτε κερδοσκοπικού επαγγέλματος, προκειμένου να υποβληθεί στη φορολογία εισοδήματος ως ασκών εμπορική επιχείρηση (βλ. ΜΠΘες/κης 9/2016 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», όπου παραπομπή σε ΓνμδΟλΝΣΚ 90/2008). Στην προκειμένη όμως περίπτωση το στοιχείο αυτό συνεκτιμώμενο με τα λοιπά στοιχεία αποδεικνύει ότι ο εκκαλών μετέρχεται εμπορικές πράξεις κατ’ επάγγελμα έχοντας αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα. Ειδικότερα διατηρούσε οργανωμένη επιχείρηση ταχυμεταφορών με σκοπό το κέρδος, η μακροχρόνια δε αυτή ενασχόλησή του αποτελεί στοιχείο που συνηγορεί υπέρ σταθερού επαγγελματία παροχής υπηρεσιών και όχι βιοπαλαιστή που μετέρχεται ευκαιριακά διάφορα επαγγέλματα προκειμένου να επιβιώσει. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι ανήκει στην κατηγορία των «μικρεμπόρων», για τους οποίους το κέρδος από την άσκηση εμπορικών πράξεων συνιστά αμοιβή για την προσωπική τους εργασία, είναι αβάσιμος κατ’ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί. Αντιθέτως από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και κυρίως από τους μεγάλους τζίρους [ακαθάριστα έσοδα από την επιχειρηματική δραστηριότητα] και το υψηλό ετήσιο εισόδημα αποδείχθηκε ότι είναι έμπορος και όχι μικρέμπορος, που έχει πτωχευτική ικανότητα, και συνεπώς δεν υπάγεται στη ρύθμιση του Ν.3869/2010. Η παραδοχή αυτή του Δικαστηρίου, δηλαδή ότι δεν πρόκειται για μικρέμπορο, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο εκκαλών το έτος 2017 προέβη σε διακοπή εργασιών, καθώς η ζημία αποτελεί σύμφυτο στοιχείο της εμπορικής δραστηριότητας και δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο που καθιστά ένα πρόσωπο έμπορο ή μικρέμπορο, δεδομένου του ότι σε περίπτωση που ο έμπορος περιπέσει σταδιακά σε ζημιογόνες χρήσεις και περιέλθει εν τέλει σε κατάσταση παύσης πληρωμών, εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις περί πτώχευσης, ως συλλογική διαδικασία ικανοποίησης των πιστωτών. Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ.πρωτ../13.10.2017 Βεβαίωση Οφειλών της Δ.Ο.Υ. Πύργου ο εκκαλών είναι οφειλέτης φόρου εισοδήματος νομικού προσώπου ως διαχειριστής της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας (Ι.Κ.Ε.) με την επωνυμία «. ΙΚΕ» από τον 8/2015, τον 4/2016 και τον 7/2016, φόρου προστιθέμενης αξίας από τον 02/2016 στη Δ.Ο.Υ. Πύργου, συνολικού ύψους των οφειλών 228.083,63 ευρώ. Επιπλέον, σύμφωνα με την υπ’αριθμ.πρωτ../14.12.2017 Έκθεση Απόψεων του ΕΦΚΑ, ο εκκαλών ήταν εγγεγραμμένος στα μητρώα του πρώην Ο.Α.Ε.Ε. από την 01η.11.2012 για το επάγγελμα ταχυμεταφορές, το οποίο ασκούσε επί της οδού 28ης Οκτωβρίου αρ.41 στον Πύργο Ηλείας, και οφείλει ασφαλιστικές εισφορές, που αντιστοιχούν στα χρονικά διαστήματα 11/2013 έως 12/2016, συνολικού ύψους στις 31.12.2017 12.433,55 ευρώ. Συνεπώς ο εκκαλών όταν περιήλθε σε παύση πληρωμών είχε την εμπορική ιδιότητα και συνέχιζε κανονικά την εμπορική του δραστηριότητα έως τον Οκτώβριο του έτους 2017, χωρίς να δύναται να χαρακτηριστεί μικρέμπορος. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι από την ανωτέρω βεβαίωση οφειλών προκύπτει ότι ο εκκαλών είχε τουλάχιστον κατά τα αναφερόμενα εκεί χρονικά διαστήματα την ιδιότητα του διαχειριστή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «. ΙΚΕ», γεγονός για το οποίο ο εκκαλών δεν κάνει ουδεμία αναφορά στην ένδικη αίτησή του, παρά μόνο στο δικόγραφο της εφέσεως αναφέρει ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη θεώρησε ότι έχει την εμπορική ιδιότητα λόγω του ότι ήταν διαχειριστής. Πλην όμως ο εκκαλών κανένα στοιχείο δεν προσκόμισε σχετικά με την εταιρεία αυτή και ουδέν προέκυψε από τη διαδικασία στο ακροατήριο. Ο διαχειριστής της ΙΚΕ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, δεν αποκτά εμπορική ιδιότητα από τη συμμετοχή του σε αυτή, μολονότι η εταιρεία είναι εμπορική, εκτός και εάν συντρέχει περίπτωση άρσης της νομικής προσωπικότητας του νομικού προσώπου, εφόσον προς τούτο συντρέχουν ειδικές προϋποθέσεις, όπως αυτές εκτίθενται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, το οποίο δεν προέκυψε εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, η έναρξη το έτος 2012 και η διακοπή το έτος 2017 των εργασιών του εκκαλούντος στην αρμόδια αφορούσε επιτηδευματία φυσικό πρόσωπο. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι ο εκκαλών είναι έμπορος και ως εκ τούτου δεν υπάγεται ως φυσικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και απέρριψε την αίτηση, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθά υπήγαγε αυτές στο Ν. 3869/2010, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εκκαλούντος, ο οποίος προβάλλεται με τον μοναδικό λόγο έφεσης, ως αβάσιμος κατ’ουσίαν. Περαιτέρω η εκκαλούσα εργάζεται ως καθαρίστρια με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε σχολική μονάδα στον Πύργο. Οι μηνιαίες αποδοχές της από την εργασία της αυτή ανέρχονται στο ποσό των 528,03 ευρώ [βλ. την από μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2024 βεβαίωση μισθοδοσίας της εκκαλούσας]. Όπως προκύπτει από το εκκαθαριστικό σημείωμα έτους 2023 το συνολικό ετήσιο δηλωθέν εισόδημα της εκκαλούσας ανερχόταν στο ποσό των 13.332,90 ευρώ και του συζύγου της στο ποσό των 6.076,42 ευρώ. Η ακίνητη περιουσία της εκκαλούσας περιλαμβάνει : α) την κυριότητα ενός αγροτεμαχίου, επιφανείας 3.000 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη θέση «Κόρτος» του συνοικισμού Λαμπετίου της πόλεως του Πύργου και β) την κυριότητα ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 4.500 τ.μ. το οποίο βρίσκεται στη θέση «Κόρτος» του συνοικισμού Λαμπετίου της πόλεως του Πύργου καθώς και γ) την κυριότητα ενός κτίσματος, επιφανείας 20,00 τ.μ., έτους κατασκευής το 1987, κείμενου στην αγροτική περιοχή «Κόρτος» [ βλ. βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης την 01η.01.2023 -Ε9]. Άλλη ακίνητη περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι έχει. Επίσης η εκκαλούσα έχει την κυριότητα του με αριθμό κυκλοφορίας ΗΑΝ-. ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής FIAT PUNTO, έτους έκδοσης της πρώτης άδειας κυκλοφορίας το 2007, κυλινδρισμού κινητήρα 1248. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης ανέλαβε τις κάτωθι δανειακές υποχρεώσεις προς την πρώτη των καθών και ήδη πρώτη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και ειδικότερα : α. δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης στεγαστικού δανείου, στην οποία έχει συμβληθεί ως εγγυήτρια, εκ της οποίας η συνολική οφειλή στις 16.10.2017 ανερχόταν σε 152.615,34€, ήτοι 152.285,66 ευρώ κεφάλαιο, 329,68 ευρώ τόκοι και 0 ευρώ έξοδα, με το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης να ανέρχεται στο ποσό των 87,34 € , β. δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης στεγαστικού δανείου, στην οποία έχει συμβληθεί ως εγγυήτρια, εκ της οποίας η συνολική οφειλή στις 16.10.2017 ανερχόταν σε 54.167,59 €, με το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης να ανέρχεται στο ποσό των 27,31 €, και γ. δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης καταναλωτικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, εκ της οποίας η συνολική οφειλή στις 17.9.2017 ανερχόταν στο ποσό των 6.402,86 €, με το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης να ανέρχεται στο ποσό των 7,37 €. Κατά συνέπεια, οι συνολικές οφειλές της εκκαλούσας προς τις καθ’ών η αίτηση που προέρχονται από την παροχή εγγύησης σε στεγαστικά και καταναλωτικό δάνειο του πιστούχου και πρωτοφειλέτη συζύγου της, κατά την ανωτέρω ημερομηνία ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 213.185,79 €. Τα ανωτέρω χρέη, τόσο αυτά προς τους ανέγγυους όσο και αυτά προς τους ενέγγυους πιστωτές, κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης, με εξαίρεση τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι τον χρόνο έκδοσης της απόφασης (άρθρο 6 παρ.3 Ν.3869/2010). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εκκαλούσα σε διάφορα χρονικά διαστήματα παρείχε προσωπική εγγύηση σε συμβάσεις, που συνήψε ο σύζυγός της με την ανωτέρω πιστώτρια τράπεζα, για την λήψη στεγαστικών δανείων και καταναλωτικού δανείου. Ωστόσο, σύμφωνα και με τα όσα αναλυτικά αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, ενόψει του ότι η σύμβαση εγγύησης είναι καθαυτή σύμβαση αστικού δικαίου, η οποία συνάπτεται για την εξυπηρέτηση ξένου συμφέροντος, λαμβάνει ως πράξη εμπορικό χαρακτήρα μόνο αν δίνεται από τον εγγυητή για κερδοσκοπία με αμοιβή ή έχει αυτός οικονομικό όφελος. Εφόσον δίνεται από τον εγγυητή κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομα του και η οικονομική του επιφάνεια, με την ανάληψη του σχετικού κινδύνου, τότε είναι πράξη εμπορική για τον εγγυητή, και, μάλιστα, ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή, δηλαδή, αντικειμενικά εμπορική πράξη, κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 β.δ/τος 2/14.5.1835 περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων. Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα συμβλήθηκε ως εγγυήτρια σε συμβάσεις δανείων με το ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, τα οποία κατά κύριο λόγο τα μεν δύο στεγαστικά δάνεια προορίζονταν για την ισόγεια κατοικία στον Συνοικισμό Λαμπετίου του Δήμου Πύργου Ηλείας, που περιήλθε στον εκκαλούντα σύζυγό της, δυνάμει του υπ’αριθμ../11.5.1995 συμβολαίου γονικής παροχής ψιλής κυριότητας αστικού ακινήτου της Συμβολαιογράφου Πύργου Ηλείας ., νομίμως μεταγραμμένου, και συνιστά την κύρια κατοικία της εκκαλούσας και του συζύγου της, το δε καταναλωτικό δάνειο χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες νοσηλείας του τέκνου τους. Οι εγγυήσεις αυτές, συνολικά τρείς στον αριθμό, δεν ενείχαν συστηματική επιδίωξη βιοπορισμού από την εκκαλούσα, ούτε παρέχονταν κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που παρείχε το όνομά της και η οικονομική της επιφάνεια, τα οποία άλλωστε δεν υπήρχαν καθότι το μηνιαίο ατομικό εισόδημά της προερχόμενο από την άσκηση του επαγγέλματός της ανέκαθεν ήταν χαμηλό [βλ. σχετ. ανωτέρω προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα] ούτε έχει ιδιαίτερη κατά την αντικειμενική και εμπορική αξία ακίνητη περιουσία. Η εκκαλούσα παρείχε εγγύηση αποκλειστικά και μόνο για τις δανειακές συμβάσεις του συζύγου της, ήτοι σε πρόσωπο που ανήκει στον στενό κύκλο αυτής, με τον οποίο είχε αναπτύξει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, στοιχείο το οποίο συνηγορεί ότι στην ουσία αναγκάστηκε να παρέχει εγγύηση υπό το βάρος της ηθικής υποχρέωσης να στηρίξει οικονομικά τον πιστούχο-πρωτοφειλέτη σύζυγό της, χωρίς να έχει περιθώρια να αρνηθεί να εγγυηθεί, δεδομένου και του ότι, λόγω των ιδιαίτερα δυσμενών συνεπειών της εγγύησης για την περιουσία του εγγυητή, σε περίπτωση αδυναμίας του πρωτοφειλέτη να ανταποκριθεί στις ληξιπρόθεσμες δανειακές τους υποχρεώσεις, ο κύκλος των εγγυητών έχει σημαντικά περιοριστεί στα πρόσωπα του πλέον άμεσα στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του πρωτοφειλέτη και δη στους γονείς, συζύγους, τέκνα, σπανίως δε χορηγείται εγγύηση από αδέρφια. Οι εγγυήσεις της εκκαλούσας έλαβαν χώρα και υπό την παρότρυνση των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία χορηγούν δάνεια στη πλειοψηφία των περιπτώσεων μόνο υπό την προϋπόθεση παροχής εμπράγματης [προσημείωση υποθήκης /υποθήκη] ή προσωπικής ασφάλειας, προς δημιουργία ενός νέου υποκειμένου ενοχής. Με την παροχή των εγγυήσεων η εκκαλούσα δεν επιδίωκε κάποιο άμεσο ή έμμεσο κέρδος, δεδομένου και του ότι η επιχείρηση ταχυμεταφορών του συζύγου της, κατόπιν πενταετούς λειτουργίας ήδη από το έτος 2017 έχει προβεί σε διακοπή εργασιών ενώ πλέον ο σύζυγός της εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος με την ειδικότητα του ταχυδρομικού υπαλλήλου, διανομέα δεμάτων, με καθαρές μηνιαίες αποδοχές ποσού 461,13 ευρώ. Εξάλλου, με την παροχή εγγυήσεων στον σύζυγό της δεν αποδείχθηκε ότι πέτυχε την άνοδο του βιοτικού της επιπέδου ενώ δεν απέκτησε περιουσιακά στοιχεία, καθότι τα δύο αγροτεμάχια, τα οποία αρχικά απέκτησε ο σύζυγός της δυνάμει του υπ’αριθμ../20.02.1984 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, περιήλθαν στην κυριότητά της αιτία δωρεάς από τον τελευταίο, δυνάμει του υπ’αριθμ../25.10.1985 δωρητηρίου συμβολαίου, η δε αντικειμενική τους αξία είναι χαμηλή και δεν αναγράφεται στη πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου Ν.4223/2013. Η ισόγεια οικία, εμβαδού 82,60 τ.μ., που ανακατασκευάστηκε με τα ανωτέρω δύο τραπεζικά στεγαστικά δάνεια, καθότι ανεγέρθηκε το έτος 1967, και συνιστά την κύρια κατοικία της εκκαλούσας και του συζύγου της, δεν αποδείχθηκε ότι είναι ιδιαίτερης κατασκευής, η δε αντικειμενική αξία της είναι χαμηλή ανερχόμενη στο ποσό των 12.955,74 ευρώ [βλ. σχετ. πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου Ν.4223/2013-ΕΝΦΙΑ 2023]ενώ και η εμπορική αξία αυτής δεν διαφοροποιείται σημαντικά. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η παροχή εγγυήσεων από την εκκαλούσα, αν και συνιστά αντικειμενικά εμπορική πράξη, δεν προσέδωσε σε αυτήν την εμπορική ιδιότητα και κατ’επέκταση την πτωχευτική ικανότητα, καθώς δεν ενείχε το στοιχείο της διαμεσολάβησης στην παροχή πίστης με την ανάληψη του κινδύνου προς τον σκοπό οικονομικού οφέλους, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις περί πτώχευσης ως συλλογική διαδικασία ικανοποίησης των απαιτήσεων του δανειστή της, αλλά να μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν.3869/2010. Περαιτέρω το μικρό εισόδημα της εκκαλούσας από την εργασία της, σε συνδυασμό με τη δραστική μείωση κατά τα τελευταία έτη- από το έτος 2017 και εφεξής- του εισοδήματος του συζύγου της συγκρινόμενο με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς την πιστώτρια τράπεζα, οι οποίες το έτος 2017 ανήλθαν στο ποσό των 213.185,79 €, δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση των χρεών της. Η εκκαλούσα διαμένει σε ιδιόκτητη οικία (κυριότητας του συζύγου της) στην Δημοτική Ενότητα Λαμπετίου του Δήμου Πύργου Ηλείας και συνεπώς δεν βαρύνεται με δαπάνη καταβολής μισθώματος παρά μόνο με την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών της οικίας αυτής. Το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των μηνιαίων διατροφικών αναγκών της ίδιας και του συζύγου της, ήτοι διατροφή, ένδυση, είδη ατομικής φροντίδας, λειτουργικά έξοδα κατοικίας, είδη οικιακής κατανάλωσης, μετακινήσεις, δεν υπολείπεται κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη του ιδιαιτέρως αυξημένου κόστους διαβίωσης, του ποσού των οκτακοσίων (800,00€) ευρώ [η εκκαλούσα στην αίτησή της προσδιορίζει τις μηνιαίες διατροφικές ανάγκες της ίδιας και του συζύγου της στο ποσό των 630,00 € μηνιαίως]. Ενόψει των ανωτέρω, η εκκαλούσα έχει περιέλθει σε γενική και μόνιμη αδυναμία να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις και στις συνεπεία αυτών οφειλές της, ενόψει και του ύψους αυτών και της συνεχούς επιβάρυνσης τους με τόκους υπερημερίας. Η οικονομική δυσχέρεια της εκκαλούσας επιτείνεται με την συνεχή αύξηση του κόστους διαβίωσης, ιδίως με την αύξηση των τιμολογίων ΔΕΚΟ, με αποτέλεσμα τις αυξημένες λειτουργικές δαπάνες της οικίας, την επιβολή έκτακτων φόρων, την διατήρηση των τιμών βασικών καταναλωτικών αγαθών σε τιμές μη ανταποκρινόμενες στο εισόδημα των καταναλωτών. Η αδυναμία της εκκαλούσας να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις είναι γενική καθώς αδυνατεί να καλύψει το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων της και τα έξοδα διαβιώσεώς της και μόνιμη επειδή δεν αναμένεται αύξηση του εισοδήματός της κατά το προσεχές μέλλον ενόψει της ηλικίας της και του ότι τυγχάνει μισθωτός και όχι ελεύθερος επαγγελματίας. Συνεπώς συντρέχει στη προκειμένη περίπτωση πραγματική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της και πρέπει να υπαχθεί στη ρύθμιση του Ν.3869/2010. Η εκκαλουμένη, η οποία κρίνοντας ότι η εκκαλούσα λόγω του εμπορικού χαρακτήρα της κύριας οφειλής της και του ότι ο πρωτοφειλέτης τυγχάνει έμπορος απέρριψε την αίτηση λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικότερα η διαδικασία του Ν.3869/2010 είναι έντονα προσωποπαγής, τόσο ως προς τις προϋποθέσεις όσο και ως προς τις συνέπειες υπαγωγής στις διατάξεις του. Ο οφειλέτης υπάγεται στη διαδικασία του Ν.3869/2010 και όχι οι απαιτήσεις του. Συνεπώς, κατά τη ρύθμιση του άρθρου 12 του Ν.3869/2010, οι πιστωτές διατηρούν τα δικαιώματά τους κατά του εγγυητή ή του συνοφειλέτη ακόμα και μετά τη ρύθμιση των χρεών του πρωτοφειλέτη ή ενός εκ των συνοφειλετών ή την απαλλαγή τους από αυτά καθώς η ρύθμιση και η απαλλαγή ενεργούν υποκειμενικά και όχι αντικειμενικά. Η υποχρέωση επίδοσης της αίτησης στον εγγυητή κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 Ν. 3869/2010 δεν αναιρεί τις ανωτέρω διαπιστώσεις, η οποία [επίδοση] εξυπηρετεί στο να παραστεί ο εγγυητής ως διάδικος στη διαδικασία και να εισφέρει τις γνώσεις του ενημερώνοντας τους άλλους διαδίκους ή να ενημερωθεί για τις συνέπειες των ενεργειών του οφειλέτη και να αποπληρώσει το χρέος. Ο εγγυητής, όπως και ο συνοφειλέτης, μπορεί να καταθέσει αυτοτελώς αίτηση προκειμένου να υπαχθεί στη ρύθμιση του Ν.3869/2010, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις. Κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 12 του Ν.3869/2010, τα ποσά που θα καταβάλλει ο εγγυητής ή ο συνοφειλέτης δεν αναζητούνται από τον οφειλέτη που έχει υπαχθεί στις ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου μέσω αναγωγής. Η διάταξη του άρθρου 12 του Ν.3869/2010, σύμφωνα με το οποίο τα δικαιώματα των πιστωτών δεν θίγονται έναντι του εγγυητή, συνιστά σημαντική απόκλιση από τη διάταξη του άρθρου 851 ΑΚ. Ο εγγυητής, που επιδιώκει την προστασία του, πρέπει αυτοτελώς να κινηθεί δικαστικώς και να επιδιώξει την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν.3869/2010 καθώς δεν επωφελείται από την υπαγωγή σε αυτόν του πρωτοφειλέτη. Εάν ο εγγυητής περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών των δικών του ληξιπρόθεσμων χρεών, τότε ανεξαρτήτως της κατάστασης του οφειλέτη και της επιθυμίας του να υπαχθεί στη διαδικασία, ο εγγυητής δικαιούται να θέσει σε κίνηση την διαδικασία υπαγωγής του Ν.3869/2010 [Βενέρης Ι.- Κατσάς Θ., Εφαρμογή του Ν.3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, εκδ. 3η, σελ. 732 – 739]. Ο εγγυητής ευθύνεται για το αρχικώς συμφωνημένο από τον πρωτοφειλέτη χρέος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επακολουθήσασα μείωσή του κατ’εφαρμογή του άρθρου 8 του Ν.3869/2010. Ωστόσο τη διαφορά αυτή ο εγγυητής, που κατέβαλε, δεν δύναται να την αξιώσει από τον πρωτοφειλέτη λόγω της διάταξης του άρθρου 12 του Ν.3869/2010 [Κρητικός Αθ. Ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, εκδ.4η, 2016, άρθρο 12 αρ.1-5, σελ. 496-497]. Η διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 ΚΠολΔ, που προβλέπει την υποχρέωση του αιτούντος από τον δικαστή να επιδώσει την αίτηση σε συγκεκριμένο πρόσωπο, συνιστά την κύρια περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο πέραν του αιτούντος καθίσταται άνευ ετέρου διάδικος, χωρίς να απαιτείται κάποια περαιτέρω ενέργεια για τη συμμετοχή του στη διαδικασία, όπως η άσκηση παρέμβασης. Με τη διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 ΚΠολΔ προσομοιάζει η διάταξη του άρθρου 5 περί επίδοσης της αίτησης στους πιστωτές και στους εγγυητές, με τη διαφορά ότι η υποχρέωση προς επίδοση τάσσεται στην πρώτη περίπτωση από τον δικαστή ενώ στην δεύτερη περίπτωση από το νόμο [Βενέρης Ι.- Κατσάς Θ. ο.π. (-Βενέρης),§§ 686, 687 σελ. 320-321, Τυρίδη Μ. Διπλωματική Εργασία με θέμα «Τα Δικονομικά Ζητήματα του Ν.3869/2010», 2018, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ ΠΜΣ Πολιτική Δικονομία, σελ.48-49, δημοσιευμένη στο διαδίκτυο]. Συνεπώς η κρινόμενη έφεση, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου της, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν όσον αφορά την εκκαλούσα, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα και αφού κρατηθεί η υπόθεση να δικαστεί εκ νέου η αίτηση στην ουσία της από το παρόν Δικαστήριο [άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ].

Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αίτηση τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, καθώς από την επισκόπηση του δικογράφου της προκύπτει ότι εκτίθενται σε αυτή όλα τα απαραίτητα στοιχεία, που διαλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 και 4 παρ.1 του Ν. 3869/2010 σε συνδυασμό με τα άρθρα 118, 216, 757 ΚΠολΔ, ως ελάχιστο περιεχόμενο της αίτησης, που αποτελεί καταρχήν και το όριο ελέγχου πληρότητας της αίτησης, ήτοι : α) μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της αιτούσας, ως φυσικού προσώπου που στερείται πτωχευτικής ικανότητας, β) κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων της, γ) κατάσταση των πιστωτών και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών και δ) αίτημα ρύθμισης αυτών με σκοπό τη προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή της. Αντιθέτως, για το ορισμένο της αίτησης δεν απαιτείται να περιέχονται και άλλα στοιχεία, όπως ο χρόνος κατάρτισης των δανειακών συμβάσεων, η κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων της αιτούσας κατά τον χρόνο δανεισμού της, η αιτία του δανεισμού και οι μηνιαίες δόσεις που κατέβαλε, όπως και το πώς και πότε περιήλθε σε κατάσταση γενικής και μόνιμης αδυναμίας πληρωμών, το ακριβές χρονικό σημείο από το οποίο και εφεξής κατέστη αδύνατο να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις, το μηνιαίο κόστος διαβίωσης της ίδιας και της οικογένειας της, το ύψος των αποδοχών της κατά τον χρόνο σύναψης των δανειακών συμβάσεων, τα οποία δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης, αλλά ζητήματα κρίσης κατόπιν απόδειξης. Επίσης είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1,4,5,8 και 9 Ν.3869/2010, όπως έχει τροποποιηθεί με τις διατάξεις του Ν.4346/2015 (ΦΕΚΑ’ 152/20.11.2015) και των άρθρων 56-68 του Ν.4549/2018 (ΦΕΚΑ’ 105/14.6.2018), οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 68 του ιδίου νόμου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος τους αιτήσεις (14.6.2018, άρθρο 131). Ωστόσο, μη νόμιμα τυγχάνουν τα αιτήματα : α) να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης οφειλών, καθόσον η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης ή η επικύρωση του τροποποιημένου από τους διαδίκους κατ’ άρθρο 7 Ν.3869/2010 σχεδίου, δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης του άρθρου 4 παρ.1 Ν.3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την κατά τα ανωτέρω επίτευξη συμβιβασμού, με απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο από την επικύρωσή του αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού, β) να αναγνωριστεί ότι η αιτούσα με την τήρηση της ρύθμισης θα απαλλαγεί από τα χρέη της, το οποίο τυγχάνει απαράδεκτο, καθόσον η απαλλαγή επέρχεται με τους όρους του άρθρου 11 του Ν.3869/2010 και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής κατά την έναρξη της διαδικασίας ρύθμισης, γ) να απαγορευθεί η εκχώρηση από την καθής των απαιτήσεων της από τις δανειακές συμβάσεις σε αλλοδαπά τραπεζικά ιδρύματα καθώς η ρύθμιση αυτών στα πλαίσια των διατάξεων του Ν.3869/2010, δεν εμποδίζει την εκχώρησή τους, η οποία αποτελεί δικαίωμα των καθών συνυφασμένο με τη διοίκηση της περιουσίας τους, πλην όμως ο εκδοχέας θα δεσμεύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου που δέχεται την αίτηση του οφειλέτη και ρυθμίζει τα χρέη του ως ειδικός διάδοχος που υπεισέρχεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του εκχωρητή (ΑΚ 455, ΚΠολΔ 325), και δ) να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, καθότι κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.6 Ν.3869/2010 στη προκείμενη διαδικασία δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται. Όπως προαναφέρθηκε η αιτούσα έχει περιέλθει σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Τα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας , λόγω της μικρής εμπορικής τους αξίας σε συνδυασμό με τη θέση τους, δεν πρόκειται να προκαλέσουν αγοραστικό ενδιαφέρον, ούτε να αποφέρουν κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτών, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης [αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κ.λπ.] για αυτό και δεν πρέπει να διαταχθεί η κατά το άρθρο 9 παρ.1 του Ν.3869/2010 εκποίησή τους.

Επίσης και το ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο της αιτούσας, ενόψει της παλαιότητάς του και της μικρής εμπορικής του αξίας, δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση, επιπλέον δε συνιστά το μοναδικό μέσο μετακίνησης αυτής.

Η ρύθμιση των οφειλών της αιτούσας θα γίνει κατά πρώτο λόγο με ορισμό μηνιαίων καταβολών απευθείας στην καθής η αίτηση πιστώτρια από τα εισοδήματά της, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, από τις οποίες καταβολές οι απαιτήσεις της τελευταίας θα ικανοποιηθούν συμμέτρως (άρθρο 8 παρ.2 Ν.3869/2010). Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα γίνεται εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από τον δεύτερο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας. Σημειωτέον ότι στο Ν. 4549/2018 δεν περιελήφθη διάταξη για τη διάρκεια της ρύθμισης, οπότε εφαρμόζονται οι προ αυτού ισχύουσες ρυθμίσεις. Έτσι για τις αιτήσεις που κατατέθηκαν υπό το Ν.4161/2013, που καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς προγενέστερες του αιτήσεις, η διάρκεια της ρύθμισης ορίζεται σε τρία έως πέντε έτη, για δε τις αιτήσεις που κατατέθηκαν μετά το Ν. 4336/2015, ήτοι μετά τις 15.8.2015, όπως εν προκειμένω, η διάρκεια της ρύθμισης ορίστηκε σε τρία έτη. Το συνολικό προς διάθεση από την αιτούσα ποσό ανέρχεται σε εκατό ευρώ [ 100,00 €] μηνιαίως, το οποίο είναι σε θέση να καταβάλει λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων της. Με την από 04.11.2020 προσωρινή διαταγή του Ειρηνοδίκη Πύργου Ηλείας η αιτούσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ανωτέρω πιστώτριά της ανώνυμη τραπεζική εταιρεία το ποσό των 40,00 € μηνιαίως. Πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι η αιτούσα πράγματι κατέβαλε τις δόσεις αυτές και σε καταφατική περίπτωση το ύψος του ποσού που κατέβαλε ώστε το συνολικό ποσό των δόσεων που καταβλήθηκαν να αφαιρεθεί από το συνολικό ποσό των δόσεων κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.2 Ν.3869/2010 καθώς δεν προσκομίστηκαν σχετικά αποδεικτικά καταβολής. Από το ποσό των 100,00 ευρώ, που πρέπει να καταβάλει η αιτούσα στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ.2 αναλογούν στις οφειλές της τα ακόλουθα ποσά και συγκεκριμένα στη πρώτη καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» για την οφειλή : α) από τη με αριθμό . σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 152.615,34 ευρώ, (152.615,34 € x 100,00 € /213.185,79 € €) 71,57 ευρώ, β) από τη με αριθμό . σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 54.167,59 ευρώ, (54.167,59 € x 100,00 € / 213.185,79 €) 25,45 ευρώ, γ) από τη με αριθμό . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ποσού 6.402,86 ευρώ, (6.402,86 € x 100,00 € / 213.185,79 €) 3,00 ευρώ.

Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί όσον αφορά τον εκκαλούντα ως αβάσιμη κατ’ουσίαν, να απορριφθεί όσον αφορά την εκκαλούσα ως απαράδεκτη ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εφεσίβλητων, να γίνει δεκτή όσον αφορά την εκκαλούσα ως βάσιμη κατ’ουσίαν ως προς την πρώτη εφεσίβλητη και να εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την αιτούσα [α.κ.δ. ./13.12.2017 αίτηση]. Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί και δικαστεί η ένδικη υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά το άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ, ως προς τη με α.κ.δ. ./13.12.2017 αίτηση, πρέπει η αίτηση αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν και να ρυθμιστούν οι οφειλές της αιτούσας προς την καθ’ής η αίτηση πιστώτρια της ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας του συνασκήσαντος του ενδίκου μέσου ομόδικου της (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, Απαλαγάκη Χ-Σταματόπουλος Στ., Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τομ.2ος, έκδ.2022, (-Ευθυμίου Χ. ), υπό άρθρο 495, σελ.1631] ενώ δεν πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της πρώτης των εφεσίβλητων, διότι η παρούσα δεν υπόκειται στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3869/2010.Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται κατά το άρθρο 8 παρ.6 εδ.β του Ν. 3869/2010, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 18.7.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./18.7.2022 [α.κ.δ. ΜΕ ./19.7.2022] έφεση κατά της υπ’αριθμ.149/2022 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση, εκτός από το μέρος, που όσον αφορά την εκκαλούσα στρέφεται κατά του δεύτερου και του τρίτου των εφεσίβλητων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν την έφεση ως προς τον εκκαλούντα.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ουσίαν την έφεση ως προς την εκκαλούσα ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου της εφέσεως, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της έφεσης, στο Δημόσιο Ταμείο.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την υπ’ αριθμ. 149/13.5.2022 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας κατά το μέρος που έκρινε την από 13.12.2017 [α.κ.δ. ./13.12.2017] αίτηση.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει στην ουσία την από 13.12.2017 [α.κ.δ. ./13.12.2017] αίτηση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας προς την καθής η αίτηση πιστώτρια ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ορίζοντας μηνιαίες καταβολές, ποσού εκατό ευρώ (100,00 €) εκάστη, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, άλλως τριάντα έξι (36) μηνών, αρχής γενομένης από τον δεύτερο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας, ως εξής : για την οφειλή α) από τη με αριθμό . σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 152.615,34 ευρώ, (152.615,34 € x 100,00 € /213.185,79 € €) 71,57 ευρώ, β) από τη με αριθμό . σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 54.167,59 ευρώ, (54.167,59 € x 100,00 € / 213.185,79 €) 25,45 ευρώ, γ) από τη με αριθμό . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ποσού 6.402,86 ευρώ, (6.402,86 € x 100,00 € / 213.185,79 €) 3,00 ευρώ.

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης τα κάτωθι περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας: α) την κυριότητα ενός αγροτεμαχίου, επιφανείας 3.000 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη θέση «Κόρτος» του συνοικισμού [δημοτική ενότητα] Λαμπετίου του Δήμου Πύργου Ηλείας, β) την κυριότητα ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 4.500 τ.μ. το οποίο βρίσκεται στη θέση «Κόρτος» του συνοικισμού [δημοτική ενότητα] Λαμπετίου του Δήμου Πύργου Ηλείας καθώς και γ) την κυριότητα ενός κτίσματος, επιφανείας 20,00 τ.μ., έτους κατασκευής το 1987, κείμενου στην αγροτική περιοχή «Κόρτος», γ) την κυριότητα του με αριθμό κυκλοφορίας ΗΑΝ-. ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής FIAT PUNTO, έτους έκδοσης της πρώτης άδειας κυκλοφορίας το 2007, κυλινδρισμού κινητήρα 1248.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 12 Νοεμβρίου του έτους 2024.

             Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πύργο Ηλείας, στις 12 Νοεμβρίου του έτους 2024,με διαφορετική σύνθεση αποτελούμενη από το Δικαστή Γεώργιο Καραβίδα-Πρωτοδίκη, λόγω μετάθεσης της Δικαστή Βασιλικής Ρέππα, Πρωτοδίκη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή: www.dsanet.gr