Παραβίαση του άρθρου 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) διαπίστωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σε υπόθεση που αφορά σε καταδίκη διακινητή για μαστροπεία και όχι για το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων. Όπως αναφέρει η απόφαση του ΕΔΔΑ, η υπόθεση αφορά σε γυναίκα Ρομά, η οποία κατήγγειλε ότι υπήρξε θύμα διακίνησης το 2010 από τη Σλοβακία στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου εργάστηκε – λόγω ανάγκης – ως ιερόδουλη για τουλάχιστον ένα έτος. Στη συνέχεια, ένα άτομο καταδικάστηκε για μαστροπεία. Ωστόσο, όπως έκρινε το ΕΔΔΑ, οι κρατικές αρχές της Σλοβακίας είχαν περιορίσει τις προσπάθειές τους να εξακριβώσουν τα πραγματικά περιστατικά σε εκείνα που είχαν σχέση με την αξιολόγηση των πράξεων του δράστη ως μαστροπεία, χωρίς να ερευνήσουν επαρκώς την τυχόν διάπραξη του αδικήματος της εμπορίας ανθρώπων.
Η περίληψη της απόφασης (B.B. κατά Σλοβακίας της 24.10.2024, προσφυγή αριθ. 48587/21), αναφέρει:
«Η προσφεύγουσα, μια γυναίκα Ρομά, κατήγγειλε ότι υπήρξε θύμα διακίνησης το 2010 από τη Σλοβακία στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου εργάστηκε – λόγω ανάγκης – ως ιερόδουλη για τουλάχιστον ένα έτος. Στη συνέχεια, ένα άτομο καταδικάστηκε για μαστροπεία.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι κρατικές αρχές είχαν περιορίσει τις προσπάθειές τους να εξακριβώσουν τα πραγματικά περιστατικά σε εκείνα που είχαν σχέση με την αξιολόγηση των πράξεων του δράστη ως μαστροπεία, χωρίς να ερευνήσουν επαρκώς την τυχόν διάπραξη του αδικήματος της εμπορίας ανθρώπων.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου τα αποδεικτικά στοιχεία έδειχναν ότι οι αρχές απέφυγαν συνειδητά να ερευνήσουν την κατηγορία για εμπορία ανθρώπων και περιόρισαν τις προσπάθειές τους στην εξέταση της κατηγορίας για μαστροπεία. Επισημαίνεται ότι το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων ήταν σαφώς βαρύτερο από αυτό της μαστροπείας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ποινική διαδικασία στη Σλοβακία ήταν σημαντικά ελαττωματική όσον αφορά την αντιμετώπιση από τις αρχές των κατηγοριών κατά του φερόμενου ως διακινητή της προσφεύγουσας και διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 4.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιδίκασε 26.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 15.000 ευρώ για έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, B.B., είναι υπήκοος της Σλοβακίας η οποία γεννήθηκε το 1990 και ζει στην Banská Bystica (Σλοβακία). Έχει Ρομά εθνικότητα.
Η B.B. ανατράφηκε αρχικά υπό κρατική φροντίδα. Στη συνέχεια μετακόμισε σε οικογένεια, για την οποία εργαζόταν ως υπηρετικό προσωπικό και αναγκάστηκε να παντρευτεί τον γιο της οικογένειας στην οποία εργάζονταν. Απέκτησε ένα παιδί, το οποίο τέθηκε υπό κρατική φροντίδα. Στη συνέχεια έμεινε άστεγη.
Το 2010 ο Υ. κανόνισε να μεταφερθεί η προσφεύγουσα στο Ηνωμένο Βασίλειο για να εργαστεί ως ιερόδουλη. Εργάστηκε εκεί για ένα χρόνο, δίνοντας στον Υ. όλα τα κέρδη της και διαχειριζόμενη το νοικοκυριό του. Η προσφεύγουσα τέθηκε τελικά υπό τη φροντίδα κοινωνικής υπηρεσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επέστρεψε στη Σλοβακία το 2012 στο πλαίσιο ενός προγράμματος για την υποστήριξη και προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, και κατά την άφιξή της καταγράφηκε από μια φιλανθρωπική οργάνωση που υποστηρίζεται από το κράτος (Charita) ως θύμα εμπορίας ανθρώπων. Στη συνέχεια η Κυβέρνηση ενημέρωσε τη φιλανθρωπική οργάνωση ότι ο καταγγελθείς Υ. είχε κατηγορηθεί για μαστροπεία (αντί για εμπορία ανθρώπων).
Τον Ιούνιο του 2012 η προσφεύγουσα άρχισε να λαμβάνει θεραπεία για σχιζοφρένεια. Η Charita έστειλε πληροφορίες στην αστυνομία σχετικά με την προσφεύγουσα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η αστυνομία της Banská Bystrica σημείωσε ανησυχίες για εμπορία ανθρώπων, αλλά οι αστυνομικές αρχές στο Humenné, το οποίο είχε δικαιοδοσία, αντιμετώπισαν το αδίκημα σε βάρος της προσφεύγουσας ως μαστροπεία και τελικά ασκήθηκε ποινική στον Υ. για το αδίκημα αυτό.
Τον Μάιο του 2013 οι αρχές έλαβαν μια αναφορά από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου η οποία ερμηνεύτηκε ότι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα είχε πέσει θύμα εμπορίας ανθρώπων.
Ο Υ. παραπέμφθηκε τελικά για μαστροπεία το 2013 και αρχικά αθωώθηκε, αλλά η απόφαση εφεσιβλήθηκε. Στις 30 Νοεμβρίου 2015 κρίθηκε ένοχος σύμφωνα με την κατηγορία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους, με αναστολή. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο, το οποίο σημείωσε ότι μόνο η εισαγγελική αρχή μπορούσε κανονικά να ασκήσει έφεση για να επιτρέψει να εξεταστούν οι πράξεις του Υ. σύμφωνα με την εμπορία ανθρώπων και όχι τη μαστροπεία.
Τον Ιούνιο του 2017 ο Υπουργός Δικαιοσύνης άσκησε αναίρεση εξ ονόματος της προσφεύγουσας. Η αναίρεση κηρύχθηκε απαράδεκτη από το Ανώτατο Δικαστήριο τον Ιούνιο του 2018.
Δύο συνταγματικές προσφυγές που υπέβαλε η προσφεύγουσα δεν επέφεραν αποτέλεσμα, η πρώτη απορρίφθηκε ως πρόωρη και η δεύτερη ως απαράδεκτη από το Συνταγματικό Δικαστήριο τον Μάιο του 2021.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 4
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εθνική και διεθνής εμπορία ανθρώπων, ανεξαρτήτως αν συνδέεται ή όχι με το οργανωμένο έγκλημα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ. Τα κράτη έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι καταστάσεις πιθανής εμπορίας ανθρώπων διερευνώνται όταν υπάρχει βάσιμη υποψία ότι τα δικαιώματα ενός ατόμου που αναφέρονται στο άρθρο 4 παραβιάζονται. Αυτό δεν σήμαινε απόλυτο δικαίωμα να επιτευχθεί ποινική δίωξη ή καταδίκη, αλλά υποχρέωση να κινηθεί και να διεξαχθεί έρευνα ικανή να οδηγήσει στην εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και να εντοπιστούν και – αν χρειάζεται – να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι.
Στην προκειμένη περίπτωση, υπήρχε βάσιμη υποψία ότι η προσφεύγουσα είχε πέσει θύμα εμπορίας. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε, ειδικότερα, στον ισχυρισμό της ότι ο Υ. είχε φροντίσει για τη μεταφορά της στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να εργαστεί εκεί ως ιερόδουλη και ότι η προσφεύγουσα το αποδέχθηκε, ελλείψει άλλης εναλλακτικής λύσης (γεγονός που ήταν ενδεικτικό της ευαλωτότητάς της και στήριζε τον ισχυρισμό της ότι ο Υ. είχε καταχραστεί την ανάγκη της). Κατά συνέπεια, οι αρχές είχαν την υποχρέωση να εξασφαλίσουν μια αποτελεσματική διερεύνηση του θέματος.
Τα γεγονότα διερευνήθηκαν, αν και στο πλαίσιο του αδικήματος της μαστροπείας, το οποίο επισύρει μικρότερη ποινή από ό,τι του αδικήματος της εμπορίας ανθρώπων. Αυτό έπρεπε να εξεταστεί υπό το πρίσμα της επίμονης κριτικής για την επιεική καταδίκη στη Σλοβακία στον τομέα της εμπορίας ανθρώπων, η οποία υπονομεύει την αποτροπή, την ασφάλεια και, τελικά, την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών της Σλοβακίας για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων. Κατά συνέπεια, δεν αρκούσε να αντιμετωπιστούν οι ενέργειες του Υ. ως ύποπτες για μαστροπεία – ήταν απαραίτητο να εξεταστεί πώς οι σλοβακικές αρχές ανταποκρίθηκαν στην πιθανότητα να συνιστούσαν το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων.
Δεν αμφισβητήθηκε από τα μέρη και το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι οι ενέργειες του Υ. θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εμπορία ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, αν και ήταν σαφές τι ήταν σχετικό με την εκτίμηση αυτή, οι σλοβακικές αρχές δεν είχαν λάβει στοιχεία από την οικογένεια της προσφεύγουσας ή από άλλους μάρτυρες για να διαπιστώσουν την κατάστασή της. Συνολικά, τα αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου έδειχναν ότι οι αρχές απέφυγαν συνειδητά να ερευνήσουν την κατηγορία για εμπορία ανθρώπων και περιόρισαν τις προσπάθειές τους στην εξέταση της κατηγορίας για μαστροπεία. Αυτή η συνολική αποτυχία είχε επιδεινωθεί από τη διάρκεια της δίκης.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ποινική διαδικασία στη Σλοβακία ήταν σημαντικά ελαττωματική όσον αφορά την αντιμετώπιση από τις αρχές των κατηγοριών κατά του φερόμενου ως διακινητή της προσφεύγουσας και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 4.
Άλλα άρθρα
Όσον αφορά την καταγγελία της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 8 ότι την ανέκριναν επανειλημμένα για τραυματικά γεγονότα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι είχε υπόψη του την ευαισθησία από την πλευρά ενός θύματος σεξουαλικού αδικήματος να δίνει στοιχεία για το αδίκημα αυτό. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα δεν είχε προσδιορίσει ούτε σε εθνικό επίπεδο ούτε ενώπιον του ΕΔΔΑ κάποια συγκεκριμένη πτυχή της ανάκρισής της – την αντιπαράθεση με το δράστη, τις ταπεινωτικές ερωτήσεις, την ακρόαση που οργανώθηκε με ακατάλληλο τρόπο κλπ – ως αντιβαίνουσα στο δικαίωμά της στο σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής.
Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε καμία ένδειξη παραβίασης των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας που απορρέει από το άρθρο 8 και έτσι κήρυξε το μέρος αυτό της καταγγελίας ως προδήλως αβάσιμο.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 26.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 15.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες».
Πηγή: www.echrcaselaw.com