Για πολλαπλές παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) καταδικάστηκε η Κύπρος από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Οι καταδίκη αφορά στη σύλληψη από τις κυπριακές αρχές υπηκόων της Συρίας στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μετά τη σύλληψή τους οι υπήκοοι της Συρίας με απόφαση των κυπριακών αρχών επέστρεψαν αμέσως στο Λίβανο, όπου είχαν ήδη περάσει τέσσερα χρόνια σε καταυλισμό προσφύγων αφού είχαν διαφύγει από τη Συρία λόγω του εμφυλίου πολέμου εκεί, της στοχοποίησης αμάχων και της καταστροφής των σπιτιών τους. Οι προσφεύγοντες υποστήριζαν ότι είχαν δηλώσει ότι επιθυμούσαν να ζητήσουν άσυλο στην Κύπρο, ήταν αιτούντες άσυλο και επεστράφησαν στον Λίβανο.Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι κυπριακές αρχές ουσιαστικά επέστρεψαν τους προσφεύγοντες στο Λίβανο χωρίς να εξετάσουν τις αιτήσεις ασύλου τους και χωρίς να γίνουν όλες οι διαδικασίες που απαιτούνται βάσει του νόμου περί προσφύγων.
Η περίληψη της απόφασης που εξέδωσε το ΕΔΔΑ (M.A. και Z.R. κατά Κύπρου της 08.10.2024, προσφ. αριθ. 39090/20) αναφέρει:
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι κυπριακές αρχές συνέλαβαν υπηκόους της Συρίας στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας και τους επέστρεψαν αμέσως στο Λίβανο, όπου είχαν ήδη περάσει τέσσερα χρόνια σε καταυλισμό προσφύγων αφού είχαν διαφύγει από τη Συρία λόγω του εμφυλίου πολέμου εκεί, της στοχοποίησης αμάχων και της καταστροφής των σπιτιών τους. Οι προσφεύγοντες υποστήριζαν ότι είχαν δηλώσει ότι επιθυμούσαν να ζητήσουν άσυλο στην Κύπρο, ήταν αιτούντες άσυλο και επεστράφησαν στον Λίβανο.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι Κυπριακές αρχές ουσιαστικά επέστρεψαν τους προσφεύγοντες στο Λίβανο χωρίς να εξετάσουν τις αιτήσεις ασύλου τους και χωρίς να γίνουν όλες οι διαδικασίες που απαιτούνται βάσει του νόμου περί προσφύγων. Ήταν προφανές από τις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν διενεργήσει καμία αξιολόγηση του κινδύνου έλλειψης πρόσβασης σε αποτελεσματική διαδικασία ασύλου στο Λίβανο ή των συνθηκών διαβίωσης των αιτούντων άσυλο εκεί, και δεν είχαν αξιολογήσει τον κίνδυνο επαναπροώθησης και τη βίαιη επιστροφή των προσφευγόντων σε χώρα όπου ενδέχεται να υποστούν διώξεις. Ούτε είχαν εξετάσει τη συγκεκριμένη κατάσταση των συγκεκριμένων ατόμων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβιάσεις: του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), παραβίαση του άρθρου 4 του 4ου Πρωτοκόλλου (απαγόρευση της συλλογικής απέλασης αλλοδαπών) και παραβίαση του άρθρου 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) σε συνδυασμό με το άρθρο 3 και το άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 22.000 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη και 4.700 ευρώ από κοινού για έξοδα και δαπάνες.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3
Άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, M.A. και Z.R., είναι υπήκοοι της Συρίας που γεννήθηκαν το 1983 στο Idlib της Συρίας και ζουν στο Λίβανο. Είναι ξαδέλφια.
Σύμφωνα με τον M.A. και τον Z.R., την 1η Ιανουαρίου 2016 εγκατέλειψαν το Idlib της Συρίας, λόγω του πολέμου, της στοχοποίησης των αμάχων και της καταστροφής των σπιτιών τους, και πήγαν στο Λίβανο, όπου έμειναν σε καταυλισμούς που διαχειρίζεται το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR). Ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη εκεί, δεν είχαν καμία προοπτική να βρουν εργασία και δεν είχαν δικαίωμα σε βασικά δικαιώματα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους, φοβόντουσαν ότι θα τους έστελναν πίσω στη Συρία, καθώς ο Λίβανος είχε αρχίσει να απομακρύνει τους Σύριους μετά από λαϊκή κατακραυγή κατά των προσφύγων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά από έκρηξη στη Βηρυτό στις 4 Αυγούστου 2020. Ως εκ τούτου, αποφάσισαν να ζητήσουν άσυλο στην Κύπρο.
Πλήρωσαν 2.500 δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD) ο καθένας σε έναν λαθρέμπορο για να τους μεταφέρει εκεί με πλοίο. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου 2020, απέπλευσαν μαζί με μια ομάδα περίπου 30 Σύρων και Λιβανέζων συμπεριλαμβανομένων ασυνόδευτων ανηλίκων. Υπάρχει κάποια ασυμφωνία μεταξύ των πληροφοριών που παρέχονται από τους προσφεύγοντες και εκείνων που παρέχει η Κυβέρνηση σχετικά με το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα.
Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, κατά την άφιξή τους στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το σκάφος τους αναχαιτίστηκε από την κυπριακή ακτοφυλακή ή, σύμφωνα με την Κυβέρνηση, από τη λιμενική και ναυτική αστυνομία. Ένας διερμηνέας ήταν παρών. Δεν τους επιτράπηκε να συνεχίσουν το ταξίδι τους, αλλά τους δόθηκε φαγητό. Ο διερμηνέας τους είπε ότι δεν θα επιτρεπόταν σε κανέναν να εισέλθει στην Κύπρο και ότι θα έπρεπε να επιστρέψουν στον Λίβανο, αλλιώς η αστυνομία θα τους συνόδευε πίσω. Οι προσφεύγοντες είπαν στον διερμηνέα ότι επιθυμούσαν να ζητήσουν άσυλο, εξηγώντας ότι ήταν Σύριοι, το σπίτι τους καταστράφηκε στον πόλεμο και ότι είχαν παιδιά και οικογένειες να φροντίσουν. Οι εξηγήσεις τους αγνοήθηκαν, με το διερμηνέα να δηλώνει ότι υπήρχε ένας νέος νόμος στην Κύπρο βάσει του οποίου οι πρόσφυγες δεν επιτρεπόταν να αποβιβαστούν. Τους πήραν τις ταυτότητές τους.
Το βράδυ της 7 Σεπτεμβρίου 2020, το Δικαστήριο έλαβε αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κανονισμού του Δικαστηρίου από τον δικηγόρο που εκπροσωπεί επί του παρόντος τους προσφεύγοντες, ζητώντας από το Δικαστήριο να εφαρμόσει προσωρινά μέτρα για να εμποδίσει την Κυβέρνηση να επιστρέψει τους προσφεύγοντες στο Λίβανο, καθώς αυτό αντιβαίνει στο διεθνές προσφυγικό δίκαιο λόγω του κινδύνου αλυσιδωτής επαναπροώθησης στη Συρία, και ζητά να τους επιτραπεί να εισέλθουν στην Κύπρο για να ζητήσουν άσυλο. Το επόμενο πρωί, το Δικαστήριο απάντησε ότι χρειαζόταν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα και τις προσωπικές συνθήκες των προσφευγόντων προκειμένου να εξετάσει το αίτημα. Μέχρι να απαντήσει ο δικηγόρος, οι προσφεύγοντες είχαν επιβιβαστεί σε πλοίο το οποίο είχε ήδη αποπλεύσει από το κυπριακό λιμάνι. Την επόμενη ημέρα, η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι οι προσφεύγοντες εισήλθαν στα χωρικά ύδατα της Κύπρου χωρίς άδεια, ότι δεν είχαν ζητήσει διεθνή προστασία, ότι είχαν επιστραφεί στο Λίβανο και ότι δεν δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας στην πρεσβεία και τα προξενεία της Κύπρου στο Λίβανο.
Σύμφωνα με τον M.A. και τον Z.R., στις 8 Σεπτεμβρίου 2020, τους παραπληροφόρησαν ότι θα τους οδηγούσαν στην ξηρά. Αντ’ αυτού, αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν σε ένα άλλο σκάφος, στο οποίο επέβαιναν αστυνομικοί και άλλοι μετανάστες που είχαν επίσης προσπαθήσει να εισέλθουν στην Κύπρο με βάρκα και επίσης επέστρεφαν στο Λίβανο.
Κατά την άφιξή τους στο Λίβανο, παραδόθηκαν στη λιβανέζικη αστυνομία, η οποία τους συνέλαβε και τους ανέκρινε πριν τους αφήσουν να φύγουν. Οι προσφεύγοντες εξακολουθούν να βρίσκονται στο Λίβανο, όπου και οι δύο είναι εγγεγραμμένοι στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Οι άδειες διαμονής τους έχουν λήξει, αλλά δεν μπόρεσαν να τις ανανεώσουν, καθώς τα έγγραφά τους παρακρατήθηκαν από το Γραφείο Γενικής Ασφάλειας όταν επέστρεψαν στο Λίβανο. Δεν έχουν επίσης κανέναν εγγυητή (όπως εργοδότη ή κρατικό/ιδιωτικό ίδρυμα σπουδών) και δεν έχουν τα μέσα να πληρώσουν για την ανανέωσή τους.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 3
Παρόλο που οι προσφεύγοντες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με άμεσες αποδείξεις ότι είχαν εκφράσει την επιθυμία να ζητήσουν άσυλο στην Κύπρο, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αγνοήσει ότι είχαν παραμείνει στη θάλασσα επί δύο ημέρες υπό τον έλεγχο των Κυπριακών αρχών και δεν τους είχε επιτραπεί να αποβιβαστούν για να ζητήσουν άσυλο. Στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Κύπρο δεν είχε δοθεί πρόσβαση στις βάρκες που είχαν «απωθηθεί» κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου και ως εκ τούτου δεν ήταν σε θέση να επαληθευθεί ότι οι επιβάτες είχαν ζητήσει άσυλο.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ασυνέπειες μεταξύ των ημερομηνιών άφιξης και αναχαίτισης που δόθηκαν από την Κυβέρνηση και εκείνων που αναφέρονται στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Παρατήρησε ότι οι πίνακες που παρέσχε η Κυβέρνηση αντικρούουν την άποψή της ότι οι επιβάτες όλων των πλοίων που έφτασαν στην Κύπρο το 2020 και 2021 είχαν τη δυνατότητα να αποβιβαστούν στην Κύπρο και να ζητήσουν άσυλο. Επιπλέον, οι εν λόγω πίνακες δεν περιείχαν καμία καταγραφή του πλοίου με το οποίο είχαν φθάσει οι προσφεύγοντες. Επιπλέον, η Κυβέρνηση δεν προσκόμισε κανένα αρχείο ή άμεσο αποδεικτικό στοιχείο για οποιαδήποτε αλληλεπίδραση με τους προσφεύγοντες.
Το Δικαστήριο σημείωσε τις διάφορες εκθέσεις διεθνών οργανισμών και άλλων φορέων σχετικά με «επαναπροωθήσεις» και συνοπτικές επιστροφές στο Λίβανο ατόμων που είχαν εισέλθει στην Κύπρο παράνομα, χωρίς να έχουν πρόσβαση σε διαδικασία αίτησης ασύλου. Έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αναφέρεται στην αίτηση των προσφευγόντων και των παρατηρήσεων τρίτων ανεξάρτητων οργάνων. Η Κυβέρνηση δεν είχε σχολιάσει την ακρίβεια ή το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο έδωσε αξιοπιστία στην εκδοχή των προσφευγόντων για τα γεγονότα. Η Κυβέρνηση δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο που να αντικρούει τους ισχυρισμούς τους. Υπό αυτό το πρίσμα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι κυπριακές αρχές είχαν ουσιαστικά επιστρέψει τους M.A. και Z.R. στο Λίβανο χωρίς την εξέταση των αιτημάτων ασύλου τους και χωρίς όλα τα βήματα που απαιτούνται βάσει του νόμου περί προσφύγων.
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες είχαν επιστραφεί στο Λίβανο βάσει διμερούς συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Λιβάνου, η οποία προέβλεπε την επαναπροώθηση χωρίς καμία τυπική διαδικασία αναφορικά με άτομα που είχαν εισέλθει παράνομα στην Κύπρο. Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι ο Λίβανος ήταν ασφαλής τρίτη χώρα λόγω των καλών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, της παρουσίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στον Λίβανο και τις υποβολές του Λιβάνου στα όργανα του ΟΗΕ. Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα κράτη δεν μπορούσαν να αποφύγουν τη δική τους ευθύνη επικαλούμενα υποχρεώσεις που απορρέουν από διμερείς συμφωνίες με άλλες χώρες.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες εκείνη τη στιγμή ανέδειξαν διάφορες ελλείψεις στο λιβανέζικο σύστημα ασύλου και στη γενική προστασία των αιτούντων άσυλο, τις οποίες οι κυπριακές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν. Ήταν προφανές από τις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν προβεί σε καμία αξιολόγηση του κινδύνου έλλειψης πρόσβασης σε αποτελεσματική διαδικασία ασύλου στο Λίβανο και δεν είχαν αξιολογήσει τον κίνδυνο επαναπροώθησης ή τις συνθήκες διαβίωσης των αιτούντων άσυλο εκεί. Ως εκ τούτου, η Κύπρος δεν είχε εκπληρώσει τις διαδικαστικές της υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 3 πριν από την απομάκρυνση των προσφευγόντων από την Κύπρο.
Άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η απέλαση μεταναστών και αιτούντων άσυλο είναι «συλλογική» εάν αναγκάζει τους αλλοδαπούς, ως ομάδα, να εγκαταλείψουν μια χώρα, «εκτός εάν το μέτρο αυτό λαμβάνεται βάσει εύλογης και αντικειμενικής εξέτασης της ιδιαίτερης περίπτωσης κάθε μεμονωμένου αλλοδαπού της ομάδας».
Ο σκοπός του άρθρου 4 του 4ου Πρωτοκόλλου είναι συνεπώς να εμποδίσει τα κράτη να απομακρύνουν αλλοδαπούς υπηκόους χωρίς να εξετάζουν την προσωπική τους κατάσταση και χωρίς να τους δίνουν τη δυνατότητα να προβάλουν επιχειρήματα κατά της απέλασης.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, ως θέμα διεθνούς δικαίου, και με την επιφύλαξη των συμβατικών τους υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από τη Σύμβαση, τα συμβαλλόμενα κράτη είχαν το δικαίωμα να ελέγχουν την είσοδο, τη διαμονή και την απομάκρυνση των αλλοδαπών. Το Δικαστήριο επανέλαβε επίσης ότι τα κράτη έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν τις δικές τους μεταναστευτικές πολιτικές, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο διμερών συμφωνιών συνεργασίας ή των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κράτη που αντιμετώπιζαν τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών ή την υποδοχή των αιτούντων άσυλο δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την προσφυγή σε πρακτικές που δεν ήταν συμβατές με τη Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλά της.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η απομάκρυνση των προσφευγόντων από τα κυπριακά χωρικά ύδατα και η αναγκαστική τους επιστροφή τους στο Λίβανο συνιστούσαν «απέλαση» κατά την έννοια του άρθρου 4 του 4ου Πρωτοκόλλου. Παρέμενε να διαπιστωθεί αν η απέλαση αυτή είχε «συλλογικό» χαρακτήρα ή αν οι αποφάσεις απομάκρυνσης είχαν λάβει υπόψη την ειδική κατάσταση των συγκεκριμένων ατόμων.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, εκτός από τα προσωπικά στοιχεία (ονόματα, ημερομηνία γέννησης, ιθαγένεια, ταυτότητα) τα οποία θα μπορούσαν να ανακτηθούν από τις ταυτότητες των προσφευγόντων, η Κυβέρνηση δεν παρέσχε στο Δικαστήριο κανένα άλλο στοιχείο για κάθε μετανάστη, αντίγραφα συνεντεύξεων με τους προσφεύγοντες, ούτε καν αντίγραφα των εντύπων που η Κύπρος θα έπρεπε να έχει συμπληρώσει σύμφωνα με τους όρους της Διμερούς Συμφωνίας πριν επιστρέψει τους προσφεύγοντες στο Λίβανο.
Δεν υπήρχε καμία καταγραφή ότι οι προσφεύγοντες ενημερώθηκαν για τα δικαιώματά τους ή ενημερώθηκαν για τον τρόπο αμφισβήτησης της απόφασης για την απομάκρυνσή τους. Ωστόσο, ήταν σαφές ότι αυτοί, οι οποίοι είχαν παραμείνει στο πλοίο με σκοπό να αποτραπεί η αποβίβασή τους σε κυπριακό έδαφος, δεν είχαν πρόσβαση σε νομικούς συμβούλους, και ότι η επικοινωνία με τους συγγενείς τους, μέσω των οποίων είχαν προσπαθήσει να λάβουν νομική βοήθεια, ήταν εξαιρετικά δύσκολη όσο βρίσκονταν στη θάλασσα. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης την απουσία οποιασδήποτε γραπτής απόφασης, είτε πρόκειται για άρνηση εισόδου είτε για διαταγή απέλασης βάσει του άρθρου 14 ή οποιασδήποτε άλλης διάταξης του νόμου περί αλλοδαπών και μετανάστευσης που να τους ενημερώνει για τους λόγους επιστροφής τους στο Λίβανο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απέλαση τους είχε συλλογικό χαρακτήρα, κατά παράβαση του άρθρου 4 του 4ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Άρθρο 13
Σε απάντηση του επιχειρήματος της Κυβέρνησης ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν ζητήσει άσυλο και δεν είχαν προσφύγει στα εθνικά δικαστήρια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι είχαν εκφράσει την επιθυμία τους να υποβάλουν αίτηση για άσυλο στην Κύπρο και ότι τα ένδικα μέσα που πρότεινε η Κυβέρνηση δεν θα ήταν αποτελεσματικά, δεδομένης της άμεσης επιστροφής τους στο Λίβανο. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της Σύμβασης και του άρθρου 4 του 4ου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε 22.000 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη και 4.700 ευρώ από κοινού για έξοδα και δαπάνες.
Πηγή: www.echrcaselaw.com