Καμία παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία του συνέρχεσθαι (άρθρο 11) από τη επιβολή προστίμου σε διαδηλωτή των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία, δεν διαπίστωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) απορρίπτοντας τη σχετική προσφυγή του. Σύμφωνα με την απόφαση, ο προσφεύγων υποβλήθηκε σε έλεγχο ταυτότητας και του επιβλήθηκε πρόστιμο 150 ευρώ για την συμμετοχή του σε απαγορευμένη διαδήλωση. Προσέβαλε το πρόστιμο και τη νομιμότητα της απαγόρευσης στα γαλλικά δικαστήρια χωρίς επιτυχία.

Η περίληψη της απόφασης αναφέρει:

«Eckert κατά Γαλλίας της 24.10.2024 (αρ. προσφ. 56270/21)

Στις 10 Μαΐου 2019, στο πλαίσιο του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων» (άτομα που ενώθηκαν μέσω διαφόρων κοινών αιτημάτων και που είχαν πραγματοποιήσει συχνές συγκεντρώσεις σε πολλά μέρη από τον Νοέμβριο του 2018), εκδόθηκε διοικητική διαταγή με την οποία απαγορεύτηκε η διαδήλωση της επόμενης ημέρας εντός μιας προσδιορισμένης περιοχής του κέντρου της πόλης του Μπορντό.

Η διαταγή ήρθε στον απόηχο των εκκλήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για μια νέα ημέρα διαδηλώσεων στις 11 Μαΐου 2019, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή προσδιορισμένο του διοργανωτή. Ενόψει προηγούμενων συγκρούσεων και βανδαλισμών, στόχος ήταν να αποτραπούν νέες διαταραχές της δημόσιας τάξης. Η απαγόρευση δημοσιεύθηκε, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο προσφεύγων υποβλήθηκε σε έλεγχο ταυτότητας ως ένας από τους διαδηλωτές εντός της απαγορευμένης περιοχής και του επιβλήθηκε πρόστιμο 150 ευρώ για την συμμετοχή του σε απαγορευμένη διαδήλωση. Προσέβαλε το πρόστιμο και τη νομιμότητα της απαγόρευσης στα εγχώρια δικαστήρια χωρίς επιτυχία.

Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου οι εγχώριες αρχές μπορούσαν νόμιμα να θεωρήσουν ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος άσκησης βίας και πρόκλησης ζημιών από την επικείμενη διαδήλωση. Δεν υπήρξε προηγούμενη γνωστοποίηση της διαδήλωσης που απαγορεύθηκε και η απαγόρευση δεν ήταν γενικευμένη σε όλη την πόλη του Μπορντό αλλά μόνον σε συγκεκριμένη περιοχή και για ορισμένο χρόνο. Το Δικαστήριο έκρινε επαρκή την ποιότητα της νομοθεσίας που απαγόρευε υπό προϋποθέσεις διαδηλώσεις και ότι τα εθνικά δικαστήρια στάθμισαν τα διακυβευόμενα συμφέροντα χρησιμοποιώντας τα κριτήρια της νομολογίαΣ του ΕΔΔΑ.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η απαγόρευση περιορισμένη σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο δεν αντίκειται στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία του συνέρχεσθαι (άρθρο 11).
ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 11
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….

Άρθρο 11

Παραδεκτό

Δεδομένου ότι το κίνημα διαμαρτυρίας των «κίτρινων γιλέκων» χαρακτηριζόταν από χαλαρή δομή και έλλειψη ιεραρχίας, οι διοργανωτές των εν λόγω συγκεντρώσεων ήταν άγνωστοι. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι όσοι είχαν κληθεί να διαδηλώσουν εκείνη την ημέρα είχαν οδηγηθεί από βίαιες προθέσεις ή είχαν αποκηρύξει με άλλο τρόπο τις θεμελιώδεις αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν είχε κατηγορηθεί για βίαιη ενέργεια ή για υποκίνηση βίας και η προσβαλλόμενη συμπεριφορά της δεν ήταν τέτοιας φύσης ή τέτοιου βαθμού που να απομακρύνει τις πράξεις από το πεδίο προστασίας του άρθρου 11.

Νομική βάση

α) Προσβασιμότητα. Το άρθρο R. 644-4 του Ποινικού Κώδικα ήταν προσβάσιμο, όπως και η διαταγή της 10ης Μαΐου 2019, η οποία είχε γνωστοποιηθεί επίσημα στο κοινό μέσω διαδικτύου και είχε ανακοινωθεί με δελτίο τύπου στις 10 Μαΐου 2019, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

β) Προβλεψιμότητα. Όπως ερμηνεύεται στην εγχώρια νομολογία, η διατύπωση του άρθρου R. 644-4 του Ποινικού Κώδικα ήταν σαφής. Ειδικότερα, το αδίκημα στοιχειοθετούνταν μόνο εάν είχε εκδοθεί απαγορευτική διαταγή βάσει του άρθρου L. 211-4 του Κώδικα Εσωτερικής Ασφάλειας και ο κατηγορούμενος «συμμετείχε» στη διαδήλωση. Η τυχαία παρουσία στην περιοχή που υπόκειται στην απαγόρευση της διαδήλωσης δεν ήταν αξιόποινη. Μολονότι το άρθρο R. 644-4 του Ποινικού Κώδικα παρέπεμπε στο άρθρο L. 211-4 του Κώδικα Εσωτερικής Ασφάλειας (νομοθετική διάταξη που ρυθμίζει την απαγόρευση διαδηλώσεων) – παραπομπή η οποία δεν ήταν, από μόνη της, ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις προβλεψιμότητας του ποινικού δικαίου για τους σκοπούς της νομολογίας – το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ορίζονται σαφώς στο άρθρο R. 644-4 του Ποινικού Κώδικα και ότι η προαναφερθείσα παραπομπή στο άρθρο L. 211-4 του Κώδικα Εσωτερικής Ασφάλειας δεν επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής του αδικήματος. Μια διαταγή απαγόρευσης διαδηλώσεων σε αυτή τη βάση ήταν επαρκής για να προσδιορίσει ένας πολίτης τις συνέπειες της συμμετοχής του στην εν λόγω διαδήλωση.

Εν κατακλείδι, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η διατύπωση του προαναφερθέντος άρθρου R. 644-4 ήταν επαρκώς σαφής και ακριβής.

Επιπλέον, η διαταγή της 10ης Μαΐου 2019 περιόριζε σαφώς το πεδίο εφαρμογής της προσβαλλόμενης απαγόρευσης διαδηλώσεων ως προς τον τόπο και τον χρόνο.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε περαιτέρω ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν ερμηνεύσει το άρθρο L. 211-4 του Κώδικα Εσωτερικής Ασφάλειας κατά τρόπο αυθαίρετο ή απρόβλεπτο, κρίνοντας ότι μια διαδήλωση μπορούσε να απαγορευτεί όταν η απαίτηση προηγούμενης γνωστοποίησης είχε ικανοποιηθεί εν θερμώ.

γ) Ύπαρξη επαρκών εγγυήσεων κατά της αυθαιρεσίας

Η διακριτική ευχέρεια της διοικητικής αρχής να απαγορεύει διαδηλώσεις ρυθμιζόταν από τις διατάξεις του άρθρου L. 211-4 του Κώδικα Εσωτερικής Ασφάλειας και από την εγχώρια νομολογία. Τα εθνικά δικαστήρια, από την πλευρά τους, εξέταζαν τη νομιμότητα και την αναλογικότητα των απαγορεύσεων των διαδηλώσεων. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εσωτερικό δίκαιο υποδείκνυε με επαρκή σαφήνεια το εύρος της διακριτικής ευχέρειας που παρείχε η προσβαλλόμενη νομοθεσία στη διοικητική αρχή και τον τρόπο άσκησής της.

Οι απαιτήσεις «ποιότητας του δικαίου» σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 11 πληρούνταν.

δ) Αναγκαιότητα του μέτρου. Η καταδίκη του προσφεύγοντος επιδίωκε τους νόμιμους σκοπούς της πρόληψης της αταξίας και του εγκλήματος και της προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων.

ε) Δικαιολόγηση της απαγόρευσης των διαδηλώσεων

Η 11η Μαΐου 2019 ήταν η 26η ημέρα διαμαρτυρίας του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων». Όσον αφορά τις πραγματικές περιστάσεις που προβάλλονται προς στήριξη της απαγόρευσης στη διοικητική διαταγή, περιστάσεις τις οποίες τα εθνικά δικαστήρια είχαν θεωρήσει ως αποδεδειγμένες, ενόψει της επανειλημμένης εμφάνισης σοβαρών επεισοδίων κατά τη διάρκεια των συγκεντρώσεων των «κίτρινων γιλέκων» στο Μπορντό, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές μπορούσαν νομίμως να θεωρήσουν ότι υπήρχε κίνδυνος σοβαρών συγκρούσεων με την αστυνομία και βανδαλισμών. Υπήρχε αναμφίβολα μια πιεστική κοινωνική ανάγκη για την αποτροπή τέτοιων κινδύνων.

Όσον αφορά τη μη τήρηση της απαίτησης προηγούμενης γνωστοποίησης, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι αυτό, από μόνο του, δεν δικαιολογούσε κατ’ ανάγκη επέμβαση στο δικαίωμα του ατόμου στην ελευθερία του συνέρχεσθαι και, κατά την άποψή του, αποτελούσε πολύ λιγότερο βαρύνουσα σκέψη από τον προαναφερθέντα κίνδυνο ταραχών. Επισήμανε ότι η έλλειψη διαλόγου με τους διοργανωτές υπονόμευε την ικανότητα των εγχώριων αρχών να σχεδιάζουν και να αξιολογούν τους κινδύνους και καθιστούσε δυσκολότερη την εξισορρόπηση των διακυβευόμενων συμφερόντων. Επανέλαβε ότι είναι σημαντικό για τους διοργανωτές διαδηλώσεων, ως φορέων της δημοκρατικής διαδικασίας, να τηρούν τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία αυτή, συμμορφούμενοι με τους ισχύοντες κανόνες. Επιπλέον, δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την έλλειψη προηγούμενης γνωστοποίησης στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η εν λόγω διαδήλωση δεν είχε προκηρυχθεί ως άμεση απάντηση σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό ή κοινωνικό γεγονός.

Όσον αφορά το περιεχόμενο της απαγόρευσης της διαδήλωσης, αυτή ήταν αυστηρά περιορισμένη ως προς τον τόπο και τον χρόνο. Οι διαδηλωτές ήταν ελεύθεροι να συγκεντρωθούν εκτός του συγκεκριμένου τμήματος του κέντρου της πόλης, δεδομένου ότι το γεγονός και μόνο της συμμετοχής σε μια μη δηλωμένη διαδήλωση δεν ήταν αξιόποινη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η απαγόρευση των διαδηλώσεων σε ορισμένα σημεία της πόλης δεν ήταν δυσανάλογη. Τα διακυβευόμενα συμφέροντα είχαν σταθμιστεί σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας του Δικαστηρίου. Εν κατακλείδι, η απαγόρευση δεν προσέκρουσε στις απαιτήσεις του άρθρου 11.

Στ) Δικαιολόγηση των μέτρων σε βάρος του προσφεύγοντος.

Ο προσφεύγων κλήθηκε αρχικά να εγκαταλείψει την περιοχή, αλλά αρνήθηκε να το πράξει. Στη συνέχεια είχε υποβληθεί μόνο σε έλεγχο ταυτότητας, αντί να τεθεί υπό κράτηση. Δεν είχε υποστηριχθεί – και δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει – ότι οι αστυνομικοί είχαν καταφύγει στη χρήση βίας για να διαλύσουν την ομάδα αυτή των διαδηλωτών. Στoν προσφεύγοντα είχε απλώς επιβληθεί πρόστιμο, μια επιεικής ποινή που ήταν αυστηρά χρηματική και σχετικά ήπια. Ενόψει του σημαντικού κινδύνου διατάραξης της δημόσιας τάξης που προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα επιβολής που ελήφθησαν σε βάρος του προσφεύγοντος δεν ήταν δυσανάλογα.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία του συνέρχεσθαι (άρθρο 11)».

Πηγή: www.echrcaselaw.com