Δικαίωση για δημοσιογράφο σήμανε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Klaudia Csikós κατά Ουγγαρίας της 28.11.2024 προσφ. αριθ. 31091/16) με την οποία κρίθηκε ότι η υποκλοπή των τηλεφωνικών της συνομιλιών από τις κρατικές αρχές με σκοπό να αποκαλύψουν τις δημοσιογραφικές της πηγές στην αστυνομία στο πλαίσιο έρευνας για κατάχρηση εξουσίας αστυνομικού, συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 8 και 10 και επιδίκασε 6.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα. Δείτε την περίληψη της απόφασης:

ΑΠΟΦΑΣΗ

Klaudia Csikós κατά Ουγγαρίας της 28.11.2024 (προσφ. αριθ. 31091/16)


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η προσφεύγουσα, Klaudia Csikós, είναι υπήκοος της Ουγγαρίας που γεννήθηκε το 1975 και ζει στη Βουδαπέστη. Είναι δημοσιογράφος της καθημερινής εφημερίδας Blikk.

Η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι οι κρατικές αρχές υπέκλεψαν επί τριήμερο τις τηλεφωνικές της επικοινωνίες με ένα στενό της φίλο, που ήταν αστυνομικός, με σκοπό να αποκαλύψουν τις δημοσιογραφικές της πηγές στην αστυνομία στο πλαίσιο έρευνας για κατάχρηση εξουσίας αστυνομικού.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές παρέλειψαν να αντιμετωπίσουν τα παράπονα της προσφεύγουσας και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για αυτήν να αμφισβητήσει την εικαζόμενη χρήση μυστικής παρακολούθησης εναντίον της με σκοπό την ανακάλυψη των δημοσιογραφικών πηγών της.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 8 και 10 και επιδίκασε 6.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8,

Άρθρο 10
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Κατά την προσφεύγουσα, το τηλέφωνό της παρακολουθήθηκε μεταξύ 3 και 6 Νοεμβρίου 2015 από τις ανακριτικές αρχές με σκοπό να εντοπιστούν οι δημοσιογραφικές πηγές της.

Στις 6 Νοεμβρίου 2015 το Κεντρικό Περιφερειακό Δικαστήριο της Buda ενέκρινε μυστικά μέτρα συλλογής πληροφοριών κατά ενός αστυνομικού, του Τ., συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης και καταγραφής των τηλεφωνικών του επικοινωνιών. Το ένταλμα, το οποίο δικαιολογείτο στο πλαίσιο διεξαγόμενης έρευνας για κατηγορίες ενεργητικής δωροδοκίας και συνέργειας σε κατάχρηση εξουσίας (βάσει του άρθρου 293 παρ. 1,2 και του άρθρου 305 στ. γ του Ποινικού Κώδικα), ίσχυε έως τις 3 Φεβρουαρίου 2016.

Στις 17 Νοεμβρίου 2015 η προσφεύγουσα δέχθηκε δύο τηλεφωνήματα από τον Τ., έναν στενό της φίλο. Οι συνομιλίες τους σχετικά με μια υπόθεση δολοφονίας υψηλού προφίλ καταγράφηκαν. Στα απομαγνητοφωνημένα κείμενα των ηχογραφήσεων παραλείφθηκαν τα προσωπικά μέρη των συνομιλιών που δεν είχαν σχέση με την εν εξελίξει ποινική διαδικασία.

Την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα δημοσίευσε άρθρο σχετικά με την υπόθεση δολοφονίας σε διαδικτυακή ειδησεογραφική πύλη. Την επόμενη ημέρα επέκτεινε το άρθρο.

Στις 15 Δεκεμβρίου 2015 κινήθηκε ποινική διαδικασία κατά του Τ. με την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας επειδή μοιράστηκε μυστικές πληροφορίες με την προσφεύγουσα. Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν μέσω της τηλεφωνικής παρακολούθησης επετράπη να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία στην εν λόγω διαδικασία με απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου της Βουδαπέστης της 4 Ιανουαρίου 2016.

Η προσφεύγουσα υπέβαλε μήνυση κατά του αστυνομικού τμήματος της κομητείας Pest. Ανέφερε την υποψία της ότι οι κατάλογοι τηλεφωνικών κλήσεών της ενδέχεται να είχαν αποκτηθεί παράνομα. Υποστήριξε ότι οι σύνδεσμοί της στην αστυνομία είχαν απομακρυνθεί από τις θέσεις τους, πράγμα που, όπως ισχυρίστηκε, πρέπει να έγινε επειδή είχαν αναγνωριστεί ως πηγές πληροφοριών της. Η ανακριτική αρχή χαρακτήρισε την μήνυσή της ως ισχυρισμό περί κατάχρησης εξουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 305 του Ποινικού Κώδικα. Η μήνυση της προσφεύγουσας απορρίφθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2016. Η απόφαση επεσήμανε ότι οι κατάλογοι κλήσεων μπορούν να ζητηθούν νομίμως στο πλαίσιο εν εξελίξει ερευνών. Η προσφεύγουσα προσέφυγε κατά της απόφασης, υποστηρίζοντας ότι η μετάθεση από τις θέσεις τους των επαφών της στην αστυνομία ήταν απόδειξη ότι οι πηγές της είχαν αποκαλυφθεί μέσω της παρακολούθησης των κλήσεών της. Η καταγγελία αυτή απορρίφθηκε επίσης.

Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, ανακάλυψε στις 11 Μαΐου 2016, στο πλαίσιο των ποινικών ερευνών σχετικά με τον Τ., ότι το τηλέφωνό του είχε παρακολουθηθεί, ώστε να εντοπιστούν οι πηγές της στην αστυνομία. Υποστήριξε ότι το τηλέφωνο που χρησιμοποιούσε η ίδια, το οποίο της είχε παραχωρήσει ο εργοδότης της, είχε παρακολουθηθεί μεταξύ 3 και 6 Νοεμβρίου 2015.

Στις 19 Μαΐου 2016 η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία στην Υπηρεσία Εθνικής Άμυνας βάσει του άρθρου 92 παρ. 2 της αστυνομικής νομοθεσίας, ζητώντας έρευνα και αποζημίωση για την παρακολούθηση του τηλεφώνου της και την απόκτηση της λίστας κλήσεών της. Ο δικηγόρος της υποστήριξε ότι είχε βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2015, κατόπιν εντολής της Εθνικής Υπηρεσίας Άμυνας, η Διεύθυνση της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας διεξήγαγε μυστική έρευνα σε βάρος της, με την κωδική ονομασία «German 8», σχετικά με τα φερόμενα αδικήματα της δωροδοκίας και της συνέργειας σε κατάχρηση εξουσίας. Επιπλέον, η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας είχε αποκτήσει πρόσβαση στη λίστα κλήσεών της προκειμένου να εντοπίσει τις πηγές της. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, και τα δύο μέτρα είχαν ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 1 της αστυνομικής νομοθεσίας, η οποία επέτρεπε τη χρήση ειδικών μέτρων χωρίς δικαστική άδεια σε επείγουσες περιπτώσεις και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, το μέτρο της μυστικής παρακολούθησης δεν είχε εγκριθεί στη συνέχεια από δικαστή, όπως απαιτεί ο νόμος, τα δεδομένα της δεν είχαν διαγραφεί και δεν είχε καταθλέσει, ούτε ως μάρτυρας ούτε ως ύποπτη στην υπόθεση. Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι τα μέτρα είχαν αποτρεπτικό αποτέλεσμα για την εργασία της ως δημοσιογράφου και αποτελούσαν παραβίαση των δικαιωμάτων της σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 10 της Σύμβασης.

Η Υπηρεσία Εθνικής Άμυνας απέρριψε την καταγγελία στις 22 Ιουνίου 2016 ως εν μέρει ασυμβίβαστη ratione materiae με τον αστυνομικό νόμο, δεδομένου ότι η μυστική συλλογή πληροφοριών δεν μπορούσε να προσβληθεί βάσει του εν λόγω νόμου. Η προσφεύγουσα ενημερώθηκε επίσης ότι η συμπεριφορά της Υπηρεσίας Εθνικής Άμυνας ήταν κατά τα λοιπά σύμφωνη με τον νόμο – ωστόσο, δεν μπορούσαν να δοθούν περαιτέρω πληροφορίες, δεδομένου ότι η καταγγελία αφορούσε εν εξελίξει ποινική διαδικασία.

Στις 23 Μαΐου 2016 η προσφεύγουσα υπέβαλε παρόμοια καταγγελία στον Υπουργό Εσωτερικών σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 5 του νόμου αριθ. CXXV του 1995 σχετικά με τις υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας. Στην απάντησή του στις 13 Ιουνίου 2016, ο Υπουργός προσέφερε γενικές εκτιμήσεις σχετικά με τη νόμιμη λειτουργία των καταγγελλόμενων υπηρεσιών. Ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με τις περιστάσεις της υπόθεσης της προσφεύγουσας, αλλά δήλωσε ότι η συμπεριφορά της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας ήταν σύμφωνη με το νόμο. Όσον αφορά τις ενέργειες της Υπηρεσίας Εθνικής Άμυνας, ο Υπουργός εξήγησε ότι, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να προσβληθεί βάσει του νόμου περί Εθνικής Ασφάλειας, εξέτασε την καταγγελία της προσφεύγουσας βάσει του νόμου περί δημοσίου συμφέροντος. Δήλωσε σε γενικές γραμμές ότι η συμπεριφορά της Υπηρεσίας Εθνικής Άμυνας ήταν σύμφωνη με το νόμο. Ωστόσο, δεν μπορούσε να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες, καθώς αφορούσαν εν εξελίξει ποινικές διαδικασίες.

Η προσφεύγουσα υπέβαλε μεταγενέστερη καταγγελία στην Επιτροπή Εθνικής Ασφάλειας του Κοινοβουλίου βάσει του άρθρου 14(4)(γ) του Νόμου περί Εθνικής Ασφάλειας, προσθέτοντας στις προηγούμενες καταγγελίες της ότι ο Υπουργός προφανώς δεν αμφισβήτησε ότι είχαν διεξαχθεί μυστικές έρευνες σε σχέση με αυτήν ή ότι οι πηγές της είχαν εντοπιστεί μέσω της πρόσβασης στη λίστα κλήσεών της. Η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα στις 10 Οκτωβρίου 2016 ότι, βάσει των εγγράφων που παρείχε η Υπηρεσία Εθνικής Άμυνας, δεν υπήρχε καμία ένδειξη παράβασης του νόμου.

Στις 8 Μαΐου 2017 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα στην Υπηρεσία Εθνικής Άμυνας βάσει του νόμου αριθ. CLV του 2009 για την προστασία των απόρρητων δεδομένων για άδεια πρόσβασης σε έγγραφα σχετικά με τη συλλογή μυστικών πληροφοριών στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά του T. Μετά την αρνητική απάντηση με την αιτιολογία ότι η κοινοποίηση των αιτούμενων πληροφοριών θα έθετε σε κίνδυνο την πρόληψη και/ή τη διερεύνηση εγκλημάτων, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της Υπηρεσίας Εθνικής Άμυνας για δικαστικό έλεγχο. Η Υπηρεσία Εθνικής Άμυνας υποστήριξε ότι η παροχή των αιτούμενων πληροφοριών θα επέτρεπε στην προσφεύγουσα να αποκτήσει εικόνα της λειτουργίας της Υπηρεσίας και θα αποκάλυπτε πληροφορίες για άλλα πρόσωπα που επίσης αφορούσε η μυστική συλλογή πληροφοριών. Επιπλέον, οι ζητούμενες πληροφορίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην ποινική διαδικασία κατά του Τ. Η Υπηρεσία Εθνικής Άμυνας υποστήριξε επίσης ότι, σε κάθε περίπτωση, η μυστική συλλογή πληροφοριών ήταν νόμιμη και είχε εγκριθεί από δικαστή. Η ταυτότητα των προσώπων για τα οποία εγκρίθηκαν τα μέτρα αυτά αποτελούσε απόρρητη πληροφορία.

Με τελεσίδικη απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2017 (στην οποία ο Τ. αναγνωρίστηκε ως ο σύζυγος της προσφεύγουσας), το Διοικητικό και Εργατικό Δικαστήριο της Βουδαπέστης απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα, εντελώς ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εικασία εκ μέρους της, δεν είχε δικαίωμα να μάθει την ταυτότητα του προσώπου σε σχέση με το οποίο είχε διαταχθεί η μυστική συλλογή πληροφοριών. Η εκτίμηση αυτή απέκλεισε κάθε περαιτέρω εξέταση των ισχυρισμών της σχετικά με την έλλειψη δικαστικής άδειας, την προστασία της ιδιωτικής της ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης και των δημοσιογραφικών πηγών της.

Στις 25 Μαΐου 2018 το ποινικό δικαστήριο απάλλαξε τον Τ. από την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας και η αθώωση επικυρώθηκε από το Εφετείο της Βουδαπέστης στις 12 Δεκεμβρίου 2018.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρα 8 και 10

Η προσφεύγουσα κατήγγειλε συγκεκριμένα ότι στοχοποιήθηκε από το μέτρο της μυστικής παρακολουθήσεως πριν από την παρακολούθηση του τηλεφώνου του T. και προέβαλε διάφορα επιχειρήματα προς στήριξη της καταγγελίας της.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ήταν ότι, παρόλο που είχε επιστήσει την προσοχή των εθνικών αρχών στην ουσία των παραπόνων της, οι ισχυρισμοί της δεν είχαν εξεταστεί σε κανένα επίπεδο δικαιοδοσίας. Υποστήριξε επίσης ότι η ιδιότητά της ως δημοσιογράφου απαιτούσε από τις εγχώριες αρχές να προβούν σε εξισορρόπηση του δικαιώματός της στην προστασία των δημοσιογραφικών πηγών της και των συμφερόντων που συνδέονται με τις αρχές για την επιτυχή δίωξη του δράστη. Κατά την άποψή της, καμία διαδικασία δεν συνοδευόταν από επαρκείς νομικές εγγυήσεις που να καθιστούν δυνατή την εξισορρόπηση αυτή. Επιπλέον, η παρακολούθηση της επικοινωνίας της ήταν παράνομη, δεδομένου ότι δεν είχε εγκριθεί από δικαστή.

Λαμβανομένης υπόψη της φύσης της καταγγελίας της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν η εγχώρια διαδικασία διεξήχθη με νομικές δικονομικές εγγυήσεις που παρείχαν στην προσφεύγουσα την απαιτούμενη προστασία των συμφερόντων της.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της ότι το τηλέφωνό της παρακολουθήθηκε χωρίς σχετική δικαστική απόφαση, το Δικαστήριο, με βάση το προσαχθέν υλικό, δεν μπόρεσε να αποφανθεί επί του ζητήματος αν οι αρχές εφάρμοσαν μέτρα μυστικής παρακολουθήσεως σε βάρος της προσφεύγουσας ή, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν καταστρατήγησαν την απαίτηση δικαστικής αδείας που προέβλεπε το εθνικό δίκαιο.

Εντούτοις, το ζήτημα αν η προσφεύγουσα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί λυσιτελώς κατά της προβαλλόμενης διαταγής του μέτρου παρακολουθήσεως και της προβαλλόμενης ελλείψεως δικαστικής αδείας αποτελούσε χωριστό ζήτημα

Συναφώς, το Δικαστήριο επανέλαβε την προηγούμενη διαπίστωσή του ότι το ζήτημα της εκ των υστέρων κοινοποιήσεως των μέτρων παρακολουθήσεως είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αποτελεσματικότητα των ενδίκων βοηθημάτων [βλ. απόφαση Weber και Saravia κατά Γερμανίας της 29.06.2006, αρ. 54934/00, §135 και Roman Zakharov, § 286). Το Δικαστήριο θεώρησε κρίσιμο το γεγονός ότι στο ουγγρικό δίκαιο δεν προβλεπόταν καμία μορφή κοινοποίησης μέτρων μυστικής παρακολούθησης, ούτε καν σε περιπτώσεις στις οποίες η κοινοποίηση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο ο σκοπός του περιορισμού μετά τη λήξη του μέτρου παρακολούθησης (βλ. Roman Zakharov § 287). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα ήταν απίθανο να μάθει εάν οι επικοινωνίες της είχαν υποκλαπεί, καθιστώντας εγγενώς δύσκολο για αυτήν να ζητήσει τελικά θεραπεία για το εικαζόμενο μέτρο.

Δεν προέκυψε επίσης ότι ο προσφεύγων είχε πρόσβαση σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο αρμόδιο να εξετάσει οποιαδήποτε καταγγελία παράνομης παρακολούθησης, ανεξαρτήτως της γνωστοποίησης ότι είχε λάβει χώρα τέτοια παρακολούθηση, όπως προέκυψε από τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης.

Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα εξέφρασε τις ανησυχίες της σχετικά με την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων της με την Υπηρεσία Εθνικής Άμυνας βάσει του νόμου περί αστυνομίας, στον Υπουργό Εσωτερικών και στην Επιτροπή Εθνικής Ασφάλειας του Κοινοβουλίου δυνάμει του νόμου περί εθνικής ασφάλειας, υποστηρίζοντας ότι το μέτρο της μυστικής παρακολουθήσεως είχε χρησιμοποιηθεί σε βάρος της και είχε εφαρμοστεί χωρίς δικαστική άδεια. Τέλος, ζήτησε από την υπηρεσία εθνικής άμυνας και, εν συνεχεία, από το αρμόδιο δικαστήριο της Βουδαπέστης να της επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά του T. και πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα παρακολούθησης.

Ωστόσο, καμία από τις αρχές αυτές δεν παρέσχε διευκρινίσεις ως προς το αν η προσφεύγουσα είχε υποβληθεί σε συγκεκαλυμμένη συλλογή πληροφοριών και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν το μέτρο ήταν ανάλογο προς την ατομική της κατάσταση και αν είχε εγκριθεί από δικαστή.

Η καταγγελία δε της προσφεύγουσας δεν μπορούσε να γίνει δεκτή βάσει του νόμου περί αστυνομίας, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ένδικο βοήθημα κατά των μέτρων που σχετίζονται με τη συγκεκαλυμμένη συλλογή πληροφοριών.

Όσον αφορά τον Υπουργό Εσωτερικών και την Επιτροπή Εθνικής Ασφάλειας, είναι βεβαίως αληθές ότι επετράπη στην προσφεύγουσα να απευθυνθεί στις εν λόγω αρχές λόγω της υποψίας της ότι οι επικοινωνίες της είχαν υποκλαπεί, ακόμη και ελλείψει κοινοποιήσεως παρακολουθήσεως.

Το Δικαστήριο έχει ήδη εκφράσει ανησυχίες στην υπόθεση Szabó και Vissy κατά Ουγγαρίας της 12.01.2016 (αριθ. 37138/14, §§ 83, 86 και 88) σχετικά με αυτούς τους μηχανισμούς εποπτείας για την έλλειψη ανεξαρτησίας του Υπουργού, την έλλειψη μεταγενέστερης κοινοποίησης και για την έλλειψη οποιουδήποτε πρακτικού παραδείγματος που να αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων. Το Δικαστήριο αμφέβαλε περαιτέρω εάν αποτελούσαν επαρκείς εγγυήσεις στην εικαζόμενη κατάσταση του προσφεύγοντος, όπου οι πληροφορίες σχετικά με την έγκριση της συγκεκαλυμμένης συλλογής πληροφοριών παρέμειναν εμπιστευτικές και επομένως απρόσιτες για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Πράγματι, αμφότερες οι εν λόγω αρχές παρείχαν μόνο γενικές διαβεβαιώσεις στην προσφεύγουσα σχετικά με τη νόμιμη λειτουργία της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας, χωρίς να εξετάσουν τα παράπονά της, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος εάν είχαν ληφθεί τέτοια μέτρα και εάν είχαν εφαρμοστεί νόμιμα και σε σχέση με τα συμφέροντα της προσφεύγουσας ως δημοσιογράφου.

Επιπλέον, δεν προέκυψε ότι τέτοιες γενικές δηλώσεις σχετικά με τη νόμιμη λειτουργία των εθνικών υπηρεσιών ασφαλείας έπρεπε να αντικατοπτρίζουν οποιαδήποτε στάθμιση μεταξύ, αφενός, της σοβαρότητας του διωκόμενου ποινικού αδικήματος και, αφετέρου, της δυνητικής αποτρεπτικής επίδρασης που θα μπορούσε να έχει μια μυστική εντολή συλλογής πληροφοριών στην άσκηση της ελευθερίας του Τύπου, από την άλλη.

Τέλος, προέκυψε ότι, πριν από την έναρξη της ποινικής έρευνας, μπορούσε να διαταχθεί συγκεκαλυμμένη συλλογή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 69 του νόμου περί αστυνομίας. Ο νόμος αυτός, όπως διευκρινίστηκε από το εφετείο της Βουδαπέστης, επέτρεπε το μέτρο χωρίς περιορισμούς ως προς τα πρόσωπα τα οποία αφορούσαν τα μέτρα αυτά. Πράγματι, ενώ η νομοθεσία καθόριζε τα ποινικά αδικήματα που μπορούσαν να οδηγήσουν σε παρακολούθηση, δεν περιέγραφε τις κατηγορίες προσώπων που μπορούσαν να υποβληθούν σε παρακολούθηση και δεν προέβλεπε εξαιρέσεις ή περιορισμούς.

Το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι η διάταξη αυτή επέτρεπε να εξεταστεί αν η παρακολούθηση των επικοινωνιών αφορούσε εμπιστευτικές δημοσιογραφικές πηγές ή ότι ο δικαστής είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί να εγκρίνει ένα μέτρο προκειμένου να προστατεύσει τις πηγές από τη γνωστοποίηση (βλ. Sanoma Uitgevers B.V. § 92). Επιπλέον, η διάταξη δεν απαιτούσε στάθμιση μεταξύ των σκοπών που επιδιώκονται με την εφαρμογή μέτρων μυστικής παρακολουθήσεως και των συνεπειών της παρακολουθήσεως του τηλεφώνου δημοσιογράφου.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, και ιδίως της παράλειψης των εγχώριων αρχών να αντιμετωπίσουν τα παράπονα της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για την προσφεύγουσα να αμφισβητήσει την εικαζόμενη χρήση μυστικής παρακολούθησης εναντίον της με σκοπό την ανακάλυψη των δημοσιογραφικών πηγών της.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 8 και 10 της Σύμβασης και επιδίκασε 6.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Πηγή: www.echrcaselaw.com