Σε καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση κατέληξε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) εξετάζοντας υπόθεση σχετικά με την μεταχείριση την οποία είχαν ασυνόδευτοι ανήλικοι που έφτασαν στη χώρα μας. Όπως έκρινε το ΕΔΔΑ οι ανήλικοι μετανάστες ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες, είτε στους δρόμους, είτε σε υποβαθμισμένες κατοικίες για περιόδους μεταξύ 1,5 έως 5 μηνών. Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι καθυστερήσεις στην τοποθέτηση των προσφευγόντων σε δομές φιλοξενίας προκλήθηκαν από ελλείψεις στις διαδικασίες καταγραφής και εκτίμησης της ηλικίας τους. Δείτε παρακάτω τη περίληψη της απόφασης:

ΑΠΟΦΑΣΗ

N.N. κ.α. κατά Ελλάδας της 19.12.2024 (προσφ. αριθ. 59319/19 και 3 άλλες)


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Συνθήκες διαβίωσης ανήλικων μεταναστών. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι, κατά τον χρόνο υποβολής των προσφυγών τους, ήταν άστεγοι, ασυνόδευτοι ανήλικοι μετανάστες στην Ελλάδα. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες, είτε στους δρόμους, είτε σε υποβαθμισμένες κατοικίες για περιόδους μεταξύ 1,5 έως 5 μηνών. Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι καθυστερήσεις στην τοποθέτηση των προσφευγόντων σε δομές φιλοξενίας προκλήθηκαν από ελλείψεις στις διαδικασίες καταγραφής και εκτίμησης της ηλικίας τους.

Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η μεταχείριση στην οποία υποβλήθηκαν αυτοί υπερέβη το όριο σοβαρότητας που απαιτείται για την ενεργοποίηση του άρθρου 3 της Σύμβασης, διαπίστωσε παραβίασή του και επιδίκασε 3.000 ευρώ ως ηθική βλάβη σε κάθε προσφεύγοντα.


ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

ΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΕΥΓΌΝΤΩΝ

Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι είχαν φτάσει στην Ελλάδα μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2019 και ότι, κατά το διάστημα αυτό, ήταν ασυνόδευτοι ανήλικοι. Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, δεν τους είχε παρασχεθεί πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία ασύλου ή σε διερμηνείς κατά τη στιγμή της καταγραφής τους από τις αρχές. Υποστήριξαν επίσης ότι η διαδικασία εκτίμησης της ηλικίας των αιτούντων άσυλο, η οποία σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία περιλαμβάνει υποχρεωτική ιατρική και ψυχοκοινωνική αξιολόγηση, δεν είχε ακολουθηθεί από τις αρχές, οι οποίες, για λόγους ευκολίας, τους είχαν καταγράψει ως ενήλικες. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η καθυστερημένη καταγραφή των ασυνόδευτων ανηλίκων αποτελούσε συνήθη πρακτική στην Ελλάδα. Επιπλέον, παρά την υπόδειξη προσωρινών μέτρων από το Δικαστήριο, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν καταφέρει να τους τοποθετήσουν σε κατάλληλο κατάλυμα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Αυτή η καθυστέρηση είχε προσθέσει στο τραύμα που είχαν υποστεί ως αποτέλεσμα της διαβίωσης στους δρόμους ή της τοποθέτησής τους σε ακατάλληλα κελιά κράτησης της αστυνομίας (βλ. Παράρτημα για περισσότερες λεπτομέρειες). Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν επίσης ότι η επανένωση με τις οικογένειές τους είτε παρεμποδίστηκε (Προσφ. αριθ. 9288/20) είτε τέθηκε σε κίνδυνο (Προσφ. αριθ. 59319/19, 5340/20 και 11507/20) ως αποτέλεσμα των ελλιπών διαδικασιών καταγραφής. Οι προσφεύγοντες στις προσφυγές αριθ. 59319/19, 5340/20 και 11507/20 αναγνώρισαν ότι τελικά επανενώθηκαν με τα μέλη της οικογένειάς τους.

ΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες είχαν φθάσει παράνομα στην Ελλάδα και ότι κατά τη σύλληψή τους δεν είχαν παράσχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την ηλικία τους ή την ασυνόδευτη ιδιότητά τους. Υποστήριξαν επίσης ότι στην Ελλάδα οι ανήλικοι αιτούντες άσυλο, είτε συνοδεύονται είτε όχι, θεωρούνται ευάλωτη ομάδα και μόλις ένα άτομο αναγνωριστεί ως ανήλικο, ισχύουν ειδικές εγγυήσεις σύμφωνα με τις σχετικές διαδικασίες. Επιπλέον, οι αρμόδιοι φορείς, όπως η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης και διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις («ΜΚΟ»), γνώριζαν ότι υπήρχε απεριόριστη πρόσβαση σε πληροφορίες, διερμηνεία και ιατρική και νομική βοήθεια στα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης της χώρας. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι όλα τα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της τοποθέτησης των προσφευγόντων σε καταλύματα για ανηλίκους και της διασφάλισης της επανένωσης με τις οικογένειές τους, είχαν ληφθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (βλ. Παράρτημα για περισσότερες λεπτομέρειες).


ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3 (όσον αφορά τους N.N., S.A. ΚΑΙ Y.N.) – Συνθήκες διαβίωσης.

Οι προσφεύγοντες στις προσφυγές με αριθ. 59319/19, 5340/20 και 11507/20 (N.N., S.A. και Y.N.) κατήγγειλαν ότι οι συνθήκες διαβίωσής τους, πριν τοποθετηθούν σε καταφύγια κατάλληλα για την ηλικία τους, δεν ήταν συμβατές με το άρθρο 3. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεν ήταν υπεύθυνη για τις συνθήκες διαβίωσης των προσφευγόντων μεταξύ του χρόνου της παράνομης εισόδου τους και της ημερομηνίας κατά την οποία παρουσιάστηκαν στις αρχές. Οι αρχές είχαν ενεργήσει με την απαραίτητη επιμέλεια όσον αφορά την ατομική κατάσταση των προσφευγόντων.

Παραδεκτό

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι N.N., S.A. και Y.N. είχαν απωλέσει την ιδιότητα του θύματος επειδή οι αρχές είχαν λάβει τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η υποτιθέμενη παραβίαση δεν είχε αναγνωριστεί και δεν είχε παρασχεθεί καμία επανόρθωση.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, μολονότι οι προσφεύγοντες αυτοί πράγματι τοποθετήθηκαν σε καταφύγια, δεν προσκομίστηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι αρχές αναγνώρισαν, είτε ρητά είτε κατ’ ουσίαν, και στη συνέχεια παρείχαν επανόρθωση για την υποτιθέμενη παραβίαση της Σύμβασης. Ως εκ τούτου, η ένσταση της Κυβέρνησης όσον αφορά την απώλεια του καθεστώτος του θύματος πρέπει να απορριφθεί.

Η Κυβέρνηση υποστήριξε επίσης ότι, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν ενημερώσει δεόντως τις αρχές σχετικά με την ηλικία και την προσωπική τους κατάσταση και είχαν παράσχει παραπλανητικές πληροφορίες, (i) δεν μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είναι θύματα της φερόμενης παραβίασης, (ii) είχαν κάνει κατάχρηση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής και (iii) δεν είχαν προβάλει τα σχετικά παράπονα στις εγχώριες αρχές. Οι προσφεύγοντες διαφώνησαν και ισχυρίστηκαν ότι είχαν επηρεαστεί από ελλείψεις στη διαδικασία εκτίμησης της ηλικίας των αιτούντων άσυλο. Οι αντιρρήσεις της Κυβέρνησης αφορούσαν το χρόνο κατά τον οποίο οι αρχές ενημερώθηκαν ή όφειλαν να είχαν ενημερωθεί για την κατάσταση τους και ως εκ τούτου συνδέονται στενά με την ουσία της καταγγελίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω καταγγελία δεν ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) της Σύμβασης, δεν ήταν απαράδεκτη για άλλους λόγους και ως εκ τούτου ήταν παραδεκτή.

Επί της ουσίας

Οι γενικές αρχές σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης των αιτούντων άσυλο συνοψίστηκαν στην υπόθεση M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας ([GC], αριθ. 30696/09, §§ 249-64). Το Δικαστήριο παρέπεμψε περαιτέρω στη νομολογία του σχετικά με την υποδοχή ασυνόδευτων ή συνοδευόμενων ανηλίκων, επισημαίνοντας τη σημασία του να λαμβάνεται υπόψη ότι η ακραία ευαλωτότητα του παιδιού είναι ο καθοριστικός παράγοντας και υπερισχύει των εκτιμήσεων που αφορούν την ιδιότητα του παράνομου μετανάστη (βλ. R.R. κ.α. κατά Ουγγαρίας της 02.03.2021, αριθ. 36037/17, § 49, Khan κατά Γαλλίας της 28.02.2019, αριθ. 12267/16, § 74, N.T.P. κ.α. κατά Γαλλίας της 28.05.2018, αριθ. 68862/13, § 44, Popov κατά Γαλλίας της 19.01.2012,αριθ. 39472/07 και 39474/07, § 91, Rahimi κατά Ελλάδας της 05.04.2011, αριθ. 8687/08, § 87, Muskhadzhiyeva κ.α. κατά Βελγίου της 19.01.2010, αριθ. 41442/07, §§ 55 και 63).

Οι προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση ζούσαν είτε σε «προστατευτική φύλαξη» υπό άθλιες συνθήκες, στους δρόμους, είτε σε υποβαθμισμένες κατοικίες για περιόδους μεταξύ 1,5 και 5 μηνών. Καταγράφηκαν ως ανήλικοι και τοποθετήθηκαν σε συνθήκες διαβίωσης κατάλληλες για την ηλικία τους μόνο μετά την εφαρμογή προσωρινών μέτρων από το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι καθυστερήσεις στην τοποθέτηση των προσφευγόντων σε δομές φιλοξενίας προκλήθηκαν από ελλείψεις στις διαδικασίες καταγραφής και εκτίμησης της ηλικίας των αιτούντων άσυλο, οι οποίες εμπόδισαν τους προσφεύγοντες να κοινοποιήσουν κατάλληλα πληροφορίες σχετικά με την ηλικία και την προσωπική τους κατάσταση και οι οποίες δεν μπορούσαν να τους καταλογιστούν.

Ειδικότερα, παρόλο που η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων σχετικά με την έλλειψη πρόσβασης σε πληροφορίες και διερμηνείας ήταν ανακριβείς, δεν υπέβαλε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι ο N.N. είχε πράγματι, όπως ισχυρίστηκαν, λάβει διερμηνέα ή ότι ήταν δυνατόν για τον S.A. να καταγραφεί εγκαίρως το αίτημά του για άσυλο μέσω ενός ειδικού και λειτουργικού συστήματος τηλεδιάσκεψης σε γλώσσα που κατανοούσε.

Η Κυβέρνηση δεν προσκόμισε περαιτέρω κανένα στοιχείο ότι οι διαδικασίες εκτίμησης της ηλικίας των αιτούντων άσυλο, όπως αναφέρθηκαν από τους αιτούντες και την ίδια την Κυβέρνηση, είχαν πράγματι ακολουθηθεί στις περιπτώσεις των N.N., S.A. και Y.N. ή ότι τους είχαν διατεθεί πρακτικές πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματά τους ή τη δυνατότητα υποβολής προσφυγών στις αρμόδιες αρχές ή στα εθνικά δικαστήρια. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες δεν αναγνωρίστηκαν έγκαιρα ως ανήλικοι που χρήζουν ειδικής προστασίας και αφέθηκαν να φροντίζουν τον εαυτό τους σε μια ξένη χώρα και να αναζητούν βοήθεια από αγνώστους, ΜΚΟ και, τελικά, από το Δικαστήριο, παρά το νεαρό της ηλικίας τους και την ιδιαίτερη κατάσταση ανασφάλειας και ευαλωτότητας στην οποία, όπως έχει διαπιστωθεί από το Δικαστήριο, είναι γνωστό ότι ζουν οι αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα (βλ. S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, § 259, και, για παρόμοια επιχειρηματολογία, Rahimi κατά Ελλάδας της 05.04.2011, §§ 87-94).

Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των διαδίκων, όλο το υλικό που είχε στη διάθεσή του και τη νομολογία του, το Δικαστήριο απέρριψε τις υπόλοιπες αντιρρήσεις της Κυβέρνησης ως προς το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής και διαπίστωσε ότι η μεταχείριση στην οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγοντες, ως άστεγοι ασυνόδευτοι ανήλικοι μετανάστες, υπερέβη το όριο σοβαρότητας που απαιτείται για την ενεργοποίηση του άρθρου 3 της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης.

Άρθρο 8

Οι προσφεύγοντες N.N., S.A. και Y.N. προέβαλαν επίσης καταγγελία βάσει του άρθρου 8 σχετικά με το δικαίωμα επανένωσης με μέλη της οικογένειας που διαμένουν σε άλλα κράτη μέλη. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι εν λόγω προσφεύγοντες είχαν επανενωθεί επιτυχώς με τις οικογένειές τους. Το Δικαστήριο εξέτασε το μέρος αυτό των προσφυγών τους και εκτίμησε ότι, υπό το πρίσμα όλου του υλικού που είχε στη διάθεσή του, ιδίως της αναγνώρισης των προσφευγόντων ότι είχαν πράγματι επανενωθεί με τις οικογένειές τους, και στο μέτρο που τα καταγγελλόμενα ζητήματα ενέπιπταν στην αρμοδιότητά του, η καταγγελία αυτή δεν αποδείχθηκε. Το ΕΔΔΑ απέρριψε την καταγγελία αυτή σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της ΕΣΔΑ.

Πηγή: www.echrcaselaw.com