Την καταδίκη της Ελλάδας για επαναπροώθηση αλλοδαπής χωρίς να εξεταστούν οι κίνδυνοι που θα αντιμετώπιζε και το αίτημά της για άσυλο, σηματοδοτεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) με την οποία η χώρα μας υποχρεώνεται να καταβάλει σε υπήκοο Τουρκίας 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη. Η περίληψη της απόφασης που εξέδωσε το ΕΔΔΑ είναι η ακόλουθη:
ΑΠΟΦΑΣΗ
A.R.E. κατά Ελλάδας της 07.01.2025 (προσφ. αριθ. 15783/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα, υπήκοος Τουρκίας εισήλθε παρανόμως στην Ελλάδα από τον Έβρο στις 4 Μαΐου 2019. Η ανωτέρω καταδικάστηκε στην Τουρκία το 2019 σε φυλάκιση έξι ετών και τριών μηνών για συμμετοχή σε οργάνωση που περιγράφεται από τις τουρκικές αρχές ως «τρομοκρατική οργάνωση».
Η προσφεύγουσα επικοινώνησε με τον αδελφό της που είχε πάρει άσυλο στην Ελλάδα και συνεννοήθηκαν να τις στείλει δικηγόρο να την συναντήσει ώστε να ξεκινήσει τις διαδικασίας για χορήγηση ασύλου. Μετά από λίγες ώρες και πριν συναντήσει το δικηγόρο συνελήφθη από τις ελληνικές αρχές και ζήτησε αμέσως άσυλο.
Η προσφεύγουσα αφού κρατήθηκε σε αστυνομικό τμήμα για 4,5 ώρες περίπου, «επαναπροωθήθηκε» άμεσα στην Τουρκία το βράδυ της ίδιας μέρας μεταφέρθηκε με φορτηγό
και επιβιβάστηκε σε ένα μικρό φουσκωτό σκάφος και επέστρεψε στην Τουρκία.
Συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές την επόμενη μέρα, 5 Μαΐου 2019 και οδηγήθηκε στις φυλακές.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις ότι υφίστατο συστηματική πρακτική «επαναπροώθησης» υπηκόων τρίτων χωρών από τις ελληνικές αρχές προς την Τουρκία και ότι η σύλληψη και η κράτηση των παράτυπων μεταναστών – δηλαδή ένα είδος προσωρινής αναγκαστικής εξαφάνισης – αποτελούσε μέρος του modus operandi που σημειώθηκε σε σχέση με την πρακτική της «επαναπροώθησης».
Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι η προσφεύγουσα είχε σταλεί πίσω στην πατρίδα της, την Τουρκική Δημοκρατία – από την οποία είχε διαφύγει – χωρίς προηγούμενη εξέταση των κινδύνων που αντιμετώπιζε στην χώρα καταγωγής της υπό το πρίσμα του άρθρου 3 και χωρίς να ληφθεί υπόψη το αίτημά της για διεθνή προστασία.
Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα, ομόφωνα για παραβίαση: α) των άρθρων 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή) λόγω της «επαναπροώθησης» προς την Τουρκία, β) των άρθρων 5 §§ 1, 2 και 4 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και την ασφάλεια) λόγω της κράτησης της προσφεύγουσας στο αστυνομικό τμήμα μέχρι την «επαναπροώθησή» της. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η άτυπη κράτηση ήταν προπαρασκευαστική για την «επαναπροώθησή» της και στερούνταν νομικής βάσης, γ) του άρθρου 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής), σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 και 3 (κίνδυνος για τη ζωή και κακομεταχείριση κατά τη διάρκεια της «επαναπροώθησης»).
Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω, κατά πλειοψηφία (6 ψήφοι έναντι 1), ότι δεν υπήρξε παραβίαση των άρθρων 2 και 3 (κίνδυνος για τη ζωή και κακομεταχείριση κατά τη διάρκεια της «επαναπροώθησης»), θεωρώντας ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς της.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη της προσφεύγουσας.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, A.R.E., είναι υπήκοος Τούρκος η οποία γεννήθηκε το 1992. Τον Μάρτιο του 2019 τα τουρκικά δικαστήρια την καταδίκασαν σε φυλάκιση έξι ετών και τριών μηνών για συμμετοχή σε οργάνωση που περιγράφεται από τις τουρκικές αρχές ως «τρομοκρατική οργάνωση Φετουλάχ/παράλληλη κρατική δομή» («FETÖ/PDY»).
Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι είχε εισέλθει στην Ελλάδα γύρω στις 05.30 στις 4 Μαΐου 2019, αφού διέσχισε το ποταμό Έβρο για να ζητήσει διεθνή προστασία. Στις 05.51 της ίδιας ημέρας, χρησιμοποίησε την εφαρμογή WhatsApp για να επικοινωνήσει με τον αδελφό της από μια δασώδη περιοχή κοντά στη Νέα Βύσσα και ενεργοποίησε τη λειτουργία «ζωντανή τοποθεσία» για να μπορεί να παρακολουθεί τη θέση της σε πραγματικό χρόνο. Διευκρίνισε ότι συνέχισε να επικοινωνεί με τον αδελφό της – ο οποίος βρισκόταν στην Ελλάδα από το 2018 και είχε ζητήσει άσυλο εκεί – σε διάφορες στιγμές κατά τη διάρκεια της ημέρας, ιδίως για να του στείλει φωτογραφίες ή βίντεο σχετικά με το πού βρισκόταν στην Ελλάδα και να λάβει τα στοιχεία επικοινωνίας ενός δικηγόρου.
Σύμφωνα με την εισήγηση της προσφεύγουσας, λίγο μετά τις 14.25, ενώ περίμενε δικηγόρο (N.O.), η αστυνομία την συνέλαβε στην πλατεία της Νέας Βύσσας και την μετέφερε στο συνοριακό σταθμό του Νέου Χειμωνίου, όπου και κρατήθηκε, ανεπίσημα, από δύο αστυνομικούς μέχρι τις 7 μ.μ. και όπου, για πρώτη φορά, ζήτησε άσυλο.
Η «επαναπροώθηση» της προσφεύγουσας προς την Τουρκία φέρεται να ξεκίνησε μετά τις 19.00. Σύμφωνα με την ίδια, μετά από ταξίδι διάρκειας περίπου 15 – 20 λεπτών, μεταφέρθηκε σε ένα άγνωστο αστυνομικό τμήμα, όπου κατασχέθηκαν τα προσωπικά της αντικείμενα (ιδίως τα παπούτσια, τα χρήματα και το κινητό της τηλέφωνο). Η ίδια ισχυρίστηκε ότι στη συνέχεια η ίδια και άλλοι μεταφέρθηκαν με φορτηγό σε σημείο κοντά στον ποταμό Έβρο, όπου τους έβγαλαν από το φορτηγό άτομα που φορούσαν μπαλακλάβες. Γύρω στις 11 το βράδυ η προσφεύγουσα, μαζί με άλλους, φέρεται να επιβιβάστηκε σε ένα μικρό φουσκωτό σκάφος για να επιστρέψει στην Τουρκία.
Συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές στις 5 Μαΐου 2019. Την επόμενη ημέρα, το ποινικό δικαστήριο της Σμύρνης παρατήρησε ότι, παρά την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, η προσφεύγουσα είχε διαφύγει στο εξωτερικό, όπου είχε λάβει χώρα η «επαναπροώθηση» και ότι είχε συλληφθεί σε απαγορευμένη στρατιωτική ζώνη.
Η προσφεύγουσα κρατήθηκε αρχικά στις φυλακές της Edirne και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές Gebze, κοντά στην Σμύρνη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Εξάντληση των εθνικών ένδικων μέσων
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, με την τρέχουσα εθνική πρακτική, τα εσωτερικά ένδικα μέσα που πρότεινε η Κυβέρνηση ήταν αναποτελεσματικά όσον αφορά τις καταγγελίες για «επαναπροωθήσεις» και για άλλες παραβιάσεις της Σύμβασης που φέρονται να διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της «επαναπροώθησης».
Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών
Η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβήτησε στο σύνολό της την εκδοχή της προσφεύγουσας για τα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την «επαναπροώθηση» κατά τις φερόμενες ημερομηνίες και αρνήθηκε ότι υπήρχε συστηματική πρακτική «επαναπροωθήσεων» από την Ελλάδα προς την Τουρκία.
Το Δικαστήριο επέλεξε να εξετάσει το ερώτημα αν υπήρχε συστηματική πρακτική «επαναπροωθήσεων» από την Ελλάδα προς την Τουρκική Δημοκρατία, ιδίως από την περιοχή του Έβρου, πριν περάσει στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που υπέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη των θέσεών της. Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι μια συστηματική πρακτική «επαναπροωθήσεων» – αν υποθέσουμε ότι μια τέτοια πρακτική είχε διαπιστωθεί – δεν απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από την υποχρέωση να προσκομίσει εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του.
Συστηματική πρακτική «επαναπροωθήσεων» από Ελλάδα προς Τουρκία
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι πολλές επίσημες εκθέσεις περιγράφουν λεπτομερώς μια συστηματική πρακτική εκ μέρους των ελληνικών αρχών με την οποία αλλοδαποί υπήκοοι που εισήλθαν παράνομα στο ελληνικό έδαφος προκειμένου να αναζητήσουν άσυλο στέλνονταν πίσω στην Τουρκική Δημοκρατία από την περιοχή του Έβρου και τα ελληνικά νησιά. Με βάση τις καταγγελίες και μαρτυρίες ατόμων που ισχυρίστηκαν ότι υπήρξαν θύματα «επαναπροωθήσεων» στα ελληνικά χερσαία ή θαλάσσια σύνορα, οι εν λόγω αναφορές περιέγραφαν έναν αρκετά ομοιόμορφο τρόπο δράσης εκ μέρους των ελληνικών αρχών στο θέμα αυτό. Επιπλέον, στην ίδια διαπίστωση είχαν καταλήξει τόσο τα εθνικά όργανα για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και διεθνείς οργανισμοί, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης ή ακόμη και τα Ηνωμένα Έθνη, των οποίων ο ειδικός εισηγητής για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών είχε υποστηρίξει ότι, στην Ελλάδα, οι «επαναπροωθήσεις» στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα ήταν πλέον ουσιαστικά συνήθης πρακτική.
Λαμβάνοντας υπόψη τον σημαντικό αριθμό, την ποικιλία και την ομοφωνία των σχετικών πηγών, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι υπήρχε, κατά τη στιγμή των γεγονότων που καταγγέλλονται, μια συστηματική πρακτική «επαναπροωθήσεων» υπηκόων τρίτων χωρών, από τις ελληνικές αρχές, από την περιοχή του Έβρου προς την Τουρκία. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η Κυβέρνηση δεν είχε αντικρούσει επιτυχώς τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία παρέχοντας μια ικανοποιητική και πειστική εναλλακτική εξήγηση.
Αποδεικτικά στοιχεία
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε προσκομίσει διάφορα στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αποτελούν – και χωριστά – εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της δικής της εκδοχής των γεγονότων και ότι εναπόκειτο στις ελληνικές αρχές να αποδείξουν ότι δεν είχε εισέλθει στην Ελλάδα και δεν είχε υποβληθεί σε «επαναπροώθηση» προς την Τουρκική Δημοκρατία κατά τις ημερομηνίες που ισχυρίστηκε.
Ωστόσο, η Κυβέρνηση, δεν είχε προβάλει επιχειρήματα ή άλλα στοιχεία που να αντικρούουν τα εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε αποδειχθεί επαρκώς ότι η προσφεύγουσα ήταν παρούσα στην Ελλάδα και, κυρίως, ότι την είχε δει για τελευταία φορά υπό την επιμέλεια των Ελλήνων υπαλλήλων στην πλατεία της Νέας Βύσσας αργά το απόγευμα της 4 Μαΐου 2019, πριν εμφανιστεί ξανά τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας στην τουρκική πλευρά του ποταμού Έβρου, όπου είχε συλληφθεί. Επιπλέον, αναφερόμενο στην απόφαση του ποινικού δικαστηρίου της Σμύρνης, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τα δύο αυτά αναντίρρητα γεγονότα μπορούσε να αποδειχθεί ότι είχε υποστεί «επαναπροώθηση» στο μεσοδιάστημα.
Η Κυβέρνηση, από την πλευρά της, δεν είχε δώσει καμία πειστική εναλλακτική εξήγηση για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο γεγονότων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε επαρκώς ότι η προσφεύγουσα είχε εισέλθει στην Ελλάδα στις 4 Μαΐου 2019, ότι είχε συλληφθεί και κρατηθεί εκεί, πριν σταλεί πίσω στη Τουρκία, όπου είχε συλληφθεί την επόμενη ημέρα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί της ήταν επαρκώς πειστικοί και τεκμηριωμένοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
«Επιστροφή» στην Τουρκική Δημοκρατία (άρθρα 3 και 13)
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, βάσει πολλαπλών αναφορών, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι ύποπτοι πολιτικοί αντίπαλοι μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το 2016.
Θεώρησε ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, καθήκον του ήταν να καθορίσει εάν οι ελληνικές αρχές είχαν λάβει αυθόρμητα και κατάλληλα υπόψη τους τις γενικές πληροφορίες
διαθέσιμες για την Τουρκική Δημοκρατία και κατά πόσον είχε δοθεί στην προσφεύγουσα επαρκής ευκαιρία να υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία στην Ελλάδα και να εξηγήσει την προσωπική της κατάσταση.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι είχε ήδη διαπιστώσει ότι η προσφεύγουσα είχε εισέλθει στην Ελλάδα από τον Έβρο και είχε επιστραφεί πίσω στην Τουρκία. Θεώρησε ότι η συμπεριφορά του εναγόμενου κράτους στην προκειμένη περίπτωση, η οποία συνίστατο στην «επαναπροώθηση» ενός προσώπου χωρίς να της επιτραπεί να υποβάλει αίτηση ασύλου, είχε προδήλως παραβιάσει τόσο το εσωτερικό όσο και το διεθνές δίκαιο.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα είχε σταλεί πίσω στη χώρα καταγωγής της, την Τουρκία – από την οποία είχε διαφύγει – χωρίς να προηγηθεί εξέταση των κινδύνων που αντιμετώπιζε υπό το πρίσμα του άρθρου 3 της Σύμβασης ή, ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη το αίτημά της για διεθνή προστασία. Σημείωσε ότι παρόλο που η προσφεύγουσα είχε εκφράσει φόβους σχετικά με την κακομεταχείριση στην οποία θα μπορούσε να υποβληθεί εάν επέστρεφε στην Τουρκία, οι ελληνικές αρχές είχαν αγνοήσει το αίτημά της για διεθνή προστασία, κατά παράβαση των άρθρων 3 και 13 της ΕΣΔΑ.
Κράτηση πριν από την «επαναπροώθηση» στην Τουρκία (άρθρο 5)
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι σχετικές εκθέσεις και οι παρατηρήσεις ορισμένων τρίτων παρεμβαινόντων έδειξαν ότι η σύλληψη και η κράτηση των παράτυπων μεταναστών – δηλαδή ένα είδος προσωρινής αναγκαστικής εξαφάνισης – αποτελούσε μέρος του modus operandi που σημειώθηκε σε σχέση με την πρακτική της «επαναπροώθησης». Ο φάκελος έδειχνε σαφώς ότι η προσφεύγουσα είχε συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές, στη συνέχεια μεταφέρθηκε στον συνοριακό σταθμό του Νέου Χειμωνίου κατά την ημερομηνία που ισχυρίζεται, δεδομένου ότι η θέση της είχε μοιραστεί σε πραγματικό χρόνο με τον δικηγόρο, Ν.Ο., ο οποίος είχε διαβιβάσει την τοποθεσία στον αδελφό της. Σημείωσε ότι η Κυβέρνηση, η οποία βαρύνεται με το βάρος της απόδειξης, δεν είχε καταφέρει να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, δεν είχαν παράσχει καμία πληροφορία σχετικά με το αν το συνοριακό σταθμό στο Νέο Χειμώνιο είχε εξοπλιστεί με κάμερες βιντεοεπιτήρησης κατά την ισχυριζόμενη ημερομηνία. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είχε λόγο να αμφιβάλει ότι η προσφεύγουσα είχε πέσει θύμα κράτησης με σκοπό την «επαναπροώθησή» της.
Το Δικαστήριο έκρινε επομένως ότι, στο βαθμό που η άτυπη κράτηση της προσφεύγουσας ήταν προϋπόθεση της «επαναπροώθησης», δεν είχε καμία νομική βάση για τους σκοπούς του άρθρου 5 § 1 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια) της Σύμβασης. Είχε επίσης παραβιάσει τα δικαιώματα που εγγυώνται οι παράγραφοι 2 (δικαίωμα άμεσης ενημέρωσης για τους λόγους της κράτησης) και 4 (δικαίωμα ώστε η νομιμότητα της κράτησης να αποφασιστεί ταχέως από δικαστήριο) του άρθρου 5 της Σύμβασης. Υπήρχε επομένως παραβίαση του εν λόγω άρθρου.
Κίνδυνος για τη ζωή και κακομεταχείριση κατά τη διάρκεια της «επαναπροώθησης» (άρθρα 2, 3 και 13)
Όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί κινδύνου για τη ζωή και κακομεταχείρισης κατά τη διάρκεια της «επαναπροώθησης» το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της ότι η ζωή της κινδύνευσε ουσιαστικά κατά τη διάρκεια της «επαναπροώθησής» της προς την Τουρκία μέσω του ποταμού Έβρου. Δεν αρνήθηκε ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να βίωσε κάποια αγωνία λόγω του τρόπου με τον οποίο η «επαναπροώθησή» της είχε πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, έκρινε ότι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ήταν αποδεδειγμένες, οι
οι μέθοδοι «επαναπροώθησης» που χρησιμοποιήθηκαν δεν είχαν φθάσει το όριο σοβαρότητας που απαιτείται για τη μεταχείριση στην οποία είχε υποβληθεί η προσφεύγουσα για να χαρακτηριστεί ως απάνθρωπη ή εξευτελιστική κατά την έννοια του άρθρου 3. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης.
Όσον αφορά την έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής όσον αφορά τις εν λόγω καταγγελίες: το Δικαστήριο έκρινε ότι το εθνικό νομικό σύστημα δεν παρείχε αποτελεσματικό ένδικο μέσο, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους ισχυρισμούς για παραβιάσεις των άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης κατά τη διάρκεια μιας «επαναπροώθησης». Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η έρευνα που διεξήγαγαν οι εθνικές αρχές μετά την ποινική καταγγελία που είχε καταθέσει η προσφεύγουσα υπολείπεται κατά πολύ από το να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις αποτελεσματικότητας που είχε θεσπίσει η ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα όφειλε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 20.000 ευρώ για την ηθική βλάβη.
Ξεχωριστή γνώμη
Ο δικαστής Σεργίδης εξέφρασε αντίθετη γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.
Πηγή: www.echrcaselaw.com