Απέρριψε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) προσφυγή που είχε καταθέσει κατά της χώρας Αφγανός υπήκοος Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι ενώ έφτασε το 2018 στη Σάμο όπου ζήτησε να υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία στην Ελλάδα, την επόμενη ημέρα, οι ελληνικές αρχές τον ανάγκασαν να επιβιβαστεί σε μια σχεδία στο Αιγαίο Πέλαγος, όπου στη συνέχεια περισυνελέγη από τη τουρκική ακτοφυλακή.
Η περίληψη της απόφασης που εξέδωσε το ΕΔΔΑ αναφέρει:
«Ο προσφεύγων, Αφγανός υπήκοος, που κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής ήταν ασυνόδευτος ανήλικος 15 ετών από το Αφγανιστάν.
Με την ασκηθείσα προσφυγή του στο ΕΔΔΑ ισχυρίστηκε ότι, φοβούμενος δίωξη από τους Ταλιμπάν, εγκατέλειψε τη χώρα του το 2018 και εισήλθε κρυφά στο Ιράν και στη συνέχεια στην Τουρκία, με σκοπό να φθάσει στην Ευρώπη και να ζητήσει άσυλο. Ισχυρίστηκε ότι έφθασε στη Σάμο από την Τουρκία τις πρώτες πρωινές ώρες της 8 Σεπτεμβρίου 2020 με φουσκωτό σκάφος μαζί με άλλους μετανάστες. Υποστήριξε ότι είχε μεταβεί στον καταυλισμό προσφύγων της Σάμου στο Βαθύ, όπου ζήτησε να υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία στην Ελλάδα, όμως την επόμενη ημέρα, οι ελληνικές αρχές τον ανάγκασαν να επιβιβαστεί σε μια σχεδία στο Αιγαίο Πέλαγος, όπου στη συνέχεια περισυνελέγη από τη τουρκική ακτοφυλακή.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις κατά την επίδικη περίοδο, περί συστηματικής πρακτικής «επαναπροωθήσεων» από την Ελλάδα στην Τουρκία. Ωστόσο, έκρινε ότι ο προσφεύγων, του οποίου οι καταθέσεις και οι ισχυρισμοί είχαν αποδειχθεί αντιφατικοί, δεν είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για την παρουσία του στην Ελλάδα και την «επαναπροώθησή» του στην Τουρκία από το νησί της Σάμου στις ημερομηνίες που ισχυρίστηκε.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να επικαλεστεί την ιδιότητα του θύματος για τους σκοπούς του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι μια συστηματική πρακτική «επαναπροωθήσεων» δεν απαλλάσσει έναν προσφεύγοντα από την υποχρέωση να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα την προσφυγή ως απαράδεκτη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, G.R.J., είναι Αφγανός υπήκοος, ο οποίος ήταν ασυνόδευτος ανήλικος (ηλικίας 15 ετών) κατά την σχετικό χρόνο.
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, φοβούμενος δίωξη από τους Ταλιμπάν, είχε εγκαταλείψει τη χώρα του το 2018 και κρυφά εισήλθε στο Ιράν και στη συνέχεια στην Τουρκία, με σκοπό να φθάσει στην Ευρώπη και να ζητήσει άσυλο. Ισχυρίστηκε ότι είχε φθάσει στο νησί της Σάμου από την Τουρκική τις πρώτες πρωινές ώρες της 8ης Σεπτεμβρίου 2020 με φουσκωτό σκάφος στο οποίο επέβαιναν περίπου 18 μετανάστες που αναζητούσαν άσυλο. Υποστήριξε ότι είχε μεταβεί στον καταυλισμό προσφύγων της Σάμου στο Βαθύ, όπου είχε εκφράσει την επιθυμία του να υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, την επόμενη ημέρα, τον ανάγκασαν να επιβιβαστεί σε μια σχεδία από αξιωματικούς του λιμενικού και τον άφησαν να παρασύρεται στο Αιγαίο Πέλαγος, όπου στη συνέχεια περισυνελέγη από τη τουρκική ακτοφυλακή.
Κατά τον χρόνο υποβολής της προσφυγής του, ο προσφεύγων βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο. Στη συνέχεια εντοπίστηκε στη Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο του 2021, όπου ήταν άστεγος. Λίγες ημέρες αργότερα, ο αρμόδιος εισαγγελέας ανηλίκων διέταξε να φιλοξενηθεί και όρισε δικηγόρο για να καταθέσει αίτηση ασύλου, η οποία καταχωρήθηκε τον Ιανουάριο του 2022. Στις 9 Νοεμβρίου 2022 ο προσφεύγων απέκτησε το καθεστώς του πρόσφυγα στην Ελλάδα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβήτησε στο σύνολό της τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ως προς την «επαναπροώθησή» του στις φερόμενες ημερομηνίες και αρνήθηκε ότι υπήρχε συστηματική πρακτική «pushbacks» από την Ελλάδα προς την Τουρκία.
Το Δικαστήριο επέλεξε να εξετάσει το ερώτημα αν υπήρχε συστηματική πρακτική «επαναπροώθησης» από την Ελλάδα προς την Τουρκική Δημοκρατία, ιδίως από τα ελληνικά νησιά, προτού περάσει στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που υπέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη του απολογισμού του. Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι μια συστηματική πρακτική «επαναπροώθησης» – αν υποθέσουμε ότι μια τέτοια πρακτική είχε διαπιστωθεί – δεν απαλλάσσει έναν προσφεύγοντα από την υποχρέωση να προσκομίσει εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του.
Όσον αφορά την ύπαρξη συστηματικής πρακτικής, το Δικαστήριο επισήμανε ότι πολλές επίσημες εκθέσεις περιγράφουν λεπτομερώς μια συστηματική πρακτική εκ μέρους των ελληνικών αρχών, σύμφωνα με την οποία αλλοδαποί υπήκοοι που είχαν εισέλθει παράνομα στο ελληνικό έδαφος για να ζητήσουν άσυλο, στέλνονταν πίσω στην Τουρκία από την περιοχή του Έβρου και τα ελληνικά νησιά. Με βάση τις καταγγελίες και τις μαρτυρίες προσώπων που ισχυρίζονταν ότι υπήρξαν θύματα «επαναπροωθήσεων» στα ελληνικά χερσαία ή θαλάσσια σύνορα, οι εν λόγω εκθέσεις περιγράφουν έναν αρκετά ομοιόμορφο τρόπο δράσης εκ μέρους των ελληνικών αρχών στο θέμα αυτό. Επιπλέον, στην ίδια διαπίστωση είχαν καταλήξει και δύο εθνικά όργανα για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ο Έλληνας Συνήγορος του Πολίτη – ο οποίος είχε επισημάνει μια συνεπή πρακτική που εφαρμόζονταν επανειλημμένα στα φερόμενα περιστατικά που είχε διερευνήσει – και η Εθνική Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αλλά και διεθνείς οργανισμοί, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και τα Ηνωμένα Έθνη, των οποίων ο Ειδικός Εισηγητής για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών είχε υποστηρίξει ότι, στην Ελλάδα, οι «επαναπροωθήσεις» στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα ήταν πλέον ουσιαστικά συνήθης πρακτική.
Όσον αφορά το ζήτημα της εκ πρώτης όψεως απόδειξης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αφήγηση του προσφεύγοντος σε μεγάλο βαθμό αντιστοιχούσε στον τρόπο λειτουργίας που προέκυπτε από τις εκθέσεις των αρμόδιων εθνικών και διεθνών οργανισμών σχετικά με τις «επαναπροωθήσεις» από την Ελλάδα προς την Τουρκία. Επισήμανε, ωστόσο, ότι αυτό δεν αρκούσε για να αποδείξει την υποτιθέμενη «επαναπροώθηση» του προσφεύγοντος. Για να διαπιστωθεί ότι το υποτιθέμενο «pushback» είχε πράγματι συμβεί, ήταν επίσης αναγκαίο, όχι μόνο να αποδειχθεί ότι αυτός είχε εισέλθει στην Ελλάδα και στη συνέχεια βρέθηκε στην Τουρκία κατά τις φερόμενες ημερομηνίες, αλλά επιπλέον να αποδειχθεί μια σχέση μεταξύ αυτών των δύο γεγονότων.
Αφού ανέλυσε το υλικό της δικογραφίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων, του οποίου οι καταθέσεις και οι ισχυρισμοί είχαν κατά καιρούς φανεί αντιφατικοί και ασυνεπείς, δεν είχε καταφέρει να προσκομίσει εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία για την παρουσία του στην Ελλάδα και για την «επαναπροώθησή» του στην Τουρκική Δημοκρατία από το νησί της Σάμου κατά τις ημερομηνίες που ισχυρίστηκε και, κατά συνέπεια, ότι δεν μπορούσε να επικαλεστεί το καθεστώς του θύματος για τους σκοπούς του άρθρου 34 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε την προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 35 § 4. Το συμπέρασμα αυτό κατέστησε περιττό για το Δικαστήριο να εξετάσει τις αντιρρήσεις της Κυβέρνησης για τον λόγο της υποτιθέμενης κατάχρησης του δικαιώματος προσφυγής και της μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων».
Πηγή: www.echrcaselaw.com